“Μοιάζει, λοιπόν, ότι ο κυβερνών συνασπισμός στην Ελλάδα πέτυχε μια οριακή νίκη – κερδίζοντας μια μειοψηφία ψήφων, αλλά παίρνοντας μια μικρή πλειοψηφία εδρών στο κοινοβούλιο χάρη στο μπόνους των 50 εδρών που παίρνει η Νέα Δημοκρατία επειδή βγήκε πρώτο κόμμα. Θα έχουν λοιπόν πλέον τη δυνατότητα να συνεχίσουν την προσπάθεια να εφαρμόσουν μια πολιτική που δεν δουλεύει. Γιούπι.”
Με αυτό το ειρωνικό σχόλιο ξεκινάει το άρθρο του “Και μετά τι;” για το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιούνη στην Ελλάδα, ο Πολ Κρούγκμαν στους New York Times. Αν σταματούσε κανείς, βέβαια, να κοιτάξει τα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, πλην των αριστερών, στα περίπτερα, το πρωί της Δευτέρας θα αντίκριζε μια τελείως διαφορετική κατάσταση: Τις κινδυνολογίες των πρωτοσέλιδων της Κυριακής για την ενδεχόμενη εθνική καταστροφή από πιθανή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που επέρχονταν, είχαν αντικαταστήσει πανηγυρισμοί και “ουφ” για τη “μεγάλη νίκη” του Σαμαρά.
Και μόνο η γκριμάτσα παραμορφωμένου χαμόγελου στο πρόσωπο του Σαμαρά στο πρωτοσέλιδο της Καθημερινής της Δευτέρας θα ήταν αρκετή για να δείξει τον φόβο και άγχος που τον διακατέχει μπροστά στα νέα κυβερνητικά του καθήκοντα. Και έχει κάθε λόγο να φοβάται.
Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές με λιγότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ μην καταφέρνοντας καν να ξεπεράσει το 30%. Πόσο επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί αυτό για κάποιον που έβαζε σαν στόχο στην αρχή των εκλογικών αναμετρήσεων να γίνει πρωθυπουργός με “αυτοδυναμία”;
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι και μόνο το γεγονός ότι κατάφερε να αυξήσει τη δύναμή του κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες από την τελευταία αναμέτρηση της 6 Μάη, είναι έστω ένα σημάδι ανάκαμψης. Με τι είδους δημαγωγίες, όμως, με τι είδους πολιτικές αλχημείες και με τι συνέπειες;
Καταρχάς, για να μπορέσει να “συσπειρώσει” τη Νέα Δημοκρατία έστω και στο 29% των ψηφοφόρων ο Σαμαράς έπαιξε μέχρι τέλους το χαρτί της “επαναδιαπραγμάτευσης” του μνημονίου προκειμένου να μειώσει τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του Καμμένου που είχαν υιοθετήσει τη συγκεκριμένη θέση. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της GPO που παρουσίασε το Mega το βράδυ των εκλογών του στην ερώτηση “εάν η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί και να το τροποποιήσει το μνημόνιο”, το 92,1% των ψηφοφόρων της ΝΔ απάντησαν “ναι”.
Πρώτη δήλωση
Κι όμως, στην πρώτη του δήλωση το βράδυ των εκλογών, ο Σαμαράς μίλησε για “χώρα που πρέπει να κυβερνηθεί”, μίλησε για “ανάπτυξη”, “παραμονή στο ευρώ”, “κοινωνική συνοχή”, “σχέδιο συζήτησης” και πολλά άλλα – αλλά την “αναδιαπραγμάτευση”, μην την είδατε.
Δεύτερον, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι ψήφους κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του ο Σαμαράς. Παρά την συνεχή προπαγάνδα και την υποστήριξη των ντόπιων και διεθνών μέσων εκβιασμού χειραγώγησης, οι ψήφοι που μετακινήθηκαν προς τη Νέα Δημοκρατία, στις εκλογές της 6ης Μαϊου σύμφωνα με τα έξιτ πολ ανήκαν: κατά 1,8% στο ΚΚΕ, κατά 4,6% στο ΣΥΡΙΖΑ, κατά 9,2% στη ΔΗΜΑΡ και κατά 8% στο ΠΑΣΟΚ. Ολο το υπόλοιπο 75% αφορούσε τα διάφορα πατώματα της γαλάζιας πολυκατοικίας, φτάνοντας βαθιά μέχρι τους υπονόμους και την Χρυσή Αυγή – δείχνοντας πόσο περιορισμένη είναι η συναίνεση που μπορεί να έχει κοινωνικά η οποιαδήποτε κυβέρνηση γύρω από την Νέα Δημοκρατία.
Αλλά ακόμα και στο επίπεδο της “κομματικής συσπείρωσης”, το 29% του Σαμαρά φαντάζει πολύ λίγο – όταν μάλιστα για να την πετύχει έφερε πίσω στο ίδιο πλοίο όλη τη γκάμα των αποτυχημένων της 6ης Μάη από τους φασίστες του ΛΑΟΣ μέχρι τη Μπακογιάννη. Αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν μια φορά πρόβλημα στο να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν μια σειρά από μέτρα και να εμποδίσουν “καταψηφίσεις”, “αποχωρήσεις” και διαγραφές - ο καινούργιος νεοδημοκρατικός κορμός οποιαδήποτε κυβέρνησης προκύψει από τα παζάρια αυτής της βδομάδας θα αποτελεί δέκα φορές περισσότερη πηγή αστάθειας και εσωτερικών πλακωμάτων μπροστά στις δυσκολίες – και θα είναι πολλές.
Για παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις στο νερό, την ενέργεια, τις συγκοινωνίες, συνολικά τη δημόσια περιουσία, που καμιά από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις δεν κατάφερε να υλοποιήσει από το φόβο μη συγκρουστεί με τα πιο δυνατά και οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης. Δεν μοιάζει να έχει περισσότερη δύναμη μια νέα κυβέρνηση με κορμό τo Σαμαρά. Ο οποίος, συν όλα τα παραπάνω, κατάφερε να διεξάγει όλη την προεκλογική εκστρατεία υποσχόμενος “νόμο και τάξη”, ρατσιστικά πογκρόμ και εξαπολύοντας μετεμφυλιακού τύπου επιθέσεις και απειλές ενάντια στα συνδικάτα και την Αριστερά – και τώρα έρχεται υποκριτικά να ζητήσει “εθνική ομοψυχία”!
Να είναι σίγουρος, πως ακόμα και να θέλουν να του τη δώσουν οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, ο κόσμος που επί δύο χρόνια δεν μάσησε στις επιθέσεις και τις απειλές κυβερνήσεων που ξεκίνησαν με πλειοψηφίες μεγαλύτερες από το 29%, δεν θα μασήσει ούτε τώρα. Ιδιαίτερα με όλο αυτό το ξερατό που έριξε αυτός και τα φερέφωνά του την προεκλογική περίοδο.
Εχουν βέβαια όλοι αυτοί, κάτι που τους ενώνει. Το μίσος και τη μοχθηρία απέναντι στην εργατική τάξη και την Αριστερά, απέναντι σε ό,τι στέκεται εμπόδιο στα συμφέροντα των αφεντικών τους: των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, των τραπεζιτών. Το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι ο Σαμαράς θα επιχειρήσει να κινητοποιήσει ενάντια στους εργάτες κάθε κρατικό μηχανισμό καταστολής και τρομοκράτησης – καθώς και τη Χρυσή Αυγή που προεκλογικά της έστρωσε το έδαφος με την εκστρατεία ρατσισμού ενάντια στους μετανάστες και μίσους ενάντια στην Αριστερά.
Ας τα τολμήσει. Θα καταλήξει για δεύτερη φορά και μάλιστα τελειωτική στα αζήτητα της Ιστορίας.