Η 29η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (CoP29), στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, που ξεκίνησε την Δευτέρα 11 Νοέμβρη, αποτελεί ομολογία αποτυχίας των κυβερνήσεων να αντιστρέψουν τη διαδικασία υπερθέρμανσης του πλανήτη και αντιμετώπισης των καταστρεπτικών συνεπειών της. Αυτό φαίνεται με πολλούς τρόπους.
Η Διάσκεψη γίνεται σε ένα ακόμα αυταρχικό πετροκράτος, οι ηγέτες των μεγαλύτερων χωρών – ρυπαντών απουσιάζουν (από τον Μπάιντεν και τον Σι Τζιπίνγκ μέχρι τον Σολτς, τον Μακρόν και την φον ντερ Λάιεν), τα λόμπι των πετρελαϊκών εταιριών κάνουν «πάρτι». Όσοι «ηγέτες» ήταν παρόντες, πέρα από την υποκρισία, την συνηθισμένη ρητορική και τα φιλόδοξα σχέδια για «σταδιακή αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα» και «χρηματοδότηση των ευάλωτων κρατών που πλήττονται από τις συνέπειες», δεν θέλουν και δεν μπορούν να καταλήξουν σε οποιαδήποτε σχέδιο δράσης.
Στο ζήτημα, για παράδειγμα, της χρηματοδότησης των φτωχών και ευάλωτων κρατών, οι πλούσιες (και πιο ρυπογόνες χώρες) μιλάνε για ένα ποσό 100 δις δολαρίων ενώ οι ευάλωτες χώρες ζητάνε (και έχουν δίκιο) πάνω από 1 τρις δολάρια.
Η «χώρα φιλοξενίας» της Διάσκεψης, το Αζερμπαϊτζάν, βασίζεται στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο («δώρο του Θεού», σύμφωνα με τον πρόεδρο Αλίεφ) τα οποία αντιπροσωπεύουν περίπου το 95% των συνολικών εξαγωγικών εσόδων του. Αυτή η παραγωγή θα αυξηθεί καθώς η ΕΕ υπέγραψε συμφωνία με το Αζερμπαϊτζάν για διπλασιασμό των εισαγωγών φυσικού αερίου έως το 2027. «Δεν ήταν δική μας ιδέα», δήλωσε στην εναρκτήρια ομιλία του ο Αλίεφ, «ήταν πρόταση της ΕΕ… χρειάζονταν το φυσικό αέριό μας λόγω της αλλαγής της γεωπολιτικής κατάστασης και μας ζήτησαν να βοηθήσουμε».
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ, δήθεν, «πιέζει σκληρά ώστε οι συνομιλίες στο Μπακού να επαναλάβουν και να ενισχύσουν μια συμφωνία για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων» για να απαντήσει ο Αλίεφ ότι «δυστυχώς τα δύο μέτρα και σταθμά και η συνήθεια να δίνουμε διαλέξεις σε άλλες χώρες και η πολιτική υποκρισία έγιναν είδος τρόπου λειτουργίας για ορισμένους πολιτικούς».
Το πρόβλημα της COP29 δεν είναι, φυσικά, μόνο το Αζερμπαϊτζάν. Η Ουγγαρία ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Στην ομιλία του, ο Όρμπαν, δήλωσε ότι: «πρέπει να συνεχίσουμε να προάγουμε την πράσινη μετάβαση, διατηρώντας παράλληλα τη χρήση φυσικού αερίου, πετρελαίου και πυρηνικής ενέργειας… δεν μπορούμε να θυσιάσουμε τη βιομηχανία ή τη γεωργία μας σε αυτή τη διαδικασία… δεν μπορούμε να επιβάλουμε μη ρεαλιστικές ποσοστώσεις ή επαχθείς κανόνες στους αγρότες και τις εταιρείες». Στην ίδια «γραμμή» ήταν και η τοποθέτηση του Μητσοτάκη που δήλωσε ότι «χρειαζόμαστε μια έξυπνη πράσινη συμφωνία».
