Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ: Βήματα πίσω από το πρόγραμμα των αγώνων

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάστηκε την Παρασκευή 1/6 στην αίθουσα της Αθηναΐδας έχει δεχτεί όλων των ειδών τις επιθέσεις από τα δεξιά του.

Πρώτος και καλύτερος πριν καν ακόμα το διαβάσει έδωσε…γραμμή ο πρώην «Κόκκινος Ντάνι». Ο Ντανιέλ Κον Μπετίτ δήλωσε εκνευρισμένος σε συνέντευξή του ότι το πρόγραμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι «τρελό» και «ηλίθιο».

Μετά την παρουσίαση ακολούθησε και όλος ο εγχώριος συρφετός είτε με χυδαίες δηλώσεις είτε με προσπάθεια να παρουσιάσουν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ως εξτρεμιστικό και ανεφάρμοστο. Από τη ΝΔ ο Άδωνις Γεωργιάδης γνωστός για το…αρχαιοελληνικό ήθος του δήλωσε στο Mega ότι «το μόνο που δεν έχει υποσχεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι θα μας βρει γκόμενες» και ο Σαμαράς εξαπέλυσε επίθεση για το «τυχοδιωκτικό» του προγράμματος από το οποίο λείπουν οι «κρυφές ατζέντες της αριστεράς».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Βενιζέλος που κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι οδηγεί τη χώρα «σε διχασμό» και ότι έχει αλαζονική συμπεριφορά, ενώ ο Φώτης Κουβέλης πιστός στις απόψεις του δήλωσε ότι το πρόγραμμα που εξαγγέλθηκε οδηγεί τη «χώρα στο κενό».

Καταστροφή

Η πραγματικότητα είναι ότι αν χρειάζεται να γίνει κριτική στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή δεν μπορεί να γίνει από όσους έχουν οδηγήσει στην καταστροφή. Τα κόμματα του Μνημονίου και τα δεκανίκια τους βρίσκονται τόσο κάθετα ενάντια σε όποιον αναφέρεται στις ανάγκες της εργατικής τάξης και των πληττόμενων από το Μνημόνιο που βλέπουν ακόμα και την «κουτσουρεμένη» πρόταση που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ ως απειλή για τα συμφέροντα των καπιταλιστών και της ΕΕ.

Η κριτική που χρειάζεται να γίνει στο πρόγραμμα που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι από τα δεξιά του, αλλά από την σκοπιά του εργατικού κινήματος και των αγωνιστών της αριστεράς. Οι εργατικοί αγώνες, ειδικά των δύο τελευταίων χρόνων, έχουν αναδείξει το «πρόγραμμα» που χρειάζεται να έχει η αριστερά μέσα από την αταλάντευτη σύγκρουση με τα Μνημόνια, την Τρόικα και όλες τις κυβερνήσεις που κατέρρευσαν εξαιτίας της πρωτοφανέρωτης εργατικής αντίστασης.

Αυτές οι εργατικές λύσεις που έχουν αναδειχτεί από τους αγώνες των εργαζόμενων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι που λείπουν από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ή όπου εμφανίζονται φτάνουν μέχρι τα μισά του δρόμου. Για αυτό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ από την οικονομική πολιτική μέχρι την εξωτερική πολιτική και τα ζητήματα δημοκρατίας είναι ανεπαρκές και δεν μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή.


Ολόκληρο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ιδιαίτερα τα κομμάτια που αναφέρονται στην οικονομική πολιτική (την παρουσίασε ο Γιάννης Δραγασάκης) και τα εργασιακά θέματα (εισηγητής ο Παναγιώτης Λαφαζάνης) δεν μπορούν να δώσουν απάντηση σε δύο βασικά ζητήματα που καθορίζουν και αν μπορεί να ακυρωθεί το Μνημόνιο στην πράξη. Είναι τα ζητήματα του ευρώ και του χρέους.

Παρόλο που τελικά στο πρόγραμμα δεν επικράτησε η πρόταση Δραγασάκη για «πολιτική καταγγελία» του Μνημονίου αφού και ο ίδιος ο Τσίπρας τόνισε ότι χρειάζεται η ακύρωσή του, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται το εκβιαστικό δίλημμα για παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ με αποτέλεσμα να κινείται σαν τον κατάδικο που έχει όχι ένα, αλλά δύο δεμένα βαρίδια στα πόδια του.

