Άννα Καρακατσούλη
Η άνοδος της άκρας δεξιάς είναι πλέον ένα γενικευμένο φαινόμενο που εκτείνεται από τις ΗΠΑ στην Ινδία και καλύπτει ολόκληρη την Ευρώπη. Ακροδεξιά κόμματα εκπροσωπούνται δυναμικά στα κοινοβούλια, συμμετέχουν στις κυβερνήσεις ή ασκούν τα ίδια την εξουσία. Η περίπτωση της Georgia Meloni στην Ιταλία είναι πολύ γνωστή, όπως και οι επανειλημμένες προσπάθειες, με αυξανόμενα ποσοστά επιτυχίας, της Marine Le Pen να κατακτήσει την γαλλική Προεδρία. Υπάρχουν ακόμη όμως το Afd στην Γερμανία – δεύτερο κόμμα, και πρώτο στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας –, οι Σουηδοί Δημοκράτες που αναδείχθηκαν δεύτερο σε δύναμη κόμμα σε μια χώρα με τεράστια σοσιαλδημοκρατική παράδοση, οι επεισοδιακές προεδρικές εκλογές στην Ρουμανία, ο ρυθμιστικός ρόλος της ακροδεξιάς στις προεδρικές εκλογές της Πολωνίας. Και δεν θίγουμε καν όσα πρωτόγνωρα συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού από τη διοίκηση Trump…
Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις το δημοκρατικό σύστημα προσπάθησε και προσπαθεί να αμυνθεί με νομικές αποφάσεις. Το έπραξαν η αμερικανική Δικαιοσύνη στην πρώτη θητεία Trump, η ρουμανική όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα την καθολική ακύρωση του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών της 24ης Νοεμβρίου 2024 που είχε αναδείξει στην πρώτη θέση τον ακροδεξιό Calin Georgescu. Στην ίδια γραμμή, οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί καταδίκασαν την Le Pen για κατάχρηση κονδυλίων και της επέβαλαν στέρηση του δικαιώματος να κατεβεί σε εκλογές για πέντε χρόνια, άρα χάνει τις προσεχείς προεδρικές στην Γαλλία. Μπορούν να συγκρατήσουν τέτοιοι τακτικισμοί, παλινωδίες και εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης τη μεταστροφή των πολιτών σε ακραίες θέσεις; Πολύ αμφιβάλλουμε…
Κατά τη γνώμη μας διανύουμε μία «πολυκρίση». Ο όρος περιγράφει μια συνθήκη στην οποία πολλές και διαφορετικές κρίσεις συνυπάρχουν ταυτόχρονα: κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς, κρίση αντιπροσώπευσης, με την απόρριψη και των δυο ιδεολογικών ρευμάτων και παρατάξεων (κεντροδεξιά και κεντροαριστερά), και κρίση των ιδεολογιών, όπου ψηφοφόροι που ταυτίζονται με ιδεολογικούς προσδιορισμούς της (κεντρο)αριστεράς εμφανίζονται ως δυνητικοί ψηφοφόροι κομμάτων της κεντροδεξιάς ή ακόμα και της ακροδεξιάς.
Αξιοπιστία
Δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι βρισκόμαστε ενώπιον της διάψευσης του νεωτερικού ορθολογικού μοντέλου που στηρίχθηκε στις διακηρύξεις του Διαφωτισμού για φυσικά και απαράγραπτα δικαιώματα όλων των ανθρώπων ανεξαιρέτως, ανεξάντλητη πρόοδο και την υπόσχεση της γενικής ευτυχίας. Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα απορρίπτεται ως αποτυχημένο. Κι ένα φοβικό, ατομικιστικό και μισαλλόδοξο πρόταγμα αντικαθιστά την προάσπιση της διεθνικής αλληλεγγύης και τους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ (επειδή;) οι διεθνείς θεσμοί και η κοινοβουλευτική δημοκρατία χάνουν την αξιοπιστία τους και εμφανίζονται αναποτελεσματικοί και απρόθυμοι στην υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Αυτό που θεωρούμε πολύ επικίνδυνο είναι η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου και η υιοθέτηση ακροδεξιών απόψεων από κυβερνήσεις και κόμματα που θέλουν να εμφανίζονται ως «κεντροδεξιά». Το έχουμε δει να εφαρμόζεται με διακρίσεις στο εσωτερικό της κοινωνίας (του τύπου «τα Δυτικά προάστια βγάζουν ψυκτικούς» ή τον διαχωρισμό των σχολείων και των μαθητών σε πρότυπα, Ωνάσεια και του σωρού) αλλά και στη διεθνή πολιτική («οι Τούτσι είναι κατσαρίδες», «οι Παλαιστίνιοι είναι ανθρώπινα κτήνη/human animals»).
