Για ν’ αγαπάς ένα τόπο, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να τον γνωρίζεις σε βάθος. Αλλιώς είσαι απλώς τουρίστας. Και για να γνωρίσεις έναν τόπο, πρέπει να τον περπατήσεις, να τον ζήσεις, να τον αφουγκραστείς, τον ίδιο και τους ανθρώπους του, σε χαμηλές, έως πολύ αργές ταχύτητες. Να τον διαβείς, ενίοτε να σταθείς, αλλά σίγουρα να τον ζήσεις.
Όταν δε, έχεις και την ικανότητα να τον αποτυπώσεις συμπυκνωμένα, δηλαδή αφαιρετικά -όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση κάνει ο Γιώργος Στ. Πατρουδάκης σε ψηφιακό «φωτογραφικό φιλμ»- τότε μπορείς να ελπίζεις ότι αυτές σου τις προσλαμβάνουσες θα καταφέρεις να τις μεταδώσεις και σε τρίτους, φιλοδοξώντας η αφηγηματική σου ικανότητα και επάρκεια να τους συγκινήσει ώστε να γνωρίσουν έναν κόσμο… απόκοσμο. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, την «Άγρια Δύση» της Κρήτης!
Μέσα από τις 98 φωτογραφίες του δημοσιογράφου-λαογράφου που παρουσιάζονται στην έκθεση, ο θεατής γειώνεται με τον συγκεκριμένο τόπο στα Ν.Δ. του νησιού και τους κτηνοτρόφους του που έχουν παραμείνει σ’ αυτόν και τον προστατεύουν. Όχι χωρίς απώλειες και φυσικά χωρίς δυσκολίες ή απειλές. Όπως διαβάζουμε στο κείμενο που συνοδεύει την έκθεση: «Οι Σφακιανές Μαδάρες είναι η τελευταία χρονοκάψουλα ανόθευτης Κρήτης, που επέδειξε απίστευτη ανθεκτικότητα για χιλιάδες χρόνια, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες καταρρέει και πλέον βρίσκεται στα πρόθυρα του αφανισμού».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δασόριο των Λευκών Ορέων, σε υψόμετρο 1.600 μ. Με ρίζες που θρέφονται από τον σκληρό ασβεστόλιθο, τα υπεραιωνόβια άγρια κυπαρίσσια της Αγκαθωπής, αποτελούν τους προαιώνιους φύλακες των Σφακιανών Μαδάρων και θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχουν κηρυχθεί «Μνημείο της Φύσης» και να προστατεύονται. Όλα αυτά τα χρόνια, οι ανθρώπινες δραστηριότητες σε αυτές, επηρεάστηκαν ελάχιστα από τα τεχνολογικά επιτεύγματα και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες έως τις μέρες μας. Στις φωτογραφίες παρουσιάζεται ο καθημερινός τρόπος ζωής και οι κτηνοτροφικές εργασίες που εκτελούνται από τους Μαδαρίτες, με επίκεντρο την παραγωγή του περίφημου «Τυριού της τρύπας» που παρασκευάζεται στους πανάρχαιους «κούμους» με τους πετρόκτιστους πάγκους, αποθηκεύεται στα «τυροκέλια» και ωριμάζει σε «ντάφκους» (σπηλαιοβάραθρα) με αιώνιο πάγο, που χρησιμοποιούνται ως καταψύκτες. Τα παλαιότερα χρόνια, όταν υπήρχε μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας, οι βοσκοί έλιωναν κομμάτια πάγου και πότιζαν τα ζώα.
Έως σήμερα* ο δρόμος από την Ανώπολη τελειώνει στον Μαύρο Χάρακα. Μουλάρια και γάιδαροι παραμένουν τα μόνα μεταφορικά μέσα σ’ αυτή την άγρια και αφιλόξενη γη. Τα τελευταία χρόνια οι βοσκοί χρησιμοποιούν φιάλες υγραερίου για να ζεσταίνουν το γάλα και να μαγειρεύουν, ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούσαν αναγκαστικά μόνο ξύλα. Η μόνη «τεχνολογική προσθήκη», είναι τα «ανταλλακτικά» που προσέφεραν τα κουφάρια δύο βελγικών Mirage ΙΙΙ που συνετρίβησαν στα Λευκά Όρη στις 6 Σεπτεμβρίου του 1973 στο πλαίσιο ΝΑΤΟϊκής άσκησης και τα συναντά κάποιος σε δεύτερη χρήση σε όλες σχεδόν τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις.