To πρώτο βαρίδι είναι η ορκισμένη τοποθέτηση υπέρ του ευρώ. Η αντιμετώπιση του ευρώ ως σωσίβιο για την κοινωνία είναι ακριβώς αντίθετη από την πραγματικότητα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ολόκληρη η Ευρωζώνη κινείται σαν τον Τιτανικό που οδεύει ολοταχώς για το παγόβουνο, όπως φαίνεται ακόμα πιο καθαρά τις τελευταίες μέρες από την κατάσταση και στην Ισπανία.

Το δεύτερο βαρίδι είναι η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης και όχι η διαγραφή του χρέους. Μάλιστα, ο Αλ. Τσίπρας στην εισήγησή του στην Αθηναΐδα άφησε ορθάνοιχτο παράθυρο υποχώρησης και από την επαναδιαπραγμάτευση σε «ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν οι συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας».

Όταν αποδέχεσαι να είσαι δεμένος με αυτές τις αλυσίδες, δεν μπορείς να πας πολύ μακριά σε κανένα ζήτημα. Αυτά τα όρια φαίνονται ξεκάθαρα στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικά ζητήματα. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα. Για τις τράπεζες είναι σωστή η τοποθέτηση για εθνικοποίησή τους, αλλά προφανώς δεν αρκεί η «έκδοση κοινών μετά ψήφου μετοχών», όπως δήλωσε ο Γιάννης Δραγασάκης. Δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα η διαπραγμάτευση με την Τρόικα για το τι θα κάνουν οι τράπεζες ακόμα και αν η κυβέρνηση έχει ορίσει τον Διοικητή σε κάποιες από αυτές. Η μοναδική αποτελεσματική λύση είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, δηλαδή να υπάρχει ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα με τους εργαζόμενους στις τράπεζες να έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων.

Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις. «Να επαναφέρουμε σταδιακά και ανάλογα με τις δυνατότητες της οικονομίας» το δημόσιο έλεγχο είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ και όχι η επανακρατικοποίηση όλων των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο. Και πάλι οποιοδήποτε βήμα χρειάζεται να γίνει πέρα από το πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων που ανέφερε ο Αλ. Τσίπρας, θα πρέπει να περνάει μέσα από την διαπραγμάτευση με τους δανειστές και όχι από τη σύγκρουση που έχουν ξεκινήσει οι εργαζόμενοι στις Μεταφορές, στην Ενέργεια, στις Τηλεπικοινωνίες.

Τρίτο και περισσότερο τρανταχτό, οποιαδήποτε κίνηση για φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, όπως του εφοπλιστικού, θα περάσει από «διάλογο». Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγείται στην «επανεξέταση» των «ειδικών φορολογικών καθεστώτων», ενώ δεν αναφέρεται ακριβώς ποια θα είναι η αλλαγή των φορολογικών συντελεστών.

Αυταπάτες

Παρόμοιες αυταπάτες, αλλά και ελλείψεις των ξεκάθαρων αιτημάτων του εργατικού κινήματος ισχύουν και στα ζητήματα «Δημόσιας Διοίκησης και Ασφάλειας» που ανέπτυξε η Σοφία Σακοράφα. Εκεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πάσχει από την κλασική προβληματική του ρεφορμισμού. Την πίστη ότι μπορεί να υπάρξει «εκδημοκρατισμός» της Αστυνομίας και των άλλων κατασταλτικών μηχανισμών την είχε σίγουρα και το ΠΑΣΟΚ του 1981. Από την «αποχουντοποίηση» που υποστήριζε, πέρασε στο στάδιο της προσαρμογής πολύ γρήγορα (θλιβερό παράδειγμα η δολοφονία Καλτεζά το ’85 από τον Μελίστα των ΜΑΤ που από τότε ήταν να καταργηθούν) και κατέληξε ο κόσμος του κινήματος να μιλάει για την «χούντα του Χρυσοχοϊδη» όταν αναφέρεται στην Αστυνομία.

Ταυτόχρονα, από το πρόγραμμα λάμπουν δια της απουσίας τους θέσεις για ζητήματα δικαιωμάτων και δημοκρατίας γύρω από τα οποία αγωνιστές του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ έχουν βοηθήσει να αναδειχτούν.

