Η διαδικασία των διερευνητικών εντολών επιβεβαίωσε την βαθιά πολιτική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η άρχουσα τάξη, ιδιαίτερα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα. Τα κόμματα του συστήματος για πρώτη φορά στην ιστορία έφτασαν στο σημείο να έχουν να διαχειριστούν μια κοινοβουλευτική σύνθεση που δεν τους προσφέρει μια έτοιμη λύση για συγκρότηση κυβέρνησης.
Έτσι ο Σαμαράς, που βρέθηκε να παίρνει πρώτος τη διερευνητική εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση στις 7 Μάη, την επέστρεψε στον Παπούλια το βράδυ της ίδιας μέρας.
Ο Σαμαράς πριν τις εκλογές, αν δεν φαντασιωνόταν ότι θα κέρδιζε την αυτοδυναμία, θεωρούσε τουλάχιστον ότι θα βρισκόταν σε οριακή θέση ώστε αν ζητούσε εκλογές θα αύξανε την πίεση πάνω στην υπόλοιπη δεξιά και στο ΠΑΣΟΚ, καταφέρνοντας να πάρει την κυβέρνηση. Με τη διερευνητική εντολή στα χέρια του όλα ήταν ανάποδα του αναμενόμενου. Αφενός η προσφυγή στις εκλογές σήμαινε το ρίσκο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα περάσει στη θέση του πρώτου κόμματος. Αφετέρου, αντί να βάλει την υπόλοιπη δεξιά στη μέγγενή του, αναγκάστηκε να ανοίξει τη συζήτηση για τη συγκρότηση “κεντροδεξιού” μετώπου που θα διασώσει τη Νέα Δημοκρατία από τα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά που έχει φτάσει. Και οι δύο αυτές επιλογές ήταν εκτός προγράμματος και άνοιξαν προοπτικές ακόμη μεγαλύτερης αποσταθεροποίησης.
Η πίεση για αποφυγή της κάλπης τον οδήγησε να εκλιπαρεί την Αριστερά να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το θεωρητικό ενδεχόμενο να δώσει ψήφο ανοχής σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Έφτασε να παρακαλάει την Αριστερά να μπει στην κυβέρνηση, ο άνθρωπος που στήριξε την προεκλογική του εκστρατεία στις αντι-αριστερές κορώνες. Ο Σαμαράς ήταν αυτός που προσπαθούσε προεκλογικά να τονώσει την κοινοβουλευτική του ομάδα με το κήρυγμα ότι για τη χρεοκοπία της Ελλάδας φταίει η Αριστερά και τα συνδικάτα.
Δίλημμα
Το αντιφατικό αυτό δίλημμα του Σαμαρά αντανακλούσε σε ένα βαθμό ένα δίλημμα της άρχουσας τάξης. Ένα γνωστό φερέφωνό της, η Κατερίνα Ακριβοπούλου του ΣΚΑΪ, που μέχρι πρόσφατα ταύτιζε τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την τρομοκρατία και τους “κουκουλοφόρους”, έδινε την περασμένη βδομάδα την έγκρισή της στην επιστολή που έστειλε ο Αλέξης Τσίπρας στις Βρυξέλες, συγχαίροντάς τον γιατί η επιστολή ήταν τόσο ευρωπαϊκή, συγκρατημένη και κόσμια.
Αντίστοιχη ταλάντευση εκφράστηκε στην ανακοίνωση του ΣΕΒ μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, η οποία ανέφερε πως η λογική εξέλιξη θα ήταν “να διαμορφωθεί μία κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας και λαϊκής νομιμοποίησης, η οποία θα συμπεριελάμβανε και τον μεγάλο νικητή των εκλογών -τον ΣΥΡΙΖΑ με τη σαφή αντιμνημονιακή θέση. «Θα δινόταν έτσι», αναφέρει, «η ευκαιρία να διαμορφωθεί ένα εθνικό διαπραγματευτικό μέτωπο, που θα διεκδικούσε από μία Ευρώπη που αλλάζει, νέους όρους αντιμετώπισης της Ελλάδας, με βάση ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο εξόδου από την κρίση». Ωστόσο, μια τέτοια λύση στις συγκεκριμένες συνθήκες σύμφωνα με τον ΣΕΒ δεν είναι εφικτή, οπότε αναγκαστικά πρέπει να πάμε σε εκλογές.