Θα θέλαμε εδώ σήμερα να επισημάνουμε μια ακόμα έκφανση αυτής της μεταστροφής που ίσως περνά απαρατήρητη. Αφορά την καθιέρωση μιας «ακροδεξιάς θεματικής» από τη λογοτεχνία και δηλώνει την αναγνώριση της εδραίωσης της άκρας δεξιάς στην καθημερινότητά μας ως ένα «φυσικό» φαινόμενο. Εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τρία μυθιστορήματα με παρόμοια θεματολογία, τα δύο ιταλικά και ένα ελληνικό. Αναφέρομαι στον Νόμο του μίσους του Alberto Garlini από τις Εκδόσεις Πόλις (2022), την Τριλογία του φασισμού του Carlo Lucarelli από τη Διόπτρα (2012), και το Deepfake του Μάκη Μαλαφέκα από τους Αντίποδες (2024).
Όπως πολύ σωστά έγραψε ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος, η Δεξιά κερδίζει προγραμματικά γιατί έχει ξεκάθαρη ατζέντα, και μάλιστα επιθετική, που στοχεύει να αλλάξει την κοινωνία, να εξαλείψει ό,τι αυτή ονομάζει –και μάχεται να πείσει ότι είναι– «εμπόδιο». Η πολιτισμική ηγεμονία της μπορεί να είναι πιο κοντά από ό,τι νομίζουμε. Η Αριστερά, από την άλλη, χάνει προγραμματικά γιατί δεν έχει ξεκάθαρη ατζέντα, συνεχώς αμύνεται προκειμένου να συντηρήσει ό,τι απέμεινε από το σοσιαλδημοκρατικό κεκτημένο και, επομένως, δεν προτάσσει αλλαγές και καινοτομίες, χάνοντας τη μάχη για τη διαμόρφωση του «μέλλοντος». Μοιάζει ανήμπορη και φοβισμένη μπροστά στη γεμάτη αυτοπεποίθηση Δεξιά που ξέρει τι θέλει και δεν φοβάται να το πει. Για την αντιστροφή αυτής της τάσης θα απαιτούνταν η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών και η θεσμική εγρήγορση σε δημοκρατική κατεύθυνση, στοιχεία που δεν συντρέχουν στην ελληνική περίπτωση στην παρούσα συγκυρία. Η σύγχυση των πολιτικών ορίων θολώνει τις διαφορές και ενισχύει την άκρα δεξιά ενώ η παγκοσμιότητα του φαινομένου δεν μπορεί παρά να επιτείνει την ανησυχία.
Άννα Καρακατσούλη,
«Μαρξισμός 2025», 25.5.2025
Ντενί Γκοντάρ
Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει η λέξη φασίστας για να δούμε πώς απαντάμε, όχι ακαδημαϊκά, αλλά ποια είναι η δράση μας.