Μπορεί και η Frontex να εκδημοκρατιστεί ή θα σταματήσουμε μια και καλή αυτό τον μηχανισμό εξόντωσης μεταναστών στα σύνορα; Εκτός από την «σταδιακή παραχώρηση ταξιδιωτικών εγγράφων» στους μετανάστες που θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα, θα υπάρξει νομιμοποίηση των μεταναστών; Είναι δυνατόν στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να στρογγυλοκάθονται σε τηλεοπτικά πάνελ με νεοναζί της Χρυσής Αυγής και μέσα σε ολόκληρο το πρόγραμμα να μην υπάρχει μια αναφορά στη μάχη με το ρατσισμό και τη φασιστική απειλή; Ή είναι και αυτή η αντιμετώπιση ενταγμένη στα πλαίσια του «εκδημοκρατισμού»;

Επίσης, πως είναι δυνατόν σε τόσες σελίδες που διάβασαν οι πέντε ομιλητές να μην υπάρχει μια ξεκάθαρη τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα του ασύλου και για την κατάργηση του Νόμου Διαμαντοπούλου για τα Πανεπιστήμια; Αυτές οι λίγες ενδεικτικές παρατηρήσεις δεν έρχονται ως πολεμική για την πολεμική, αλλά αποδεικνύουν τις υποχωρήσεις μπροστά στις πιέσεις των από πάνω που μπαίνουν πριν καν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές.

Δυστυχώς, αντίστοιχες αυταπάτες και ελλείψεις βρίσκουμε και στις θέσεις για την εξωτερική πολιτική που παρουσίασε ο Θοδωρής Δρίτσας. Η πολιτική που θέλει να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, όπως τόνισε και ο εισηγητής, άκρως αντίθετη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Όμως μπορεί να είναι «νέα, ανεξάρτητη, ενεργητικά φιλειρηνική» μια πολιτική που γίνεται μέσα στον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό του ΝΑΤΟ; Η σύγκρουση με αυτή την επιλογή μεταφέρεται για κάποια άλλη περίοδο. Εντυπωσιακή είναι επίσης η παντελής απουσία αναφοράς στο ρόλο της βάσης της Σούδας στην Κρήτη.

Πάνω από όλα όμως είναι η τραγική θέση που αναφέρεται ρητά στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ότι η «Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα στην ανακήρυξη ΑΟΖ και στην αξιοποίηση του υποθαλάσσιου πλούτου της». Είναι μια θέση που ακυρώνει οποιαδήποτε πρόθεση ειρηνικής προσέγγισης των γειτονικών λαών, μας βάζει επικίνδυνα πιο βαθιά στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, ενώ προφανώς μας φέρνει κοντά στο Ισραήλ όπως επιχείρησε με μανία να καταφέρει ο Γ. Παπανδρέου με πρότυπο την «αριστερή κυβέρνηση» του ΑΚΕΛ στην Κύπρο.

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά αποτελεί προϊόν συμβιβασμών. Είναι φανερό ότι όσο αυξάνεται η πίεση των από πάνω και η οικονομική κρίση βαθαίνει τόσο τα πράγματα θα γέρνουν προς τα δεξιά, προς το «ρεαλισμό», στην «αναδιαπραγμάτευση» και όχι στις μονομερείς λύσεις. Αυτή η κατάσταση είναι που δένει χειροπόδαρα και όσα κομμάτια εντός του ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούν. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές και σχηματίσει κυβέρνηση, αυτές οι πιέσεις δεν θα μειωθούν, αλλά θα πολλαπλασιαστούν και θα γίνουν πιο άγριες. ­

Συμπέρασμα

Η τοποθέτησή μας αυτή είναι συμπέρασμα από κάθε αντίστοιχη προσπάθεια. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η Κομμουνιστική Επανίδρυση, αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ με ηγετικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς. Αν κάποιος διάβαζε το προεκλογικό της πρόγραμμα θα το έβρισκε μίλια αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είχε και το κύρος της βασικής διοργανώτριας της διαδήλωσης στη Γένοβα το 2001. Παρά το πρόγραμμα της, κατέληξε να μπει στην κυβέρνηση Πρόντι που πήρε αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα με αποτέλεσμα την διάλυση της.

Ακόμα πιο πρόσφατο παράδειγμα, η στάση της Ενωμένης Αριστεράς στην Ισπανία. Δυνάμωσε στις τοπικές εκλογές στην Ανδαλουσία και η επιλογή της ήταν να μπει σε κοινή κυβέρνηση με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Για όλους αυτούς τους λόγους είναι αναγκαία όσο ποτέ η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για να μην μείνουμε στα μισά του δρόμου, να εξασφαλίσουμε ότι θα πετάξουμε τα βαρίδια από πάνω μας και να ανοίξουμε το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή με τους ταξικούς αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας.