Ιστορία
80 χρόνια από τον Κόκκινο Δεκέμβρη: Έτσι χάθηκε μια νικηφόρα επανάσταση

Οδόφραγμα τον Δεκέμβρη του ‘44. Το πλακάτ γράφει «Λευτεριά ή Θάνατος. Έφεδροι πολεμιστές της Αλβανίας».

12 Οκτωβρίου ’44, Αθήνα. Φωτό: Βούλα Παπαϊωάννου

 

Όταν η Αθήνα απελευθερωνόταν στις 12 Οκτώβρη του 1944, ένα μεγάλο πλακάτ που κρατούσαν διαδηλωτές του ΕΑΜ Ν. Ιωνίας έγραφε «καλωσορίζουμε τους υπουργούς μας», δηλαδή την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου και υπουργούς της Αριστεράς από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Στις ίδιες διαδηλώσεις αφθονούσαν οι βρετανικές (δίπλα στις αμερικάνικες και τις σοβιετικές) σημαίες και τα πανό που καλωσόριζαν τους Βρετανούς «συμμάχους μας». 

Ενάμισι μήνα μετά, στις 3 Δεκέμβρη του 1944, οι φάλαγγες των διαδηλωτών ανηφόριζαν πάλι προς το Σύνταγμα. Δεν πανηγύριζαν, ήταν οργισμένοι/ες. Κι απαιτούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης και του Παπανδρέου. Ως απάντηση δέχτηκαν μια βροχή από σφαίρες, ριγμένες από την αστυνομία ύστερα από εντολή του Αγγ. Έβερτ, του διοικητή της. Οι «επίσημοι» απολογισμοί καταγράφουν 11 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. 

Την επόμενη μέρα, η αστυνομία και οι παρακρατικοί χτύπησαν ξανά, στην κηδεία των θυμάτων. Πλέον ο ΕΛΑΣ της Αθήνας είχε ξεκινήσει την πολιορκία των αστυνομικών τμημάτων. Τις επόμενες μέρες η σύγκρουση εξαπλώθηκε. Στις 5 Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ τηλεγραφούσε στον στρατηγό Σκόμπι, ανώτατο διοικητή όλων των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα: «Μην διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση». 

Αν πιστέψουμε τους Καλύβα/Τσουτσουμπή στο βιβλίο που κυκλοφόρησε μαζί με την Καθημερινή της Κυριακής για τα «Δεκεμβριανά», η σφαγή στην πλατεία Συντάγματος ήταν περίπου ένα ατύχημα: «η αστυνομική δύναμη που είχε αναλάβει να επιτηρεί τη διαμαρτυρία πανικοβλήθηκε και έστρεψε τα όπλα εναντίον των πολιτών». Βέβαια, τους διαψεύδει ο ίδιος ο Έβερτ ο οποίος αργότερα έγραψε τα εξής: «βάση των υπευθύνων διαταγών τας οποίας είχον, διέταξα και εγώ υπευθύνως την βίαιαν διάλυσιν των επιτιθεμένων διαδηλωτών». 

Πρόκειται μόνο για ένα δείγμα του επιπέδου αυτού του άθλιου αφιερώματος των Καλύβα/Τσουτσουμπή. Σε αυτό η ναζιστική Βέρμαχτ κάνει γενικώς κάποιες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με «αντίποινα», υπάρχει κυβέρνηση Ράλλη που δεν ονομάζεται δωσιλογική και τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν «μη χείρον» για «πολλούς κατοίκους». Η βία της Κατοχής αποδίδεται απλά και καθαρά στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ που ονομάζεται μάλιστα «στρατός κατοχής»!  Ουσιαστικά, λένε ότι ο Μεγάλος Δεκέμβρης ήταν ένα «πραξικόπημα», «εμφύλιος» που οργάνωσε το ΚΚΕ το οποίο ήθελε να πάρει την εξουσία. Πρόκειται για την παλιά προπαγάνδα της Δεξιάς περί «τριών γύρων», πασπαλισμένο με αξιώσεις επιστημοσύνης. 