Στη Γαλλία έχουμε μια κυβέρνηση με ακροδεξιές πολιτικές και ένα φασιστικό κόμμα το οποίο δεν είναι στην κυβέρνηση αλλά είναι πρώτο στο κοινοβούλιο. Έχουμε έναν υπουργό Εσωτερικών, τον βασικό υπουργό της κυβέρνησης, για τον οποίο οι βουλευτές της Εθνικής Συσπείρωσης έχουν δηλώσει πως όταν τον ακούν να μιλά νομίζουν ότι είναι δικός τους. Η πολιτική που έχει η κυβέρνηση απέναντι στους μετανάστες, τους πρόσφυγες και το δικαίωμα στη διαδήλωση με απαγόρευση οργάνωσης κινητοποιήσεων υπεράσπισης της Παλαιστίνης, είναι ακόμα πιο δεξιά και από τη Μελόνι στην Ιταλία. Η κυβέρνηση της άκρας δεξιάς στηρίζεται στους θεσμούς του κράτους, την αστυνομία, τον στρατό.
Από την άλλη η πολιτική του φασισμού στηρίζεται κατά ένα μέρος στο να κινητοποιήσουν ένα κομμάτι του πληθυσμού. Υπάρχει απόσταση μέχρι να φτάσει ο φασίστας που είναι στην κυβέρνηση να κάνει πράξη τη φασιστική του ιδεολογία. Αυτή η ιδιαιτερότητα του φασισμού, ότι δηλαδή χρειάζεται ένα κομμάτι του πληθυσμού να το κινητοποιήσει στο δρόμο, δημιουργεί και για μας την ιδιαιτερότητα το πώς παλεύουμε αυτή την κίνηση.
Ποντίκια
Υπάρχει μια έκφραση στα γαλλικά, όπως και στην Αγγλία, ότι για να παλέψεις ενάντια στο φασισμό πρέπει να καθαρίσεις τα ποντίκια αλλά και τους υπονόμους στους οποίους βρίσκονται. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσεις να δημιουργηθεί ένα φασιστικό κόμμα, δηλαδή τη δυνατότητα να ενεργούν και να επηρεάζουν ένα κομμάτι του πληθυσμού. Και ταυτόχρονα να παλεύεις ενάντια στις συνθήκες που δημιουργούν την άνοδό τους, όπως οι ανισότητες, η οικονομική κρίση, όλα τα προβλήματα των ανθρώπων μέσα στην κρίση.
Αυτό για μας σημαίνει να οργανωθούμε και να παλεύουμε για να σταματήσουμε κάθε εκδήλωση και κάθε συγκέντρωση που μπορεί να κάνει η Εθνική Συσπείρωση στην προσπάθειά της να επηρεάσει και ταυτόχρονα να παλεύουμε ενάντια σε όλα τα μέτρα της κυβέρνησης. Υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο μαχών και είναι το θέμα της τάξης μας και της ενότητάς της.
Υπάρχουν δύο παραδείγματα στη Γαλλία που αυτό δούλεψε και με τις δύο έννοιες: δηλαδή από την αντιφασιστική δράση να πάει στην πάλη ενάντια στο σύστημα και ανάποδα, από τις γενικές απεργίες και την πάλη ενάντια στο σύστημα να πάει στην αντιφασιστική δράση.
Το 1934 υπήρχε οργανωμένη αντίδραση από τα κόμματα και τα συνδικάτα ενάντια στο φασισμό με γενική απεργία. Κι αυτό δημιούργησε 3.000 κολλεκτίβες σε πόλεις και χωριά σε όλη τη Γαλλία. Και έδωσε την αυτοπεποίθηση στην τάξη να προχωρήσει και να οργανώσει τις πιο μεγάλες απεργίες, έφερε άνοδο της Αριστεράς, το ενιαίο μέτωπο απλώθηκε σε όλα τα εργοστάσια. Και η άλλη περίπτωση, το 1998, όταν στη Γαλλία παραλίγο να εξαφανιστεί το Εθνικό Μέτωπο. Ξεκίνησε από ένα τεράστιο κίνημα απεργιών για τις συντάξεις και οδήγησε σε ένα μεγάλο αντιρατσιστικό - αντιφασιστικό κίνημα που σχεδόν εξαφάνισε το Εθνικό Μέτωπο εκείνη την εποχή.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ξανά οι συνθήκες για να ανακοπεί η άνοδός τους. Ακόμα κι αν έχω διαφωνίες με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, αυτό που έγινε το περσινό καλοκαίρι μάς δείχνει τη δυναμική. Γιατί όταν κάλεσαν για διαδηλώσεις συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους που ήθελαν να παλέψουν ενάντια στον φασισμό. Υπάρχουν οι δυνατότητες και η δυναμική μέσα στην τάξη. Το δείχνει η μεγάλη επιτυχία των διαδηλώσεων στις 22 Μάρτη ενάντια στον ρατσισμό. Το θέμα είναι αν θα υπάρχουν αρκετές δυνάμεις με ξεκάθαρες ιδέες για να μπορέσουν να προχωρήσουν το κίνημα για να νικήσει.
