Μέσα στους επόμενους 18 μήνες, τριάντα χιλιάδες επιπλέον αμερικάνοι στρατιώτες θα μεταφερθούν στο Αφγανιστάν αυξάνοντας τη συνολική αμερικάνικη εκστρατευτική δύναμη στους 100.000 στρατιώτες. Αυτό που πριν από 8 χρόνια έμοιαζε με μια «εύκολη» επικράτηση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του, θυμίζει πλέον την εξέλιξη και την έκβαση της προηγούμενης επέμβασης στο Αφγανιστάν. Της επέμβασης του σοβιετικού στρατού, που ξεκίνησε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1979 και τέλειωσε με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων εννιά χρόνια αργότερα, το 1988.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εικόνα των ντυμένων με στρατιωτική στολή νέων αντρών, χωρίς μέλη, να ζητιανεύουν έξω από τους σταθμούς του Μετρό στη Μόσχα ήταν ένα καθημερινό συνηθισμένο θέαμα. Ηταν οι βετεράνοι του σοβιετικού στρατού από τον πόλεμο του Αφγανιστάν.
Με ένα συντηρητικό υπολογισμό από τους 650.000 σοβιετικούς στρατιώτες που πολέμησαν στο Αφγανιστάν στη διάρκεια της εννιάχρονης κατοχής 15.000 έχασαν τη ζωή τους στις εχθροπραξίες. Όμως οι απώλειες του στρατού, του οποίου την πλειοψηφία αποτελούσαν έφεδροι, ήταν συντριπτικά μεγαλύτερες. Σχεδόν τα τρία τέταρτα, μισό περίπου εκατομμύριο στρατιώτες τραυματίστηκαν, έμειναν ανάπηροι ή προσβλήθηκαν από κάποια σοβαρή ασθένεια όπως ηπατίτιδα, δυσεντερία, μαλάρια, τύφο – χώρια ο αλκοολισμός και τα ψυχολογικά προβλήματα.
Στην άλλη πλευρά οι απώλειες ήταν βέβαια ακόμα μεγαλύτερες. Οι νεκροί εξαιτίας του πολέμου στον ντόπιο πληθυσμό ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο, ένας στους τριάντα αφγανούς. Εξι εκατομμύρια αγρότες έγιναν πρόσφυγες, δύο εκατομμύρια από αυτούς κατέφυγαν σε σκηνές σε στρατόπεδα προσφύγων στο Πακιστάν, 2 εκατομμύρια κατέληξαν στο Ιράν όπου έγιναν εργάτες, δύο εκατομμύρια έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες στην Καμπούλ και τις άλλες πόλεις του Αφγανιστάν. Ανυπολόγιστος είναι ο αριθμός των μαχητών και των αμάχων που έμειναν ανάπηροι από τις μάχες, τις βόμβες, τα εκτεταμένα ναρκοπέδια. Όλα αυτά σε ένα συνολικό πληθυσμό λίγο πάνω από τα 15 εκατομμύρια.
Όμως παρά την καταστροφή, ήταν τελικά η ΕΣΣΔ, μια στρατιωτική υπερδύναμη, αυτή που έχασε τον πόλεμο και όχι οι πάμφτωχοι αγρότες του Αφγανιστάν. Πολλοί, ακόμα και μέσα στην αριστερά, εξηγούν αυτή την ήττα με τη στρατιωτική βοήθεια που είχαν οι «μουτζαχεντίν» (οι μαχητές της τζιχάντ) από τις ΗΠΑ. Οι στρατιωτικοί αναλυτές των ΗΠΑ, πάλι, που προσπαθούν να αποφύγουν μια επανάληψη της ήττας των ρώσων στο Αφγανιστάν την εξηγούν σαν ένα παράδοξο, το «παράδοξο της ασύμμετρης σύγκρουσης».
Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Κοιτάζοντας την ιστορία του Αφγανιστάν, το παράδοξο θα ήταν να νικούσαν τον πόλεμο οι Ρώσοι. Οι αγροτικοί πληθυσμοί του Αφγανιστάν έχουν μια τεράστια παράδοση αντίστασης και νικών απέναντι σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Τρεις φορές, την πρώτη το 1838-42, τη δεύτερη το 1878-90 και την τρίτη το 1919 συγκρούστηκαν στρατιωτικά με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό και κατάφεραν να τον νικήσουν – στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα το έκαναν σε σύγκρουση με τους εκάστοτε βασιλιάδες και τσιφλικάδες που τους κυβερνούσαν.
Παράδοση
Αυτή η παράδοση, που κάθε φορά συνδέονταν με τη τζιχάντ, όχι τόσο σαν θρησκευτικός πόλεμος όσο σαν πόλεμος ενάντια στους κατακτητές, αναβίωσε όταν εισέβαλλε ο σοβιετικός στρατός το 1979. Η ΕΣΣΔ επιτέθηκε στους μουτζαχεντίν με υπερσύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη με τόνους συμβατικών βομβών και ναπάλμ, εκατοντάδες τανκς και ελικόπτερα και γέμισε τη χώρα με ναρκοπέδια, ενώ 150.000 στρατιώτες της στρατοπέδευαν μόνιμα στο Αφγανιστάν.