Μ'αυτόν τον τρόπο απέτυχαν όλες οι διερευνητικές εντολές. Η προσπάθεια να στηθεί “οικουμενική κυβέρνηση” χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ σκόνταψε πάνω στο φόβο ότι βάζοντας και τη Δημοκρατική Αριστερά στο μπλοκ του Μνημονίου, το ρεύμα προς τα αριστερά θα δυνάμωνε αντί να υποχωρήσει.
Όσον αφορά τη συγκρότηση ενός μετώπου που θα ανασυγκροτήσει την δεξιά παράταξη, εκεί ο Σαμαράς έχει να αντιμετωπίσει αντίστοιχα προβλήματα. Πρώτα, έχει να αντιμετωπίσει την πίεση του χρόνου. Η ανάγκη για ενότητα της Δεξιάς για την άρχουσα τάξη αυτή τη στιγμή μπαίνει σαν επείγον ζήτημα που πρέπει να εκφραστεί και με εκλογική καταγραφή. Η ενότητα όμως με βάση την υπεράσπιση του μνημονίου δεν μπορεί να οικοδομηθεί άμεσα, με το κόμμα του Καμμένου να έχει πάρει σχεδόν το 60% του ποσοστού της ΝΔ.
Παλινωδίες
Οι “Ανεξάρτητοι Έλληνες” πήραν παραπάνω από όσα πήραν από κοινού το ΛΑΟΣ, η Μπακογιάννη, ο Μάνος και η “Δημιουργία Ξανά”. Η μόνη εναλλακτική στην οποία ελπίζουν και την οποία φαίνεται ήδη να διαμορφώνουν είναι σε μια ενότητα με βάση την εχθρότητα προς την Αριστερά, παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού, της πολεμοκαπηλίας και του ρατσισμού. Σ'αυτήν την κατεύθυνση είναι και τα σημεία που καταθέτει ο Καμμένος και γλυκοκοιτάζει ο Σαμαράς. Οι παλινωδίες γύρω από το πλαστό ή όχι ντοκουμέντο του Καμμένου προς τον Παπούλια, δείχνουν ωστόσο ότι οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κομμάτων της Δεξιάς κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να πάνε στην άκρη.
Ο Βενιζέλος από τη θέση του τρίτου, αποδείχθηκε πιο θλιβερός στην αντιμετώπιση της διερευνητικής εντολής. Ήταν αυτός που ανέλαβε να βάλει τον Κουβέλη στο παιχνίδι, αποδεχόμενος την πρόταση για “οικουμενική” και αναλαμβάνοντας να πιέσει πιο ξεδιάντροπα τον ΣΥΡΙΖΑ να μπει στην κυβέρνηση, με τους γνωστούς από την προεκλογική περίοδο εκβιασμούς για “ακυβερνησία” και “χάος”.
Πίσω από τα παζαρέματα, τις συσκέψεις και τα ραντεβού, το σίριαλ των τελευταίων ημερών στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα. Οι αγώνες όλου του προηγούμενου διαστήματος έχουν ήδη οδηγήσει σε αποτελέσματα στο πολιτικό πεδίο. Έχουν προκαλέσει αστάθεια και σύγχυση στον αντίπαλο. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να ξεφύγουν. Το κρίσιμο για την Αριστερά δεν είναι να σκεφτεί πόσο καλούς χειρισμούς θα κάνει στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων, αλλά να εμπιστευθεί το κίνημα, να δυναμώσει τους αγώνες, για να μετρέψουμε την αστάθειά τους σε τελική πτώση.