100 χρόνια από την απεργία που απαιτούσε Ψωμί και Τριαντάφυλλα

Οι εργάτριες πάλευαν ενάντια στη μείωση μισθών που είχε επιβάλει η εργοδοσία της American Woolen Company, όμως, πάλευαν επίσης και για την αξιοπρέπεια.

Οι εργάτριες στο Λόρενς της Μασσαχουσέτης τα κέρδισαν και τα δυο, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες. Η νίκη τους έγινε κομμάτι της ιστορίας και έδωσε έμπνευση στους εργάτες στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο.

Το 1912 στα κλωστήρια της American Wool Company στο Λόρενς της Μασσσαχουσέτης δούλευαν εργάτες από 28 διαφορετικές εθνικότητες. Μιλούσαν σχεδόν 45 διαφορετικές γλώσσες. Το μισό εργατικό δυναμικό το αποτελούσαν κορίτσια και νέες γυναίκες ανάμεσα στα 14 και τα 18. Ηταν ασυνδικάλιστες και χαμηλά αμειβόμενες.

Οι συνθήκες εργασίας ήταν θανατηφόρες. Η Ελίζαμπεθ Σάπλιχ, μια γιατρός της περιοχής, έγραψε: “Ενα σημαντικό ποσοστό αγοριών και κοριτσιών πεθαίνουν δυο-τρία χρόνια αφού πιάσουν δουλειά. Το 36% όλων των ανδρών και των γυναικών πεθαίνουν πριν ή μόλις κλείσουν τα 25 τους χρόνια”. Το μέσο βδομαδιάτικο ήταν 9 δολάρια. Ζούσαν στοιβαγμένοι σε σπίτια της εταιρείας ή σε ξύλινα παραπήγματα για τα οποία πλήρωναν νοίκι 6 δολάρια τη βδομάδα. Η εργασία τους τροφοδότησε τη γιγάντια εκβιομηχάνιση και την επέκταση του καπιταλισμού των ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα.

Η κύρια εργατική οργάνωση στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή ήταν η Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας (AFL). Οργάνωνε ειδικευμένους εργάτες που στην πλειοψηφία τους ήταν λευκοί άνδρες. Θεωρούσε ότι οι εργάτες και οι εργάτριες στη κλωστοϋφαντουργία ήταν αδύνατον να οργανωθούν. Ομως, στη δεκαετία πριν απο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ξέσπασαν μεγάλες απεργίες μεταναστών και γυναικών.

Η μάχη στο Λόρενς ξεκίνησε όταν η American Wool Company έκανε περικοπές στο μεροκάματο των εργατριών. Αυτή η απόφαση ήρθε μετά την εφαρμογή ενός Πολιτειακού νόμου που έθετε όριο στις ώρες εργασίας ανά βδομάδα των εργατριών.

Οι πρώτες εργάτριες που πήραν τα κομμένα βδομαδιάτικα ήταν μια ομάδα Πολωνίδων υφαντριών. Αγανακτισμένες σταμάτησαν τους αργαλειούς και βγήκαν έξω φωνάζοντας: “Κομμένοι μισθοί! Κομμένοι μισθοί!”. Την επόμενη μέρα τις ακολούθησαν οι εργάτες ενός άλλου εργοστασίου. Διαδήλωσαν από εργοστάσιο σε εργοστάσιο. Σε ένα από αυτά έσπασαν την πύλη και έκοψαν το ρεύμα στους αργαλειούς. Χιλιάδες κατέβηκαν μαζί τους στην απεργία. Την πρώτη μέρα οι απεργοί ήταν 10.000. Την επόμενη έφθασαν τις 25.000.

Οι απεργοί έκαναν συγκέντρωση και αποφάσισαν ότι χρειάζονταν βοήθεια. Το συνδικάτο στο οποίο στράφηκαν ήταν οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW), οι “Γουόμπλις” όπως ήταν γνωστοί.