Αλλά όλα αυτά δεν έφτασαν. Τα αντιαεροπορικά στίνγκερ που παρέλαβαν οι μουντζαχεντίν, μόλις το 1986, ήταν χρήσιμα μόνο στα χέρια μαχητών αποφασισμένων να πεθάνουν, όσο χρήσιμα ήταν τα καλάζνικοφ στα χέρια των Βιετκόγκ. Δεν είναι τα όπλα που από μόνα τους φέρνουν την ήττα. Και αυτή ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα όταν από το 1985, οι ρώσοι αξιωματούχοι ενημέρωναν τον Γκορμπατσώφ, ότι η πιθανότητα νίκης ήταν ανύπαρκτη στο Αφγανιστάν.
Η ήττα του σοβιετικού στρατού οφείλεται στο ότι, όπως και ο αμερικάνικος σήμερα, είχε ελάχιστη λαϊκή υποστήριξη μέσα στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ προσπαθούν από το 2001 ακόμα να επιβάλλουν μια κυβέρνηση μέσα στη χώρα, φτάνοντας να «στήσουν» φέτος τις εκλογές μαζί με τον Καρζάι. Ο ρωσικός στρατός εισέβαλλε το 1979 στο Αφγανιστάν έχοντας ήδη μια φιλική κυβέρνηση για να δικαιολογήσει την εισβολή του. Αλλά ούτε αυτό τον βοήθησε, γιατί παρά τις αριστερές της ρίζες, ήταν μια μειοψηφική κυβέρνηση.
Πέντε χρόνια πριν, το 1974 ο Μοχάμεντ Νταούντ με ένα πραξικόπημα είχε πάρει την εξουσία στο Αφγανιστάν εγκαθιδρύοντας την Ισλαμική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Ο Νταούντ ενώ απέφευγε να βάλει χέρι στα συμφέροντα των τσιφλικάδων που επί αιώνες εκμεταλλεύονταν με καθεστώς δουλοπαροικίας τους αγρότες στο Αφγανιστάν, την ίδια στιγμή ισχυρίζονταν ότι επεδίωκε να «εκσυγχρονίσει» τη χώρα με οικονομική ενίσχυση αρχικά κυρίως από την ΕΣΣΔ και μετά κυρίως από τις ΗΠΑ – ενίσχυση που κατέληξε σε άχρηστα για το λαό έργα και στις τσέπες των κυβερνητικών αξιωματούχων.
Το 1978 το διεφθαρμένο καθεστώς του Νταούντ ανατράπηκε, πάλι με πραξικόπημα, αυτή τη φορά από τους κομμουνιστές, κυρίως φοιτητές και νέους αξιωματικούς. Οι κομμουνιστές είχαν κάποια υποστήριξη στις πόλεις και αρχικά την ανοχή της πλειοψηφίας του πληθυσμού που ζούσε στα χωριά. Η νέα κυβέρνηση επιδίωξε να επιβάλλει από τα πάνω μεταρρυθμίσεις.
Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρικών ήταν ενάντια. Οι παππούδες τους είχαν πολεμήσει ξανά και ξανά στη τζιχάντ ενάντια στις επεμβάσεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού που αυτοπαρουσιαζόταν σαν η δύναμη του «πολιτισμού» απέναντι στην «οπισθοδρόμηση» και τη «βαρβαρότητα» για να δικαιολογήσει την αποικιοκρατία. Τώρα πίσω από τα κηρύγματα των κομμουνιστών, έβλεπαν την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ και την προσπάθεια της επιβολής με τη βία.
Πολύ γρήγορα ξέσπασαν αντιδράσεις που η νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε με συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανισμούς και στη συνέχεια όταν πήραν το χαρακτήρα εξέγερσης, με εκτελέσεις και με βομβαρδισμούς ολόκληρων χωριών. Στο τέλος, εμφύλιος ξέσπασε ανάμεσα στους κομμουνιστές που απομονώθηκαν μέσα στην κοινωνία - οι μισοί εκ των οποίων υποστήριζαν τη συνέχιση της σκληρής πολιτικής και οι άλλοι μισοί πιο ήπιες μεταρρυθμίσεις και λιγότερες ρήξεις με τους τσιφλικάδες.
Αποσταθεροποίηση
Οι σοβιετικοί εισέβαλλαν το Δεκέμβρη του 1979 για να στηρίξουν τους δεύτερους, αλλά αυτό δεν μείωσε τις αντιδράσεις. Όταν το Φλεβάρη του 1980 ο ρωσικός στρατός έμπαινε στην Καμπούλ, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι βγήκαν στις στέγες των σπιτιών τους φωνάζοντας «Ο θεός είναι μεγάλος». Ακόμα και φοιτήτριες που λίγα χρόνια πριν διαδήλωναν στους δρόμους για τα δικαιώματα των γυναικών, έμειναν στην εσωτερική αυλή του πανεπιστημίου καλώντας «τους άντρες να πάρουν τα όπλα».