«Ορεινή Έρημος»
Οι φωτογραφίες αποκαλύπτουν ένα αλπικό και γι’ αυτό αφιλόξενο τόπο, που όμως έχει τόσα να δώσει σε όσους ζούνε σ’ αυτόν ή θέλουν να τον γνωρίσουν: Απόκοσμο τοπίο στο Σιδηροπορτί. Εντυπωσιακές δολίνες («κρατήρες») σε μαύρο ασβεστόλιθο στις δυτικές υπώρειες της Σβουριχτής. Χιονισμένες δολίνες στη βόρεια πλευρά των Αμμουτσερών. Δακτυλογλυφές στο περίχειλο των δολίνων που δημιουργούνται από τη διαβρωτική δράση του νερού. Όπως άλλωστε και οι δολίνες κι όχι από πτώση μετεωριτών! Πανοραμική εικόνα 360ο από την κορυφή Γρας ο Σωρός. Πανοραμική εικόνα από τα Γωνιάσματα. Τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος που αναμειγνύονται με αυτά της αναδυόμενης Σελήνης στην Αυγουστιάτικη Πανσέληνο, φωτογραφημένη από τις Πάχνες. Στιβαρό βουνόκεδρο στην καρδιά της Ορεινής Ερήμου.
Η Ορεινή Έρημος είναι ένα μεταβαλλόμενο τοπίο, αφού ο παγετός και η διάβρωση την μετασχηματίζουν ακατάπαυστα. Τους χειμερινούς μήνες η περιοχή είναι σχεδόν αδιάβατη, μιας και κρύβει πολλές θανατηφόρες παγίδες, όντας καλυμμένη από χιόνι. Κι ενώ το χιόνι αρχίζει να λιώνει στα τέλη της Άνοιξης, το νερό εξαφανίζεται πολύ σύντομα από την περιοχή. Ένα αόρατο δίκτυο από φρέατα και βάραθρα το οδηγεί βαθιά μέσα στη γη, αφήνοντας την άνυδρη.
Από την άλλη αναδεικνύονται νέοι πρωταγωνιστές: Η ανθισμένη Μαλοτήρα που βάφει το τοπίο χαλκοπράσινο. Το «Άγιο Δισκοπότηρο» των Μαδάρων, τα άνθη της ενδημικής Κληματσίδας, που διαλέγουν αποκλειστικά τους πιο κάθετους γκρεμούς για να σωθούν από τα κατσίκια. Η «Βασίλισσα» της χλωρίδας των υποαλπικών τόπων, η Παιώνια του Κλούσιου με τα μεγαλόπρεπα λουλούδια.
Για τον δημιουργό της έκθεσης, η απεικόνιση του τόπου του θα ήταν λειψή αν σε αυτή δεν υπήρχαν και οι άνθρωποι που δρουν εκεί. Γι’ αυτό και τους αναδεικνύει, αφού εκτός από την αποτύπωση των καταπληκτικών τοπίων, της πανίδας και της χλωρίδας -αν και λιγότερα αριθμητικά- τα πορτραίτα εκείνων που ανεβαίνουν χειμώνα-καλοκαίρι στα βουνά αυτά, πρωταγωνιστούν στον εκθεσιακό χώρο. Όχι ως ανώνυμες γραφικές φιγούρες και φολκλορικό ντεκόρ, αλλά με το ονοματεπώνυμό τους. Είτε κάνοντας αγροτικές δουλειές, είτε κοιτώντας μας.
Γι’ αυτό άλλωστε και τοποθέτησε το πορτραίτο του (μέντορα του στον πολιτισμό των βουνών), μακαριστού παπά-Γιώργη Χιωτάκη, μόνο του σε μια γωνία στην είσοδο της έκθεσης. Αφ’ ενός για να τιμήσει τον φίλο του, αφετέρου για να του δώσει τη δυνατότητα να κατοπτεύει έργα, επισκέπτες και δρώμενα, έως τις 15 Δεκεμβρίου που θα διαρκέσει η έκθεση στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» (παλιό «Πιλοποιείο Πουλόπουλου») του Δήμου Αθηναίων στο Θησείο.
Πάνος Κατσαχνιάς