Η επικαιρότητα της Ρόζα Λούξεμπουργκ: Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;

«Ελάτε, βρε παιδιά, για τα ίδια παλεύουμε. Απλά εσείς θέλετε την ανατροπή εδώ και τώρα κάτι που δεν μπορεί να γίνει, ενώ εμείς επιλέγουμε τον δρόμο που μπορεί να είναι πιο αργός, αλλά είναι σίγουρος»…

Τον τελευταίο καιρό αυτή τη φράση και άλλες παραλλαγές της, οι σύντροφοι του ΣΕΚ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την ακούσαμε πολλές φορές από κόσμο της αριστεράς, ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ, που παλεύουμε μαζί για την ανατροπή των Μνημονίων και το άνοιγμα του δρόμου για μια νέα κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Είναι η συνέχεια μιας αντιπαράθεσης που κρατάει πάνω από ένα αιώνα. Το δίλημμα «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση», όπως το συνόψισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ από τις αρχές του 1900, είναι ακόμα εδώ και χρειάζεται να το απαντήσουμε ξανά και ξανά.

Η Ρόζα έγραψε τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο με τον παραπάνω τίτλο καθώς είχε να συγκρουστεί με τις απόψεις του Έντουαρντ Μπερνστάιν που εκπροσωπούσε την ρεβιζιονιστική (αναθεωρητική) πτέρυγα του γερμανικού SPD όπου και η ίδια ήταν μέλος.

Ο Μπερνστάιν ξεκινούσε από την αφετηρία ότι ο καπιταλισμός είχε αλλάξει σε σχέση με την περίοδο που έγραφαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Θεωρούσε ότι το καπιταλιστικό σύστημα είχε αναπτύξει μια «ικανότητα προσαρμογής» και θα απαλλασσόταν πλέον από τις γενικές κρίσεις του. Αυτή η άποψη έβρισκε πάτημα στην απουσία μιας μεγάλης κρίσης από το 1873 μέχρι τις αρχές του 1900 και επίσης αφού το πιστωτικό σύστημα εξελισσόταν, η μεσαία τάξη έδειχνε αντοχή και κομμάτια του προλεταριάτου ανέβαιναν στην κοινωνική ιεραρχία με όπλο την συνδικαλιστική τους πάλη, οι επαναστάτες έπρεπε να αναθεωρήσουν την στρατηγική τους.

Κοινοβούλιο

Αυτές οι εκτιμήσεις έκαναν τον Μπερνστάιν να πιστεύει ότι πλέον δεν χρειαζόταν η επανάσταση για να καταλάβει την εξουσία η εργατική τάξη, αλλά θα αρκούσε μόνο η οικονομική πάλη μέσα στα συνδικάτα και η σταδιακή ενδυνάμωση της Σοσιαλδημοκρατίας μέσα στο κοινοβούλιο μέχρι να φτάσει να πάρει την πλειοψηφία για να περάσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να περάσει η κοινωνία από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η Ρόζα δεν άφησε τίποτα από αυτά να πέσει κάτω και απάντησε σε κάθε κομμάτι της θεωρίας του Μπερνστάιν με σχολαστικό τρόπο αναδεικνύοντας τον ιδεαλιστικό και ουτοπικό χαρακτήρα αυτής της αντιμετώπισης.

Αν και ξεκινούσε από χειρότερη αφετηρία από ό,τι εμείς σήμερα αφού βιώνουμε μια από τις πιο μεγάλες κρίσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, την οποία ούτε οι ίδιοι οι αστοί αναλυτές δεν αμφισβητούν πια, ξεκινούσε με το ζήτημα της «εξαφάνισης των κρίσεων».

Έφτασε στα ίδια συμπεράσματα που αργότερα ανέδειξαν ο Μπουχάριν, ο Λένιν και ο Τρότσκι. Η εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν εξαφανίζει τις κρίσεις, απλά τις μεταθέτει λίγο μακρύτερα στο μέλλον, κάνοντας τις ακόμα πιο άγριες όταν ξεσπάσουν. Ταυτόχρονα, εξήγησε ότι η «αργοπορία» της κρίσης που δεν είχε χτυπήσει από το 1873, είχε να κάνει με την αποικιοκρατία και την αρπαγή νέων εδαφών. Οι συμμαχίες των καπιταλιστών, τα τραστ, δεν θα έφερναν την ισορροπία στον καπιταλισμό, αλλά μεγάλωναν τις αντιθέσεις. Τις ανέβαζαν σε μεγαλύτερα και πιο επικίνδυνα επίπεδα, δηλαδή σε μετατροπή των οικονομικών αντιθέσεων ανάμεσα στα τραστ σε διπλωματικές, κρατικές και γεωπολιτικές συγκρούσεις. Ήταν η εμφάνιση του σταδίου του ιμπεριαλισμού.