Μέγιστη ενότητα

Το 1905, σοσιαλιστές, αναρχικοί και ριζοσπάστες συνδικαλιστές είχαν ιδρύσει τους IWW. Το συνδικάτο καλωσόριζε στις γραμμές του όλους τους εργάτες, μετανάστες, ανειδίκευτους κι ειδικευμένους, άνδρες και γυναίκες, με στόχο να χτίσει τη μέγιστη δυνατή ενότητα της εργατικής τάξης. Οι IWW έστειλαν έναν από τους βετεράνους οργανωτές τους στο Λόρενς. Είχε ηγηθεί σε απεργίες και είχε οργανώσει στο συνδικάτο τα ναυπηγεία του Σαν Φρανσίσκο καθώς και τους οικισμούς των ανθρακωρύχων και των ξυλοκόπων της Δυτικής Ακτής. Το όνομά του ήταν Τζόζεφ Έτορ και ήταν 27 χρονών. Ηταν Ιταλός και μιλούσε με ευχέρεια πολλές από τις γλώσσες των εργατριών στο Λόρενς.

Μέσα σε 48 ώρες οργάνωσε μια απεργιακή επιτροπή με πενήντα μέλη στην οποία εκπροσωπούνταν όλες οι εθνικότητες. Ο Έτορ συνελήφθη. Τότε οι IWW έστειλαν στη θέση του άλλους γνωστούς οργανωτές τους, ανάμεσά τους τον “Μπιγκ” Μπίλ Χέιγουντ και την Ελίζαμπεθ Γκέρλι Φλιν, για να βοηθήσουν τον αγώνα.

Η οργάνωση των απεργών ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Μια από τις καινοτομίες τους ήταν μια διαρκώς κινούμενη απεργιακή φρουρά, με τους απεργούς να φοράνε λευκά περιβραχιόνια με τη φράση “Μη γίνεσαι απεργοσπάστης”. Περισσότεροι από 6.000 διαδήλωναν στο Λόρενς σχηματίζοντας μια ανθρώπινη αλυσίδα, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας καθόλη τη διάρκεια των δέκα βδομάδων απεργίας. Τη νύχτα έκαναν “καντάδες” έξω από τα σπίτια απεργοσπαστών, ώστε να μην μπορούν να κοιμηθούν. Οργάνωσαν τον εφοδιασμό με τρόφιμα και την οικονομική ενίσχυση για 50.000 ανθρώπους, σχεδόν για όλη τη πόλη, που ο πληθυσμός της ανερχόταν στις 86.000.

Διαφορετικές εθνικές ομάδες οργάνωναν κουζίνες και συσσίτια, τη διανομή τροφίμων και υγειονομική περίθαλψη. Χρήματα έφταναν από εργάτες από κάθε γωνιά των ΗΠΑ, μετά την έκκληση των εργατών για συμπαράσταση, ποσά που έφταναν κατά μέσο όρο τα 1.000 δολάρια τη μέρα. Ο Σάμιουελ Γιέλιν, ιστορικός του εργατικού κινήματος, έγραψε: “Το πρόβλημα της υποστήριξης των απεργών λύθηκε με τόσο αποτελεσματικό τρόπο, ώστε στις δέκα βδομάδες της απεργίας δεν σημειώθηκε ο παραμικρός δισταγμός στις γραμμές τους”.

Την τέταρτη βδομάδα της απεργίας, σοσιαλιστές και συνδικαλιστές της Νέας Υόρκης και άλλων πόλεων προσφέρθηκαν, σε ένδειξη αλληλεγγύης, να πάρουν στα σπίτια τους παιδιά απεργών. Στις 10 Φλεβάρη 120 παιδιά επιβιβάστηκαν στο τρένο για τη Νέα Υόρκη. Εκεί, τα περίμεναν περίπου 5.000 μέλη της Ιταλικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος τραγουδώντας την Διεθνή και την Μασσαλιώτιδα.

Μια από τις γυναίκες που βοήθησε στην οργάνωση της διαμονής των παιδιών ήταν η Μάργκαρετ Σάνγκερ, που αργότερα έγινε γνωστή για τους αγώνες της για τον έλεγχο των γεννήσεων. Κατέθεσε σε μια Επιτροπή του Κονγκρέσσου για τις συνθήκες διαβίωσης στο Λόρενς: “Από τα 119 παιδιά μόνο 4 φορούσαν εσώρουχα. Τα ρούχα τους ήταν κουρέλια. Τα παλτά τους ήταν κομμένα κομμάτια”. Μια ομάδα παιδιών διαδήλωσε με τα πανό της στην 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Ομως, για τις αρχές αυτή η αλληλεγύη ήταν πρόκληση και σύντομα πήραν την εκδίκησή τους.