Ο ιστορικός Μ. Λυμπεράτος, σε μια παλιότερη συνέντευξή του έχει πολύ σωστά επισημάνει τι οδήγησε στο ξέσπασμα των Δεκεμβριανών: «Ο πρώτος λόγος είναι ότι ήταν μια έκρηξη οργής. Και εδώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχει μια μικρή αναλογία με αυτό που έγινε με τον Γρηγορόπουλο το 2008, επίσης Δεκέμβριο. Και έγινε μια τέτοια έκρηξη οργής η οποία ήταν ασταμάτητη και η οποία προσέδωσε στα γεγονότα τη μορφή και τη δυναμική που απέκτησαν. Ο κόσμος ήταν εξοργισμένος και γι’ αυτό συγκρούσθηκε με την αστυνομία.

Το ίδιο έγινε και με τα Δεκεμβριανά. Οι αστυνομικοί χτύπησαν κυρίως τα μπροστινά τμήματα της πορείας, όπου βρίσκονταν μαυροφορεμένες γυναίκες, μανάδες ως επί το πλείστον. Το γεγονός αυτό, ότι τις είδαν στους δρόμους πεσμένες στα αίματα ήταν προφανές ότι θα δημιουργούσε αυτή την αντίδραση. Εξαιτίας αυτής της οργής ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθεί η όλη υπόθεση όχι μόνο από την πλευρά των Βρετανών, αλλά από το ίδιο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ».

Οργή 

Το «εύφλεκτο υλικό» που οδήγησε στην έκρηξη συσσωρευόταν για βδομάδες. Ο Θανάσης Χατζής στο μνημειώδες έργο του Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, ξεκινάει την περιγραφή των  γεγονότων του 1944, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί ένα καθεστώς «δυαδικής εξουσίας». Η ΕΑΜική Αντίσταση από τη μια, με τους κρατικούς θεσμούς της στην «Ελεύθερη Ελλάδα» και το δίκτυο των μαζικών οργανώσεών της και η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας», που ο Χατζής αποκαλεί «πυρήνα της αντεπανάστασης». Αυτό έγινε σταδιακά φανερό στα μάτια του κόσμου που είχε παλέψει και ματώσει στην Αντίσταση. 

Υποτίθεται ότι αυτή η κυβέρνηση θα διασφάλιζε τρία πράγματα. Την τιμωρία των δωσιλόγων, των συνεργατών των ναζί. Τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελεύθερο δημοψήφισμα για το «πολιτειακό». Και τρίτον, την οικονομική ανακούφιση των εργαζόμενων από τα βάσανα και τις στερήσεις της Κατοχής. Η συμμετοχή της Αριστεράς -των υπουργών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ- θα εγγυόταν αυτή την πορεία. Κάθε μέρα που μεσολάβησε από την Απελευθέρωση, ήταν μια διάψευση αυτών των διακηρύξεων.

Η τιμωρία των δωσιλόγων γινόταν ένα κυνικό ανέκδοτο. Για παράδειγμα, τον Νοέμβρη εκατοντάδες δωσίλογοι που κρατούνταν στις φυλακές Συγγρού, «απέδρασαν» για να ντυθούν σύντομα χωροφύλακες, όπως άλλωστε γινόταν με τους ταγματασφαλήτες. Το «βαθύ κράτος» έπαιρνε την πρωτοβουλία και οι προθέσεις του δεν ήταν καθόλου δημοκρατικές. Στις 9 Νοέμβρη έρχεται στην Αθήνα η περιβόητη 3η Ορεινή Ταξιαρχία (η Ταξιαρχία του Ρίμινι). Ήταν ένα σώμα μοναρχικών πραιτωριανών που είχαν συγκροτήσει οι Άγγλοι και η κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής μετά την καταστολή του κινήματος των φαντάρων και των ναυτών τον Απρίλη του 1944. Μέχρι και το Φόρειν Οφις είχε εκφράσει επιφυλάξεις αρχικά. Για τον δημοκρατικό και αριστερό κόσμο, η έλευση της Ταξιαρχίας «μύριζε» ένα ακόμα βασιλικό πραξικόπημα. 