Ντενί Γκοντάρ,
Α2C, Γαλλία
Πέτρος Κωνσταντίνου
Η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει την πρόκληση της ανόδου της άκρας δεξιάς και των φασιστών, με κριτήριο ούτε πανικός ούτε εφησυχασμός. Χρειάζεται να δούμε το φόντο μέσα στο οποίο ανεβαίνουν και αυτό είναι η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, η πολιτική κρίση μέσα από την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων διαχείρισης, η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με αποτέλεσμα πολέμους όπως στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη.
Μέσα σε αυτό το φόντο, η άκρα δεξιά πήρε προβάδισμα και κανονικοποίησε την παρουσία της μέσα από το ότι τα νεοφιλελεύθερα κόμματα αρχίζουν να χρησιμοποιούν τη ρητορική της και τον ρατσισμό. Η ισλαμοφοβία είναι το κλειδί για να το αντιληφθούμε, είναι το πιο αιχμηρό τους εργαλείο από την εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» όπως τον ονόμασαν με τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και αργότερα στο Ιράκ για να φτάσουμε σήμερα στην Παλαιστίνη βαφτίζοντας τους Παλαιστίνιους ως ανθρώπινα κτήνη, τζιχαντιστές κλπ.
Όμως δεν έχουν περάσει ούτε μερικοί μήνες από την άνοδο του Τραμπ και απέναντί του εισπράτει ένα φοβερό κίνημα και των εργατών -η Πρωτομαγιά στο Σικάγο ήταν ιστορική με εκατομμύρια να κινητοποιούνται- και αντιρατσιστικών κινητοποιήσεων. Είμαστε σε μια περίοδο που όχι μόνο ο καπιταλισμός είναι καταστροφικός, αλλά υπάρχει η δύναμη της εργατικής τάξης και των εξεγέρσεων από τα κάτω κι αυτό χρειάζεται να το έχουμε στο μυαλό μας.
Η πάλη ενάντια στον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία είναι κεντρικό εργαλείο για να διαλύσεις την άκρα δεξιά. Και αυτό σημαίνει μάχες της εργατικής τάξης για το πώς ενώνονται οι μετανάστες με τους ντόπιους εργάτες, για το πώς τα σύνορα είναι ανοιχτά, για το πώς οι δολοφόνοι της Πύλου πάνε φυλακή, για το πώς τα προσφυγόπουλα πάνε στα σχολεία, για το πώς τα νοσοκομεία είναι ανοιχτά κλπ.
Ρεύμα
Πώς το κάνουμε; Αυτή τη στιγμή η Αριστερά περνάει κρίση. Η δικιά μας αντιμετώπιση απέναντι σε αυτή την εικόνα είναι να στηριχτούμε στο πλατύ ρεύμα που υπάρχει μέσα στην κοινωνία, το ρεύμα της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και την Παλαιστίνη, το ρεύμα του κόσμου που ξεσηκώνεται για τα εγκλήματα και τις καταστροφές τους από τα Τέμπη μέχρι Πύλο. Αυτή η δύναμη ενωμένη μπορεί να τσακίσει τους φασίστες. Η παράδοση και η εμπειρία που έχουμε είναι ότι τους φασίστες τους αντιμετωπίζεις στο δρόμο, με αντισυγκεντρώσεις, τους πετάς έξω από τα συνδικάτα.