Στις 24 Φλεβάρη μια ακόμα ομάδα παιδιών ήταν έτοιμη να πάρει το τρένο απ' τό Λόρενς για τη Φιλαδέλφεια. Το μέρος ήταν γεμάτο μπάτσους που όρμηξαν να πάρουν τα παιδιά από τις οικογένειές τους. Ενας αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε πως οι μπάτσοι “ήρθαν καταπάνω μας με τα γκλομπ τους, χτυπώντας δεξιά κι αριστερά χωρίς να δίνουν καμιά σημασία στα παιδιά που κινδύνευαν να ποδοπατηθούν μέχρι θανάτου. Είναι δύσκολο να βρούμε λέξεις για να περιγράψουμε αυτή τη βαρβαρότητα”.

Οι γυναίκες που συνελήφθησαν αρνούνταν να πληρώσουν πρόστιμο και επέμεναν να πάνε στη φυλακή, συχνά με τα μωρά στην αγκαλιά τους. Δεν θα λύγιζαν. Οπως είπε ο περιφερειακός εισαγγελέας του Λόρενς: “Ενας αστυνομικός μπορεί να τα βγάλει πέρα με δέκα άνδρες, όμως χρειάζονται δέκα αστυνομικοί για να τα βγάλουν πέρα με μια γυναίκα”.

Σκευωρία

Στις 29 Γενάρη η απεργός Αννα ΛοΠίζο σκοτώθηκε όταν η αστυνομία έσπασε μια απεργιακή φρουρά. Ο Τζόζεφ Έτορ και ο Αρτούρο Τζιοβανίτι συνελήθησαν ως συμμέτοχοι στο φόνο. Την ώρα του θανάτου της ΛοΠίζο βρίσκονταν σε μια συγκέντρωση πέντε χιλιόμετρα μακριά. Πέρασαν οχτώ μήνες στη φυλακή χωρίς δίκη. Χρειάστηκε μια μεγάλη καμπάνια και μια 24ωρη απεργία διαμαρτυρίας 15.000 εργατριών στο Λορενς για να αθωωθούν.

Ομως, η βία ενάντια στις γυναίκες και τα παιδιά το μόνο κατάφερε ήταν να δυναμώσει την συμπαράσταση στους απεργούς. Στις 12 Μάρτη η American Wool Company υποχώρησε. Οι εργάτες κέρδισαν αυξήσεις στους μισθούς ανάμεσα στο 5% και το 11%. Επέμειναν ότι οι πιο χαμηλόμισθοι θα έπαιρναν τις μεγαλύτερες αυξήσεις.

Η νίκη των εργατών στο Λόρενς δεν αφορούσε μόνο τους ίδιους. Τους επόμενους μήνες, προσπαθώντας να αποφύγουν απεργίες και καμπάνιες για ίδρυση σωματείων, και άλλες κλωστοϋφαντουργίες έδωσαν αυξήσεις στους μισθούς. Η εφημερίδα Detroit News υπολόγισε ότι ως έμμεση συνέπεια της απεργίας στο Λόρενς, 438.000 κλωστοϋφαντουργοί πήραν αυξήσεις ύψους σχεδόν 15 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η απεργία στο Λόρενς έσπασε το “καλούπι”. Εδειξε ότι οι ανειδίκευτοι, ανοργάνωτοι εργάτες -όπως οι μετανάστες κι οι γυναίκες- μπορούν να ενωθούν και να παλέψουν σαν τάξη. Ομως έδειξε και κάτι άλλο. Οι άνθρωποι άλλαζαν με την εμπειρία της απεργίας και της αντιπαράθεσης με τα πιο σκληρά αφεντικά. Εργάτες που το μόνο που είχαν βιώσει ήταν μια ζωή καταθλιπτικής αγγαρείας, άνθισαν στον αγώνα.

Η Μαίρη Χίτον Βορς, δημοσιογράφος και ακτιβίστρια, έχει περιγράψει τη μεταμόρφωση. “Αυτό που ήταν επικίνδυνο ήταν το πνεύμα των εργατών” έγραψε. “Διαδηλώνουν και τραγουδάνε συνέχεια. Τα κουρασμένα, γκρίζα πλήθη που πάνε κι έρχονται αενάως στα εργοστάσια, είχαν ξυπνήσει, κι άνοιξαν το στόμα τους για να τραγουδήσουν”.

Τζούντιθ Ορ, από την εφημερίδα Socialist Worker του Λονδίνου

Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στις γυναίκες των απεργών χαλυβουργών που συνεχίζουν την παράδοση του αγώνα για ψωμί και τριαντάφυλλα.