Μια άλλη φωτογραφία από τα τέλη Νοέμβρη του 1944 αποθανατίζει πλακάτ που απαιτούν «να διαλυθούν οι φασιστικές οργανώσεις» και να «ανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια». Όμως, τα εργοστάσια δεν άνοιγαν, οι καπιταλιστές κερδοσκοπούσαν με τη λίρα και τη μαύρη αγορά. Και το κόστος το σήκωναν οι εργαζόμενοι. Και μάλιστα με την «υπογραφή» των υπουργών της Αριστεράς. 

Στις 9 Νοέμβρη ο υπουργός Οικονομικών και του ΕΑΜ Α. Σβώλος ανακοίνωσε το νόμο «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως». Η νέα δραχμή (ίση με 50 δις πληθωριστικές) θα ήταν δεμένη με τη χάρτινη βρετανική λίρα. Και βέβαια, όπως συμφωνούσαν βρετανοί «ειδικοί», έλληνες «εμπειρογνώμονες» και οι υπουργοί της Αριστεράς, για να πετύχει η σταθεροποίηση, χρειαζόταν «ισοσκελισμένος προϋπολογισμός», περιορισμός των δημοσίων δαπανών και λιτότητα. 

Η «ισοσκέλιση» του προϋπολογισμού θα γινόταν με τις θυσίες της εργατικής τάξης. Κι όπως έγραψε ο Σβώλος λίγους μήνες μετά: «Αυτή ή συμφωνία μάς επέτρεψε να κάνουμε τη σταθεροποίηση με τη συμμαχική υποστήριξη και να εμφανίσουμε ένα προσχέδιο Ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με το κονδύλιο για τούς μισθούς κατά το δυνατό μικρό. Αυτή ήταν ή αιτιολογία του χαμηλού επιπέδου των μισθών, αυτή και μόνο».

«Είναι απόλυτα τιμητικό για τις οργανώσεις των υπαλλήλων, Ιδιωτικών και δημοσίων, ότι αντελήφθησαν το θέμα σαν ανάγκη μιας θυσίας προσωρινής, και στάθηκαν με πρωτοφανή γενναιότητα στο πλευρό του υπουργού των οικονομικών, όσο κι αν ήταν δικαιολογημένα τα παράπονά τους για τη ζωή των στερήσεων πού θα συνέχιζαν».

Οι «οργανώσεις», δηλαδή οι ηγεσίες τους πράγματι «αντελήφθησαν». Όμως, ο κόσμος έβραζε «από κάτω». Οι υπουργοί του ΕΑΜ-ΚΚΕ αντί να ελέγξουν την κυβέρνηση έγιναν αιχμάλωτοί της. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Θανάσης Σφήκας, οι ηγεσίες της Αριστεράς: «είχαν εκχωρήσει στη νομιμοφάνεια της κυβέρνησης ‘εθνικής ενότητας’ ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ισχύος που διέθεταν».

Αποστράτευση

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσονταν οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και τη δημιουργία του «εθνικού στρατού». Όταν έγινε γνωστό ότι ο υφυπουργός Στρατιωτικών Λαμπριανίδης είχε φτιάξει ένα κατάλογο με αξιωματικούς από τον οποίο θα στελεχωνόταν ο νέος στρατός, γεμάτος από υποστηρικτές της μεταξικής δικτατορίας και του βασιλιά, η κατακραυγή ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Παπανδρέου αναγκάστηκε στις 23 Νοέμβρη να τον αντικαταστήσει με τον Π. Σαρήγιαννη, που είχε προσχωρήσει στο ΕΑΜ.

