Εργατικό κίνημα
Κ. Σημίτης: Ο «εκσυγχρονιστής» της φούσκας και των αντεργατικών επιθέσεων

Πρωτοσέλιδο της Εργατικής Αλληλεγγύης, 3 Ιούλη 1996

Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη πυροδότησε έναν καταιγισμό από δηλώσεις πολιτικών αρχηγών και σχολιαστών στα ΜΜΕ για τον «οραματιστή πολιτικό» που, όπως είπε ο Μητσοτάκης, «έθεσε με τόλμη στο επίκεντρο την μεγάλη προσπάθεια του εκσυγχρονισμού της χώρας, αφήνοντας την παρακαταθήκη του που διατρέχει και σήμερα, ως κοινή διεκδίκηση, τα ζητούμενα της πατρίδας». 

Ο Μητσοτάκης έχει κάθε λόγο να επικαλείται, αναζητώντας συμμαχίες μέσα στην κρίση του, αυτήν την «παρακαταθήκη του εκσυγχρονισμού»: στην πραγματικότητα ο Σημίτης ήταν αυτός που σηματοδότησε, σαν υπουργός και πρωθυπουργός, τη στροφή του ΠΑΣΟΚ στις συνταγές της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων και στις επιθέσεις στην εργατική τάξη.

Τα όρια της κοινοβουλευτική στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ για την «Αλλαγή» στις αρχές της δεκαετίας του 1980 φάνηκαν πολύ γρήγορα, καθώς άρχισε να προσαρμόζεται στις πιέσεις της νεοφιλελεύθερης επέλασης που αποκτούσε ορμή διεθνώς με επικεφαλής τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ. Ο Σημίτης ήταν αυτός, που σαν υπουργός Εθνικής Οικονομίας της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, ανέλαβε τον Οκτώβρη του 1985 να υλοποιήσει το «πρόγραμμα σταθεροποίησης», δηλαδή της σκληρής λιτότητας με μια μετωπική επίθεση στους μισθούς και περικοπή κοινωνικών δαπανών. 

Τις ίδιες επιθέσεις επιχείρησε να εφαρμόσει και σαν πρωθυπουργός  μια δεκαετία αργότερα, από το 1996 μέχρι το 2004, με αιχμή τις ιδιωτικοποιήσεις και το «ασφαλιστικό». Αυτή τη φορά με το επιχείρημα ότι η οικονομία πρέπει να προσαρμοστεί σε μία περίοδο παγκοσμιοποίησης με άνοιγμα στην αγορά και τον νεοφιλελευθερισμό, την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τον «εκσυγχρονισμό» της οικονομίας και του κράτους. «Εκσυγχρονισμός» που κουβαλούσε μαζί του όλη τη βρωμιά και τα σκάνδαλα της «ελεύθερης αγοράς», αλλά και τις πρώτες «φούσκες» στο χρηματιστήριο με καταστροφικά αποτελέσματα για χιλιάδες νοικοκυριά. 

Η διαδρομή που έφερε το ΠΑΣΟΚ στις μνημονιακές κυβερνήσεις αγκαλιά με τον Σαμαρά ξεκινάει από τότε. Σε αυτό το δεξιόστροφο φυτώριο των κυβερνήσεων του Σημίτη βλάστησαν οι Χρυσοχοΐδηδες, αλλά και ο Βενιζέλος, η Διαμαντοπούλου και οι κάθε λογής φλερτάροντες  με τη ΝΔ του Μητσοτάκη σήμερα.

Καμιά από αυτές τις επιθέσεις (και τις δεξιές στροφές) δεν πέρασε αμαχητί από το εργατικό κίνημα. Συνάντησαν κάθε φορά τη σκληρή αντίδραση των συνδικάτων και της εργατικής βάσης -και του ΠΑΣΟΚ. Το 1985 με τις μαζικές απεργίες ενάντια στο πρώτο πακέτο λιτότητας που οδήγησε και σε ρήγμα στο εσωτερικό του και στην αντικατάσταση του ίδιου του Σημίτη το 1987. Τις επόμενες δεκαετίες με τις μεγάλες απεργίες στα ναυπηγεία, τις τράπεζες, στην εκπαίδευση, στον ΟΤΕ και δεκάδες άλλους χώρους  –νικηφόρα στην περίπτωση του ασφαλιστικού το 2001, με το νομοσχέδιο του Γιαννίτση να καταλήγει στα σκουπίδια.  

Η στάση της κυβέρνησης Σημίτη στο ζήτημα του πολέμου στο Ιράκ, στέλνοντας φρεγάτες στον Περσικό Κόλπο και στηρίζοντας την αμερικάνικη ιμπεριαλιστική επέμβαση, επιδείνωσε τη θέση της. Οι τεράστιες αντιπολεμικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων και οι κινητοποιήσεις στη διάρκεια της συνόδου της ΕΕ στη Θεσσαλονίκη το 2003, έστειλαν το μήνυμα στο Σημίτη ότι δεν πρόκειται να τον αφήσουν να προχωρήσει σε νέα «εκσυγχρονιστικά» μέτρα και να στείλει στρατό στο Ιράκ στο πλευρό του Μπους. 

Γι’ αυτό, δυο είναι οι εμπειρίες που χρειάζεται να κρατήσουμε από την «παρακαταθήκη» του Σημίτη: το πόσο δεξιά οδηγεί ο δρόμος της διαχείρισης και της προσαρμογής στις απαιτήσεις του συστήματος, αλλά και ότι το εργατικό κίνημα έχει τη δύναμη να αντιστέκεται και να διεκδικεί μέσα στους αγώνες του τη δική του εναλλακτική. Για να δυναμώσουμε την Αριστερά που έχει στη σημαία της την ανατροπή του καπιταλισμού μέσα από την επαναστατική δράση της εργατικής τάξης και όχι μέσα από υποσχέσεις του κοινοβουλευτικού δρόμου.