Βέβαια ο ρωσικός στρατός δεν εισέβαλλε απλά και μόνο για να υποστηρίξει μια φράξια κομμουνιστών να μείνουν στην εξουσία. Αυτό που ενδιέφερε τους κρατικό - καπιταλιστές στη Μόσχα ήταν να μην αποσταθεροποιηθεί η κατάσταση στις περιοχές της ΕΣΣΔ που κατοικούνταν από ισλαμικούς πληθυσμούς στην ευρύτερη περιοχή – το Τουρκμενιστάν, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν. Με την εισβολή στο Αφγανιστάν, τελικά, μάλλον πέτυχαν το αντίθετο, να επισπεύσουν αυτό το οποίο φοβόνταν.
Πολύ γρήγορα, οι ρώσοι επιτελικοί κατάλαβαν ότι το μοναδικό κομμάτι το οποίο μπορούσαν να ελέγξουν μέσα στο Αφγανιστάν ήταν οι πόλεις και κάποιες βασικές αρτηρίες. Λίγο μετά, ακόμα και αυτό έγινε αδύνατο, καθώς οι ενέδρες και ο ανταρτοπόλεμος των μουτζαχεντίν, παρότι ασυντόνιστος και χωρίς κεντρικό σχέδιο, ήταν συνεχής και απλωμένος σε όλες πρακτικά τις φυλές που κατοικούν το Αφγανιστάν.
Για να τα βγάλει πέρα, ο αρχηγός του στρατού Οργακοφ ζητούσε πενταπλάσιες δυνάμεις από τους 115.000 στρατιώτες που είχε στη διάθεσή του στο Αφγανιστάν. Όπως ακριβώς οι αμερικάνοι σήμερα, έτσι και οι ρώσοι προσπάθησαν τότε να εκπαιδεύσουν στρατό από ντόπιους φαντάρους – με μοναδικό αποτέλεσμα να δημιουργήσουν τελικά μια «πέμπτη φάλαγγα» στα μετόπισθεν του ρωσικού στρατού.
Την ίδια τη στιγμή που το κόστος του ατελείωτου αυτού πολέμου άρχισε να γίνεται δυσβάσταχτο, όχι μόνο για τη συντήρηση της τεράστιας στρατιωτικής μηχανής, (αλλά και των απωλειών σε πανάκριβα αεροσκάφη, ελικόπτερα και τανκς), το ηθικό του στρατού σμπαραλιαζόταν από τις απώλειες, τις αρρώστιες, το συνεχή φόβο των ενεδρών, την αίσθηση ότι δεν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Παρά την προπαγάνδα, η δυσαρέσκεια πολύ γρήγορα άρχισε να γίνεται αισθητή στα μετόπισθεν, όπου οι οικογένειες προσπαθούσαν να γλυτώσουν με κάθε δυνατό τρόπο τα παιδιά τους από την επιστράτευση.
Το 1986 ο ρωσικός στρατός αναγκάστηκε να επέμβει και στην Αλμα Ατα στο Καζακστάν, όταν ο Κουνάεφ, καζάκος τοπικός ηγέτης του Κόμματος αντικαταστάθηκε από ένα ρώσο γραφειοκράτη με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν διαδηλώσεις. Μέσα σε συνθήκες που η ΕΣΣΔ και συνολικά οι χώρες του κρατικού καπιταλισμού αντιμετώπιζαν τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση υποκύπτοντας στις πιέσεις του ανταγωνισμού των εξοπλισμών με τις ΗΠΑ, ο πολυέξοδος πόλεμος και η διαγραφόμενη ήττα στο Αφγανιστάν ερχόταν να δώσουν το τελικό χτύπημα σε ένα γίγαντα που κατέρρεε. Την ήττα του σοβιετικού στρατού ακολούθησε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Για τους εργαζόμενους, τους γονείς, τους φαντάρους στη Ρωσία ο πόλεμος δε σήμανε τίποτα άλλο παρά νεκρούς, ανάπηρους και περισσότερη φτώχεια στο εσωτερικό της χώρας, για ένα πόλεμο που γίνονταν κάπου μακριά στο Αφγανιστάν. Αντίθετα, οι φτωχοί αγρότες του Αφγανιστάν υπερασπίζονταν τη φυσική και κοινωνική ύπαρξη των ίδιων και των παιδιών τους και γι’ αυτό κατάφεραν να νικήσουν.
Σήμερα, σε συνθήκες που η οικονομική κρίση χτυπάει δυνατά στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, ο Ομπάμα, δε διστάζει να χρηματοδοτεί περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου στο Αφγανιστάν προκειμένου να επιβεβαιώσει την ηγεμονία των ΗΠΑ σε ένα από τα πιο θερμά σημεία του πλανήτη, αντιμέτωπος με την πλειοψηφία των δικών του ψηφοφόρων. Η επερχόμενη ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μπορεί να πυροδοτήσει πολύ πιο σημαντικές εξελίξεις από εκείνες που ακολούθησαν την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων το 1988.