Κεντρικό σημείο διαφωνίας ήταν και η σύνθεση του τμήματος που θα αποτελούσε τη βάση του νέου στρατού. Οι υπουργοί της Αριστεράς επέμεναν ότι ο ΕΛΑΣ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύεται στο 50% της δύναμης, το άλλο μισό θα το αποτελούσε η Ορεινή Ταξιαρχία και τμήμα του ΕΔΕΣ. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν με τις «αντιπροτάσεις» να πηγαίνουν και να έρχονται και τις προκλήσεις να πέφτουν βροχή. Όπως ο διορισμός του στρατηγού Κ. Βεντήρη ως αρχιστράτηγου. Ήταν ένας από τους αρχηγούς της οργάνωσης ΡΑΝ,  της αδελφής οργάνωσης της Χ του Γρίβα.

Κι όπως αναφέρει ο υπεράνω κάθε (αριστερής) υποψίας ιστορικός Ιωάννης Ο. Ιατρίδης: «Έτσι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο βρισκόταν τώρα στα χέρια γνωστών βασιλοφρόνων και οι οργανώσεις των ανταρτών βρέθηκαν ξαφνικά, και χωρίς πολλές διατυπώσεις, μακριά από κάθε λήψη αποφάσεως σε στρατιωτικά θέματα».

Η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ διεκδικούσε την εκπροσώπησή της στο νέο στρατό με σχετικά «αξιοπρεπείς» όρους. Αυτό που της έδιναν ήταν το πολύ μια συμβολική παρουσία. Η αντίδρασή της ήταν η παραίτηση των υπουργών της και το κάλεσμα για το συλλαλητήριο της 3 Δεκέμβρη. 

Τα «κεφάλια» της άρχουσας τάξης είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη. Ο Χρήστος Ζαλοκώστας, βιομήχανος και μέλος της λεγόμενης «οικονομικής επιτροπής» με επικεφαλής τον Α. Μπενάκη (χρηματοδοτούσαν «εθνικές» οργανώσεις και τις συντόνιζαν με τα Τάγματα Ασφαλείας), εκτιμούσε σε μια επιστολή στον βασιλιά Γεώργιο στις 2 Δεκέμβρη, αμέσως μετά την παραίτηση των υπουργών της Αριστεράς:

«Δια τας Αθήνας δεν προβλέπω έκρηξιν κινήματος και σοβαράν αιματοχυσίαν, διότι θα την προλάβουν τα αγγλικά τανκς, ωστόσον αναμένω μετά τον σχηματισμόν κυβερνήσεως άνευ κομμουνιστών, το ΚΚΕ να υποκινήση μεγάλας απεργίας και να προσπαθήση να δείξη την δύναμίν του δια της παραλύσεως της ζωής της πόλεως (έλλειψιν άρτου, φωτισμού, τραμ και λεωφορείων, σταμάτημα εκφορτώσεως τροφίμων). Τούτο θ’ αναγκάση την Κυβέρνησιν να προβή εις την κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου και εν συνεχεία εις την αιματοχυσίαν, ιδίως δια την εκδίωξιν των εντός των Αθηνών οχυρωμένων κομμουνιστών εις υπερδιακόσια κτίρια. [...] Μολονότι προβλέπω δια την ερχομένην εβδομάδα εργατικάς ταραχάς, δεν ανησυχώ δια το μέλλον. Το καρκίνωμα του κομμουνισμού μόνον με εγχείρησιν δύναται να ιατρευθή. Αίμα θα χυθή, αλλά θα είναι το τελευταίον». (Τ. Κωστόπουλος, «Ιός» ΕφΣυν, 7 Δεκέμβρη 2013). 

Έκρηξη

Όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ παραπέρα από μια «εργατική ταραχή». Η έκρηξη οργής που ανάβλυζε από την ριζοσπαστικοποίηση της Κατοχής και την πολιτική και ταξική πόλωση της Απελευθέρωσης υποχρέωσε την ηγεσία να ανταποκριθεί. Όχι για να πάρει την εξουσία αλλά για να κάνει μια ένοπλη διαπραγμάτευση. 

Ο ιστορικός Μ. Λυμπεράτος υπογραμμίζει σε κείμενό του στο συλλογικό τόμο «Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά» ότι: «Έτσι και με σαφή συνείδηση ότι μια παρατεταμένη σύγκρουση με τους Βρετανούς δεν είχε προοπτική, η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν είχε άλλη επιλογή από την εμπλοκή σε έναν αμυντικό πόλεμο, παρακαλώντας στις προκηρύξεις τους να μην στραφούν σύμμαχοι εναντίον συμμάχων».