Ταυτόχρονα όμως έχουμε και την εμπειρία ότι πήγαμε τη Χρυσή Αυγή σε δίκη, ότι βάλαμε το ζήτημα να πάνε φυλακή οι δολοφόνοι και αυτό σήμαινε μια πρωτοφανή καμπάνια κινητοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων με τις πανεργατικές απεργίες, με τα συνδικάτα μπροστά, με όλη την Αριστερά έξω από το Εφετείο. Με αυτό τον τρόπο θα συνεχίσουμε να οργανώνουμε τις μάχες ενάντια στην κυβέρνηση, να τις συνδέουμε με τη μάχη ενάντια στον ρατσισμό και γι’ αυτό η Πύλος είναι η πιο κεντρική μας αιχμή. Θα συνεχίσουμε τη μάχη ενάντια στους φασίστες και η δίκη της ΧΑ και η οριστική της καταδίκη δεν είναι δευτερεύον μέτωπο. Είναι ανοιχτό, όπως και οι μάχες ενάντια στις προσπάθειες που κάνουν οι φασίστες για να ξαναμπούν από τα ΕΠΑΛ μέχρι τις γειτονιές ενάντια στα προσφυγόπουλα.
Χρειάζεται ταυτόχρονα να χτίσουμε την ελπίδα, μια αριστερά επαναστατική, που λέει ότι το σύστημά τους είναι δολοφονικό, ότι στην πολιτική κρίση η διέξοδος δεν είναι η αναβάθμιση του κοινοβούλιου και η αποκατάσταση του κύρους του νεοφιλελευθερισμού. Δεν υπάρχει δυνατότητα λύσης και αντιμετώπισης των φασιστών με συνεργασίες με αυτά τα κομμάτια, είναι τα κομμάτια που με την πολιτική τους έχουν τροφοδοτήσει τους φασίστες. Χτίζουμε την αριστερά της ελπίδας, ένα διεθνές αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα που μπορεί να είναι η ασπίδα για κάθε μετανάστη και κατατρεγμένο, αλλά και η δύναμη που θα τσακίσει ξανά τους φασίστες.
Πέτρος Κωνσταντίνου,
συντονιστής ΚΕΕΡΦΑ

Θα επικεντρωθώ σε τρία σημεία για την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Γερμανία. Εξαιτίας των καταστροφικών αποτελεσμάτων του εθνικοσοσιαλισμού, οι ναζί είχαν πρόβλημα να χτίσουν ένα ανοιχτά μαζικό φασιστικό κόμμα. Αυτό άρχιζε να αλλάζει με την αρχή της οικονομικής κρίσης το 2008.
Ο Μπερντ Λούκε, ένας συντηρητικός οικονομολόγος ίδρυσε την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), ένα ευρωσκεπτιστικό κόμμα, το 2013. Αλλά φασιστικά στελέχη του, που ενισχύθηκαν από το αντισλαμιστικό και αντιπροσφυγικό ρεύμα, το Pegida, δούλεψαν για να πάρουν τον έλεγχο του κόμματος. Και μετά από τρεις αλλαγές στην ηγεσία του, άρχισε να στρέφεται όλο και πιο δεξιά κι αυτό με τη σειρά του έσπρωξε τη συζήτηση στην γερμανική κοινωνία όλο και πιο δεξιά.
Για παράδειγμα μιλούσαν στη βάση τους για τα εκλογικά ποσοστά που προσδοκούσαν με ναζιστικά συνθηματικά. Έλεγαν θέλουμε το 33+, εννοώντας το 1933 όταν ο Χίτλερ πήρε την εξουσία. Στην τελευταία εθνική συνδιάσκεψή τους, οι αντιπρόσωποι φώναζαν «Άλις για την Γερμανία», από την Άλις Βάιντελ την πρόεδρο του κόμματος, αλλά εννοούσαν το ναζιστικό σύνθημα «Όλα για την Γερμανία» των παραστρατιωτικών οργανώσεων της ναζιστικής Γερμανίας. Και στα λόγια και στην πράξη, ο φασιστικός πυρήνας του AfD κράτησε πάντα στενούς δεσμούς με το ναζιστικό κίνημα στους δρόμους.