Η «έξυπνη πράσινη συμφωνία» είναι το «δεν μπορούμε να θυσιάσουμε τη βιομηχανία ή τη γεωργία μας σε αυτή τη διαδικασία» και αυτό είναι το κλειδί για να αντιληφθούμε γιατί όλες οι Διασκέψεις για το Κλίμα έχουν αποτύχει. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που βασίζεται στην συσσώρευση και τον ανταγωνισμό. Καμία «εθνική οικονομία» δεν θα θυσιάσει την δυνατότητα να έχει φθηνή ενέργεια, από την καύση ορυκτών καυσίμων, δίνοντας «πλεονέκτημα» στους ανταγωνιστές της. Ακόμα και αν αυτή η διαδικασία καταστρέφει τη ζωή και το περιβάλλον, ακόμα και αν «πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται». Η μόνη «λογική» που υπάρχει στον καπιταλισμό είναι η «λογική του κέρδους».
Ο Τραμπ δηλώνει «αρνητής της κλιματικής αλλαγής» («η κλιματική αλλαγή είναι μια μεγάλη φάρσα... δεν έχουμε πρόβλημα υπερθέρμανσης του πλανήτη»). Στην προεκλογική εκστρατεία, ο Τραμπ υποσχέθηκε να καταργήσει τα περιβαλλοντικά πρότυπα και να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα για δεύτερη φορά, να ακυρώσει τα υπεράκτια αιολικά έργα, να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή πετρελαίου. Αν γίνουν όλα αυτά, η προεδρία Τραμπ θα οδηγήσει σε επιπλέον 4 δις τόνους εκπομπών άνθρακα έως το 2030. Αλλά, δεν είναι εύκολο να εφαρμόσει τα σχέδιά του.
Ο Μπάιντεν διοχέτευσε μεγάλα χρηματικά ποσά στην «πράσινη μετάβαση» που θα είναι δύσκολο να ανακτηθούν. Αυτό θα τον φέρει σε σύγκρουση με μεγάλες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του δισεκατομμυριούχου υπουργού του, Ίλον Μασκ, ο οποίος θησαυρίζει πουλώντας ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Επιπλέον, ο μεγάλος ανταγωνιστής των ΗΠΑ, η Κίνα, «πρωταγωνιστεί» στην τεχνολογία της «πράσινης μετάβασης».
Το 2024 δεν είναι 2016. Αν ο Τράμπ ξαναβγάλει τις ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού, θα την βγάλει, σήμερα, από μία «νεκρή» Συμφωνία.
Οι ΗΠΑ ήταν η αρχιτέκτονας της Συμφωνίας του Παρισιού, το 2015. Η Συμφωνία προέβλεπε ότι οι εκπομπές άνθρακα θα πρέπει να μειωθούν κατά 43% έως το 2030 για να διατηρηθεί ο στόχος της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,50°C από την αντίστοιχη του μέσου του 19ου αιώνα (από την «προβιομηχανική εποχή», όταν ο καπιταλισμός άρχισε να παράγει ενέργεια από ορυκτά καύσιμα). Οι 195 χώρες που την υπέγραψαν θα έπρεπε να υποβάλουν εθνικά σχέδια για τη μείωση των εκπομπών και να παρέχουν ενημερώσεις σχετικά με την πρόοδό τους και καλούσε τα πλουσιότερα κράτη να πληρώσουν για έργα για το Κλίμα.
Συνέχεια
Το 2016, ο Τραμπ ανακοίνωσε «ότι υπηρέτησε τον λαό του Πίτσμπουργκ, όχι του Παρισιού» και αποσύρθηκε από τη Συμφωνία. Ο Μπάιντεν επανήλθε το 2021 και στη συνέχεια ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα μειώσουν τις εκπομπές τους στο μισό έως το 2030 από τα επίπεδα του 2005. Ο Μπάιντεν, στη θητεία του, τις αύξησε αντί να τις μειώσει.
Επειδή δεν υπάρχουν κυρώσεις για τη μη τήρηση της Συμφωνίας, στα εννέα χρόνια από την υπογραφή της, η κλιματική ρύπανση συνέχισε να αυξάνεται παγκοσμίως. Το 2024 θα είναι η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί. Η προηγούμενη ήταν το 2023. Η παγκόσμια μέση θερμοκρασία μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου ήταν 1,54°C πάνω από την «προβιομηχανική εποχή» και με τον τρέχοντα ρυθμό, είναι 50-50% η πιθανότητα να ξεπεραστεί το όριο της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5°C μόνιμα μέσα σε περίπου έξι χρόνια.