Πράγματι, ο Δεκέμβρης ξεκίνησε με τον ΕΛΑΣ να ξεκαθαρίζει τις σφηκοφωλιές της Χ από το Θησείο στις 3 και 4 Δεκέμβρη, και με τις καταλήψεις αστυνομικών τμημάτων. Παράλληλα το ΕΑΜ έκανε προτάσεις για «εξεύρεση πολιτικής λύσης». Παραίτηση Παπανδρέου, σχηματισμός νέας κυβέρνησης. Κι όταν ο Παπανδρέου έδειξε να κλονίζεται, ο Τσόρτσιλ απλά τηλεγράφησε στον Λήπερ τον βρετανό πρέσβη ότι αν ο Παπανδρέου επιμείνει «να τον κλειδώσετε σε ένα δωμάτιο μέχρι να έρθει στα συγκαλά του». 

Αλλά όπως γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του Ο Κόκκινος Δεκέμβρης το Ζήτημα της Επαναστατικής Βίας: «Η απόπειρα της κομμουνιστικής ηγεσίας για μια ελεγχόμενη εξάλειψη των ενόπλων δυναμικών ερεισμάτων της ‘αντίδρασης’ προκειμένου στη συνέχεια να επιβάλει από θέση ισχύος ένα καλύτερο συμβιβασμό με τους Βρετανούς…εκτροχιάστηκε από την υπόγεια κοινωνική δυναμική του αθηναϊκού ΕΑΜ σε αυθεντικό επαναστατικό ξέσπασμα». 

Το κίνημα ήταν αρκετά ισχυρό και ριζοσπαστικό ώστε να υποχρεώσει την ηγεσία του να ανταποκριθεί. Όμως, δεν έλεγχε αυτή την ηγεσία και δεν μπορούσε να διαμορφώσει έγκαιρα μια άλλη μέσα στη φωτιά της σύγκρουσης. 

Στην Ρωσία του 1917, οι εργάτες/τριες και οι φαντάροι είχαν δημιουργήσει τα δικά τους όργανα εξουσίας, τα σοβιέτ. Η ηγεσία τους πέρασε για μήνες στα χέρια κομμάτων που υποστήριζαν το συμβιβασμό με τους καπιταλιστές, τη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου και συμμετείχαν στην ίδια κυβέρνηση με τους αστούς, που ήθελαν να συντρίψουν τα σοβιέτ. Όμως, εκεί, οι εργάτες μπορούσαν να ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή τους αντιπροσώπους τους και να τους αντικαταστήσουν με άλλους, από κόμματα που ήθελαν να πάει η επανάσταση μέχρι τη νίκη. Αυτό το ρόλο έπαιξαν οι Μπολσεβίκοι και οδήγησαν τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία.

Στην Ελλάδα του 1944, η ηγεσία της Αριστεράς είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην εμφανιστούν τέτοια όργανα. Και δεν υπήρχε ένα μπολσεβίκικο κόμμα που θα έπαιρνε πάνω του αυτό το καθήκον. Οι χιλιάδες «Βελουχιώτηδες» που υπήρχαν μέσα κι έξω από το ΚΚΕ εκφράζανε τις ανησυχίες και τις διαφωνίες τους ξεκομμένοι ο ένας από τον άλλον, χωρίς να διαθέτουν μια σαφή εναλλακτική στρατηγική και τακτική.

Σύγκρουση

Πράγματι ο «κόκκινος Δεκέμβρης» απέκτησε χαρακτηριστικά ένοπλης ταξικής σύγκρουσης. Οι εργατογειτονιές και οι προσφυγικοί συνοικισμοί έγιναν ο στόχος των ανηλεών βομβαρδισμών της RAF και του αγγλικού στόλου. Μόνο το Περιστέρι δέχτηκε 5.000 βόμβες και όλμους στην τελευταία φάση των μαχών. Οι εργάτες και η νεολαία έδωσαν ηρωικές μάχες στα οδοφράγματα αλλά από τις 20 Δεκέμβρη η πλάστιγγα είχε γύρει εις βάρος του ΕΛΑΣ. 

Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο ο ΕΛΑΣ μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας αναμέτρησης με εμπειροπόλεμες και άρτια εξοπλισμένες μονάδες, όπως η Ορεινή Ταξιαρχία ή οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές και τα τεθωρακισμένα Sherman που έριξε στη μάχη ο Σκόμπι. Στις παραμονές της σύγκρουσης, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας διέθετε οπλισμό για 6.300 περίπου μαχητές, με πολύ λίγα πυρομαχικά και καθόλου βαρύ οπλισμό. 

Κι όμως, οι δυνάμεις της κυβέρνησης και οι ίδιοι οι Βρετανοί πέρασαν πολύ δύσκολες ώρες στην Αθήνα, μέχρι τις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Δεκέμβρη. Όταν στις 11 Δεκέμβρη ήρθαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο υπουργός Μέσης Ανατολής Μακμίλαν για να εκτιμήσουν την κατάσταση, ο πρώτος ομολόγησε ότι: «υποτιμήσαμε την στρατιωτική επιδεξιότητα, την αποφασιστικότητα και την ισχύ των επαναστατών». 

Όμως, επειδή η ηγεσία του κινήματος ξεκίνησε και συνέχισε τη σύγκρουση ως «ένοπλη διαπραγμάτευση», η «αποφασιστικότητα» και η «ισχύς» σπαταλήθηκαν και στρατιωτικά. «Με θάρρος οι τρανές καρδιές έπιασαν τα στενά» λέει το γνωστό τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη, αλλά έμειναν στα «στενά». Οι πιο ηρωικές μάχες του Δεκέμβρη ήταν αμυντικές. 

Μια Αριστερά που θα είχε ξεκάθαρη αντιμετώπιση για τον «συμμαχικό» ιμπεριαλισμό, όχι μόνο δεν θα υποδεχόταν σαν «ελευθερωτές» τον βρετανικό στρατό, αλλά θα είχε αποφύγει όλες τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που έστρωσαν το δρόμο στον Σκόμπι. 

Στα τέλη Δεκέμβρη του 1944, ο Τσόρτσιλ έλεγε σε μια συνεδρίαση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Συμβουλίου: «αν οι υποθέσεις στην Ελλάδα εξελιχθούν όπως ελπίζουμε, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι να σταματήσει ένα τεράστιο κύμα αναρχίας στην Ευρώπη και να αποθαρρύνει παρόμοια ξεσπάσματα σε άλλες χώρες». 

Δεν έλεγε λόγια του αέρα. Το καλοκαίρι του 1945, μια σύσκεψη του συντονιστικού των εργοστασίων της εταιρείας Ilva στη Γένοβα, διακήρυσσε ότι: «θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα ώστε η εταιρεία να μην λειτουργήσει με τους κανόνες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης εις βάρος των εργατών… Αντίθετα, θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα μεγάλο πανεθνικό σχέδιο μιας βαθιάς κοινωνικής επανάστασης ξεκάθαρα δημοκρατικής και προλεταριακής». 

Όμως, οι ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη που συμμετείχαν στις αστικές κυβερνήσεις, με τις εντολές του Στάλιν, έλεγαν ότι ο δικός τους δρόμος είναι ο ρεαλιστικός, διαφορετικά ο κόσμος που ήθελε μια «βαθιά κοινωνική επανάσταση» θα είχε τη μοίρα της Αθήνας. Ένας νικηφόρος Κόκκινος Δεκέμβρης, αντίθετα, θα λειτουργούσε σαν έμπνευση και παρακίνηση για το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη να περάσει στην επίθεση. Η δύναμη υπήρχε. Αυτό που έλειπε ήταν μια ισχυρή Αριστερά με επαναστατική στρατηγική για να την αναδείξει και να την εκφράσει.