Αντιφάσεις
Το δεύτερο σημείο είναι ότι η αστική μάσκα του κόμματος και η ανάγκη του ταυτόχρονα για στρατιωτικές οργανώσεις στο δρόμο, δημιουργούν αντιφάσεις που τα μαζικά κινήματα μπορούν να αξιοποιήσουν εναντίον του.
Το AfD παρουσιάζει τον ευατό του σαν ένα αντικαθεστωτικό κόμμα αλλά και σαν ένα αξιοσέβαστο κόμμα σαν όλα τα άλλα. Όταν βάδισε πλάι πλάι με ανοιχτούς νεοναζί στο Κέμνιτς το 2018 ένα μεγάλο κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας σοκαρίστηκε καθώς έπεσε η μάσκα του και οι μαζικές διαδηλώσεις εναντίον του το έριξαν στις δημοσκοπήσεις.
Το ίδιο έγινε μετά το σκάνδαλο του 2024, όταν έγινε γνωστό ότι το AfD συναντιόνταν κρυφά με ναζί σχεδιάζοντας να απελάσουν χιλιάδες ανθρώπους είτε έχουν γερμανική ιθαγένεια είτε όχι. Μετά από εκείνες τις μαζικές διαδηλώσεις έπεσαν κατά ένα τρίτο στις δημοσκοπήσεις και σε μέλη διαχωρίζοντας τον πιο χαλαρό από τον πιο σκληρό πυρήνα τους. Αυτό έδειξε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν μετωπικές αλλά και αποφασιστικές μαζικές μαχητικές κινητοποιήσεις για να τους εμποδίσουμε να χτίσουν στρατιωτικές οργανώσεις στο δρόμο.
Αλλά οι τελευταίες εκλογές έδειξαν ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Τρίτο και τελευταίο σημείο, οι κυβερνητικές πολιτικές και ο ρατσισμός βοηθούν τους φασίστες και γι' αυτό χρειάζεται να είμαστε αντικαπιταλιστές. Το AfD κατάφερε να επανέλθει και να γίνει δεύτερο κόμμα στις εκλογές γιατί τα ΜΜΕ και τα άλλα κόμματα υιοθέτησαν βαθιά ρατσιστικό λόγο ενάντια στους πρόσφυγες. Και πριν από αυτό, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των σοσιαλδημοκρατών, όπως και των συντηρητικών, δημιούργησαν μεγαλύτερη φτώχεια όπως τώρα οι εξοπλισμοί οδηγούν σε μεγαλύτερες κοινωνικές περικοπές.
Στη Γερμανία μια ορατή και πιστευτή εναλλακτική από τα Αριστερά λείπει αυτή τη στιγμή, όχι απλά ενάντια στους ναζί αλλά και ενάντια στο σύστημα που τους γεννά. Παρόλο που η Die Linke, το αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα, είχε κάποια επιτυχία στις εκλογές, δεν έχει ξεκάθαρο λόγο ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στοχεύει σε κυβερνητική συνεργασία.
Σαν επαναστάτες σοσιαλιστές χρειάζεται να είμαστε ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον ρατσισμό, να προστατεύουμε το δικαίωμα όλων να είναι κομμάτι στο ενωμένο αντιφασιστικό μέτωπο. Συμπερασματικά, καθήκον μας είναι να οργανώνουμε μαζικά μετωπικά ενάντια στους ναζί και να χτίζουμε επαναστατικό κόμμα σαν πόλο ελπίδας για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας ενάντια στον φασιστικό πόλο της απελπισίας.