Οι παγκόσμιες εκπομπές CO2, που οφείλονται στα ορυκτά καύσιμα, θα φθάσουν, σε επίπεδο ρεκόρ, το 2024 στους 37,4 δις τόνους, αυξανόμενες κατά 0,8% σε σύγκριση με το 2023, και αν προστεθούν οι εκπομπές που οφείλονται στις μεταβολές της χρήσης γαιών (αποψίλωση δασών, πυρκαγιές κλπ) θα φθάσει στους 41,6 δις τόνους (+2,5%). Το 2023, η Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας εκτιμούσε πως η παγκόσμια κορύφωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων δεν θα έχει επέλθει πριν από το 2030.
Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η εκλογή και τα σχέδια του Τραμπ είναι μία μεγάλη επίθεση στη μάχη ενάντια στην κλιματική καταστροφή και έχει «δώσει αέρα» σε όλη την ακροδεξιά που έχει ψηλά στην ατζέντα της την «άρνηση της κλιματικής αλλαγής». Η «πράσινη μετάβαση», επειδή βασίζεται στο κέρδος, είναι χωρίς σχεδιασμό και δεν πρόκειται να αντιστρέψει την κατάσταση.
Όμως, το κόστος αυτής της «μετάβασης», οι κυβερνήσεις το «ρίχνουν» στην εργατική τάξη και τους αγρότες. Δείτε για παράδειγμα, τις ΑΠΕ. Ο Μητσοτάκης «πανηγυρίζει» για το μεγαλύτερο ποσοστό, στην ΕΕ, συμμετοχής ΑΠΕ στο «ενεργειακό μείγμα» αλλά οι λογαριασμοί ρεύματος είναι «φωτιά» και οι ανεμογεννήτριες καταστρέφουν το περιβάλλον. Δεν φταίνε γενικά οι ΑΠΕ αλλά το Χρηματιστήριο Ενέργειας και τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των ιδιωτών-παρόχων ενέργειας. Η ακροδεξιά «σπεκουλάρει» πάνω στην αγανάκτηση του κόσμου όταν ανοίγει τον λογαριασμό του ρεύματος.
Κάθε χρόνο βρισκόμαστε σε πολύ χειρότερο σημείο από το προηγούμενο. Η κλιματική κρίση αρχίζει να υπερβαίνει την ικανότητα προσαρμογής των ανθρώπων και του περιβάλλοντος με τις αλυσιδωτές και επιδεινούμενες επιπτώσεις, όπως ξηρασίες, καύσωνες και καταστροφική άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες. Οι πλημμύρες στη Βαλένθια ήταν η πιο πρόσφατη καταστροφή μέχρι την επόμενη που δεν θα αργήσει. Μέχρι το 2050 οι θάνατοι από την κλιματική αλλαγή θα ξεπεράσουν τους 250.000 ετησίως. Το παγκόσμιο οικονομικό κόστος, από το 2014 έως το 2023, ξεπέρασε τα 2 τρις δολάρια και έχει επηρεάσει περίπου 1,6 δις ανθρώπους. Και αυτά τα νούμερα έχουν ταξικό πρόσημο. Είναι οι «από κάτω» που την πληρώνουν και θα την πληρώσουν.
Χρειαζόμαστε μία Αριστερά που δεν θα υποκύπτει στις πιέσεις της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας ακόμα και τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Γι’ αυτό και η θέση του ΚΚΕ είναι προβληματική και «κλείνει το μάτι» στους «αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Αντίθετα, η Αριστερά θα πρέπει να βγει μπροστά και να οργανώσει τη δράση «από τα κάτω» για να σταματήσουμε την καύση των ορυκτών καυσίμων, για να διεκδικήσουμε κατάλληλες υποδομές για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, για εναλλακτικές μορφές ενέργειας με βάση τις ανάγκες μας και την προστασία του περιβάλλοντος με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, για να πάρει η εργατική τάξη τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο ολόκληρης της κοινωνίας για να σώσει τον ανθρώπινο πολιτισμό από την επερχόμενη κλιματική καταστροφή. Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα!