“Fish n’ chips” του Ηλία Δημητρίου

Από την Κύπρο, τη χώρα όπου η έννοια της πατρίδας έχει υποφέρει όσο δεν παίρνει, μας έρχεται μια ταινία που αργά και γλυκά αποδομεί όχι μόνο το πλαστό νόημα της παραπάνω λέξης, αλλά και αυτό της ταυτότητας, της οικογένειας, της εθνικότητας, της αίσθησης ότι οι άνθρωποι πρέπει να ανήκουν κάπου.

Ο Άντι διευθύνει «φισιάδικο», δηλαδή εστιατόριο fish n’ chips στο Βόρειο Λονδίνο. Ο Άντι είναι ένας «ΒΒC- British Born Cypriot» δηλαδή Κύπριος μετανάστης δεύτερης γενιάς, ένας «τσάρλης» για τους ιθαγενείς Κύπριους, ένας «Bubble» για τους ρατσιστές της Βρετανίας. Είναι άνθρωπος χαμηλού προφίλ, κρατάει μαζί με την ανατολικογερμανίδα σύντροφό του Κάριν και την underground κόρη της Έμμα το εστιατόριο του Χασάνη, ετοιμάζει με επιμέλεια τον τηγανητό μπακαλιάρο με τη μυρωδιά του λαδιού να ποτίζει τα ρούχα και να σφραγίζει όλη του την ύπαρξη. Καθημερινά μαζεύει τη μητέρα του που πάσχει από άνοια και χάνεται στη γειτονιά και προσπαθεί να καλμάρει τη «βαρεμένη» με τα αισθηματικά και τη ροπή για εξαρτήσεις, Έμμα. Όταν η μητέρα του ζητά επίμονα να επιστρέψει στην Κύπρο, ο Άντυ βλέπει με πρόσχημα λίγες μέρες διακοπών την ευκαιρία για μια καινούργια αρχή για τον ίδιο και τη δυσλειτουργική του οικογένεια στο οικείο περιβάλλον της πατρίδας του. Όμως τα πράγματα αποδεικνύονται πιο περίπλοκα.

Στη Νότια Κύπρο δεν τον περιμένει «Sea, Sun and Sex» -αυτά είναι προς πώληση στους τουρίστες- αλλά η πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνοκυπριακής κοινωνίας που εδώ αντιπροσωπεύεται από τον αδελφό του και την οικογένειά του: επαύλεις με πισίνα, πολυτελή αυτοκίνητα, σούσι για δείπνο και μεγαλεία που στην ουσία καλύπτουν απλήρωτα δάνεια, υπερχρεωμένες πιστωτικές κάρτες, συντηρητισμό, ανασφάλεια και μοναξιά, μια πλαστή ευμάρεια, στενάχωρη τελικά για τους ίδιους της τους υπηκόους, πόσο μάλλον για να χωρέσει τσάρληδες σαν τον Άντι.

Ο ελληνοκύπριος σκηνοθέτης Ηλίας Δημητρίου πράγματι βάζει τη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία μπροστά σε έναν αρκετά σκληρό καθρέφτη, όμως στόχος του δεν είναι να λοιδορήσει τους Κύπριους αλλά να δείξει τις αντιφάσεις τους και το πλέγμα των σχέσεων που τους έφερε ως εδώ, στην απώλεια της ταυτότητας, στην αποξένωση μέσα στην πιο κλειστή και προστατευμένη κοινωνία.

Καταφύγιο

Η οικογένεια, το υποτιθέμενο καταφύγιο από τα δεινά του κόσμου, δεν αντέχει να προστατέψει τα μέλη της ούτε οικονομικά ούτε συναισθηματικά, ίσα-ίσα αναπαράγει όλα τα προβλήματα και τους ανταγωνισμούς. Οι ηλικιωμένοι δεν γλυτώνουν από αυτό τον φαύλο κύκλο, όχι μόνο δεν χαίρουν τιμής και κατανόησης αλλά αντιμετωπίζονται σαν βάρη, μια οπτική από τη μητέρα του Άντι που δίνεται στην ταινία με ευαισθησία και πικρία που συγκινούν.

Η καντίνα που με τόση έμπνευση ανοίγει ο Άντι σε μια παραλία της Λάρνακας δεν ταιριάζει με τις συνήθειες των ντόπιων που συχνάζουν εκεί, όπως δεν κολλάει η εξωστρεφής ελευθεριότητα της Έμμας με τον καθωσπρεπισμό της οικογένειας, αλλά και με το εν γένει λαϊφστάιλ του νησιού. Η έκρηξη δεν αργεί να συμβεί. Και σαν να μην έφταναν όλα τα ανάποδα, η γριά μητέρα επιφυλάσσει για το φινάλε μια έκπληξη, μια τραγική ανατροπή για την οικογένεια του Άντι και τον θεατή. Η επιστροφή στην πατρίδα δεν έδωσε καμιά απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα του ήρωα, αυτός θα συμφιλιωθεί με τη «μπάσταρδη» ταυτότητά του και θα συνεχίσει. Στηρίγματά του είναι οι αληθινές σχέσεις που είχε ήδη χτίσει με την Κάριν και την κόρη της. Αυτές είναι η πραγματική του συντροφιά μαζί με την τσίκνα από τον τηγανητό μπακαλιάρο.

Πολλές οι αρετές της ταινίας, που τολμά να αναδείξει δύσκολα και στενάχωρα θέματα με τρόπο που ισορροπεί γλυκά ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό και θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του σύγχρονου βρετανικού σινεμά του Κεν Λόουτς και κυρίως του Μάικ Λι. Αυθεντικοί ήρωες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με εσωτερική δύναμη και τσαγανό, αληθινοί διάλογοι με χιούμορ που ερμηνεύονται απέριττα από τους πολύ καλούς ηθοποιούς (και γίνονται κατανοητοί μόνο με τη βοήθεια ελληνικών υπότιτλων!).

Ο σκηνοθέτης, πρόσφυγας στον πόλεμο του 1974, έχει ζήσει στη Νότια Κύπρο, στο Λονδίνο και στην Αθήνα. Μέσα από τον χαρακτήρα του Άντι καταθέτει τα δικά του βιώματα και ανησυχίες που όμως ξεπερνούν την ατομικότητα και παίρνουν διάσταση κοινωνική και πολιτική, εκφράζουν δηλαδή τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης γενιάς. Να επισημάνουμε την τεχνική αρτιότητα τόσο στον ήχο όσο και στη φωτογραφία, τη ρεαλιστική και όχι καρτποσταλική απεικόνιση της Κύπρου που δεν μειώνει τη φυσική ομορφιά των χώρων.

Το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα είναι η ζεστή υποδοχή από το κοινό σε διεθνή φεστιβάλ και στην ίδια την Κύπρο. Το να είναι αποδεκτή η αυτοκριτική αντιμετώπιση και το σαρκαστικό χιούμορ σε σχέση με ακρογωνιαίους λίθους της κυπριακής κοινωνίας, -μέχρι πρόσφατα σχεδόν ταμπού- είναι κι αυτό διαλεκτική των αλλαγών που συμβαίνουν στις μέρες μας.

Διαβάστε επίσης

Κινηματογράφος: Ο “Πατέρας Αφέντης” των αδελφών Ταβιάνι

Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης: «Οι Άραβες στη Μεσόγειο»