Πατώντας πάνω σε αυτή τη βάση η Ρόζα απάντησε και σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που αναδείκνυε η αναθεωρητική πτέρυγα, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούν διαχρονικά οι ρεφορμιστές.

Βασικό στοιχείο της θεωρίας του Μπερνστάιν ήταν η εισαγωγή του σοσιαλισμού μέσω των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Η Ρόζα εξηγεί από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου της ότι οι επαναστάτες δεν είναι προφανώς ενάντια στις κατακτήσεις μέσα στον καπιταλισμό. Κάνει όμως από την αρχή μια βασική παρατήρηση: «μεταξύ της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της κοινωνικής επανάστασης υφίσταται για την σοσιαλδημοκρατία μια αδιάσπαστη συνάρτηση, δεδομένου ότι ο αγώνας για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι το μέσο, ενώ ο αγώνας για την κοινωνική ανατροπή είναι ο τελικός της σκοπός».

Με λίγα λόγια, οι επαναστάτες παλεύουν για μεταρρυθμίσεις εδώ και τώρα για δύο λόγους. Πρώτον, για να μπορεί να επιβιώσει η εργατική τάξη όσο γίνεται καλύτερα και δεύτερον, γιατί μέσα από αυτή την πάλη οι εργάτες αποκτούν ταξική συνείδηση και κερδίζουν αυτοπεποίθηση για να φτάσουν στην ανατροπή του καπιταλισμού.

Για αυτό και δεν υποτιμούσε καθόλου την δουλειά των επαναστατών μέσα στα συνδικάτα, όπως φαίνεται από το άλλο διάσημο βιβλίο της «Μαζική απεργία, κόμμα και συνδικάτα». Όμως, εξηγούσε ότι τα συνδικάτα δεν μπορούν να είναι κάτι παραπάνω από την οργανωμένη άμυνα της εργατικής τάξης για να περιορίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση και όχι αυτό που υποστήριζε ο Μπερνστάιν: ότι τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί) μαζί με τον εκδημοκρατισμό του κράτους θα εισήγαγαν τον σοσιαλισμό.

Εδώ ερχόμαστε σε μια ακόμα βασική αντιπαράθεση της Ρόζας με την παράδοση του ρεφορμισμού, ότι με την κατάκτηση της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο και την κατάλληλη εργατική νομοθεσία μπορούμε να φτάσουμε στο σοσιαλισμό.

Εξηγούσε ότι το κράτος στον καπιταλισμό δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, αλλά ένας μηχανισμός που αξιοποιούν οι καπιταλιστές για να φτάνουν στον «έλεγχο της ταξικής οργάνωσης του κεφαλαίου επί της παραγωγής του κεφαλαίου». Αυτά τα όρια δεν μπορούν να σπάσουν βαθμιαία, αλλά με συνολική σύγκρουση με τους καπιταλιστές και το κράτος τους.

Ακριβώς για αυτό η Ρόζα ήταν από τους πρώτους επαναστάτες που εναντιώθηκαν στη συμμετοχή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Αφορμή για αυτή την ξεκάθαρη τοποθέτηση στάθηκε η πρόσκληση για συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση στην αριστερά στη Γαλλία στις αρχές του 1900.

Ένα τμήμα της γαλλικής αστικής τάξης πρότεινε στον Μιλεράν, σοσιαλιστή και στενό συνεργάτη του ηγέτη της αριστεράς, Ζαν Ζορές, να γίνει υπουργός Εμπορίου. Η κίνηση αυτή προβαλλόταν ως απάντηση στην κλιμάκωση της φιλομοναρχικής, ακροδεξιάς προπαγάνδας που ξεκίνησε με την αντισημιτική εκστρατεία γύρω από την υπόθεση Ντρέιφους.

Ο ίδιος ο Ζορές είχε στηρίξει τη συμμετοχή του, όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι των Σοσιαλιστών στη Γαλλία και στη Γερμανία. Η Ρόζα εξηγούσε ότι μια τέτοια κίνηση θα περιόριζε ολοσχερώς την επαναστατική δράση και τόνιζε χαρακτηριστικά: «Στην αστική κοινωνία, ο ρόλος των Σοσιαλιστών είναι κόμμα αντιπολίτευσης. Κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να γίνουν μόνο πάνω στα συντρίμμια του αστικού κράτους».

Η κόντρα της με τον Μπερνστάιν δεν είχε να κάνει μόνο με την αντιπαράθεση ότι ο δρόμος που πρότεινε δεν οδηγούσε στο σοσιαλισμό. Τόνιζε, ότι αυτή η θεωρία στην ουσία αποκοίμιζε την εργατική τάξη, την έβαζε στην θέση της αναμονής και διέλυε την απαραίτητη ενότητα της οικονομικής και της πολιτικής πάλης.

Για τη Ρόζα, είναι χίλιες φορές προτιμότερο να κερδίσει η εργατική τάξη μια μεταρρύθμιση μέσα από το «σχολείο» μιας απεργίας ή μιας διαδήλωσης παρά από την καλή παρουσία κάποιων βουλευτών στον «ορνιθώνα του κοινοβουλίου».

Τελικά καταλήγει η μεγάλη επαναστάτρια ότι «όποιος κηρύσσεται υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης σ’ αντικατάσταση και σε αντίθεση προς την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής ανατροπής, στην πραγματικότητα δεν εκλέγει έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν άλλο σκοπό – και συγκεκριμένα, όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές στο παλιό».

Και σήμερα...

Ο δρόμος που πρότεινε ο Μπερνστάιν παρόλο που δοκιμάστηκε πολλές φορές στην ιστορία του εργατικού κινήματος και της αριστεράς ποτέ δεν πέτυχε. Αντίθετα, η επικράτηση της άποψης των σταδίων ή της σταδιακής αλλαγής της κοινωνίας έφερε την ήττα ακόμα και σε περιπτώσεις που οι προθέσεις των ρεφορμιστών ήταν γνήσιες. Το παράδειγμα του Αλιέντε στη Χιλή του 1973 είναι το πιο χαρακτηριστικό.

Αυτή η αντιμετώπιση όμως οδηγεί στην αποτυχία και σε μικρότερες μάχες από την περίπτωση μιας τέτοιας περιόδου. Η προσκόλληση στον κοινοβουλευτικό, ρεφορμιστικό δρόμο οδηγεί πάντα σε προσαρμογές και ποτέ δεν καταφέρνει να απαντήσει στους εκβιασμούς και τις απειλές των από πάνω.

Φρέσκο παράδειγμα και δυστυχώς αρνητικό είναι οι εκλογές του Ιούνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις 6 Μάη έδειχνε με βάση και τα γκάλοπ να οδεύει προς τη νίκη με κύριο όπλο του την κυβερνητική πρόταση που κατέθεσε. Η απάντηση ήταν άμεση. Τα επιτελεία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ, οι ευρωπαίοι ηγέτες και οι εκπρόσωποι της τρόικας εξαπέλυσαν μια εκστρατεία τρομοκρατίας που αναδείκνυε τα ζητήματα του ευρώ και του χρέους και έθετε καθαρά ότι αν βγει κυβέρνηση της αριστεράς θα υπάρχει σύγκρουση.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε είτε την υπεκφυγή πάνω στα καυτά ζητήματα είτε την δεξιά προσαρμογή. Πάνω στα ζητήματα του ευρώ και του χρέους απέρριψε τις «μονομερείς» λύσεις, για να επιλέξει τον «αργό και σταθερό δρόμο» (που λέγαμε και παραπάνω) της διαπραγμάτευσης. Έκανε δηλώσεις αποκήρυξης των «μάξιμουμ» αιτημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για να βάλει τα «ρεαλιστικά» αιτήματα μπροστά με βασικό όπλο το «διάλογο», όπως για παράδειγμα στο ζήτημα της φορολογίας των εφοπλιστών.

Ορκιζόταν στο όνομα του ευρώ και της ΕΕ με πιο έντονο τρόπο και από τον Σαμαρά, την ώρα που η δεξιά εφημερίδα Δημοκρατία έβγαινε με τίτλο «Ο Αλέξης προσκυνάει τους δανειστές» στις 14/6. Αυτές οι δεξιές μετατοπίσεις όχι μόνο έφερναν σε δύσκολη θέση τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η απουσία απαντήσεων έστειλε κόσμο μέσω των τρομοκρατικών διλημμάτων στο απέναντι στρατόπεδο.

Για αυτό χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα πατάει πάνω στις ιδέες της Ρόζας και των άλλων επαναστατών, θα εμπιστεύεται και θα οδηγεί την εργατική τάξη να απαντήσει το πραγματικό δίλημμα και των ημερών μας: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα.