Κινηματογράφος - «Ενας σοβαρός άνθρωπος» Σκηνοθεσία: Τζόελ και Ίθαν Κοέν

Οι σκηνοθέτες που ακούραστα εδώ και 20 και βάλε χρόνια ειρωνεύονται ή και λοιδορούν ανοιχτά τη φανταχτερή εικόνα του Αμερικανικού ονείρου διάλεξαν για άλλη μια φορά στη νέα τους ταινία μια επαρχιακή πόλη των μεσοδυτικών ΗΠΑ του τέλους της δεκαετίας του ´60 για να αφηγηθούν την ιστορία ενός «σοβαρού ανθρώπου». Μια ιστορία με έντονη και χοντροκομμένη κριτική των Αμερικανοεβραίων και των ηθών τους, που θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί στα όρια του αντισημιτισμού αν δεν προερχόταν από δυο δημιουργούς με δηλωμένη διάθεση σαρκασμού της ίδιας τους της ταυτότητας (οι Κοέν είναι Αμερικανοεβραίοι μεγαλωμένοι στις επαρχιακές ΗΠΑ).

Ο Λάρι Γκόπνικ είναι μέλος της τοπικής Εβραϊκής κοινότητας, καλός οικογενειάρχης, λέκτορας Φυσικής που αναμένει τη μονιμοποίησή του στο Πανεπιστήμιο. Παλεύει άχαρα με την καθημερινότητα της δυσλειτουργικής του οικογένειας. Ο γιος του Ντάνι, αντί να συγκεντρώνεται στην επερχόμενη τελετή μύησής του στην κοινότητα ακούει μόνιμα ροκ στο ακουστικό και καπνίζει μαριχουάνα. Η έφηβη κόρη του αδειάζει συστηματικά το πορτοφόλι του για να κάνει πλαστική εγχείριση στη μεγαλούτσική εβραϊκή της μύτη. Ο αυτιστικός μεγαλύτερος αδερφός του που φιλοξενείται στον καναπέ του σπιτιού μπλέκει σε κάθε είδους βρωμοδουλειές με την αστυνομία. 

Ένας Κορεάτης φοιτητής του τον οποίο έχει κόψει στο εξάμηνο τον κατηγορεί για δωροληψία. Ο φασίστας γείτονάς του υφαρπάζει μια λωρίδα από το γκαζόν που χωρίζει τις δύο μονοκατοικίες. Πρόκειται για τις ξεπλυμένες κατοικίες που απαρτίζουν τα τυπικά μεσοαστικά προάστια της αμερικανικής επαρχίας, ομοιόμορφες και γκρίζες. Βρισκόμαστε στα 1967, ο κόσμος αλλάζει, η φωνή της Γκρέις Σλικ των Τζέφερσον Έρπλειν διαπερνά την ταινία και δίνει αυτόν ακριβώς τον τόνο, όμως η μικρή κοινότητα της Μινεσσότα λιμνάζει στην υποκρισία. Θρησκευόμενοι και καθωσπρέπει θεωρητικά άνθρωποι που στην πραγματικότητα κοιτάζουν το ατομικό τους συμφέρον.

Γαϊτανάκι

Τα προβλήματα του Λάρι κορυφώνονται όταν η γυναίκα του ανακοινώνει απλά και κυνικά ότι θέλει διαζύγιο και μάλιστα θρησκευτικό ώστε να παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο έναν οικογενειακό τους φίλο με τον οποίο υποτίθεται ότι διατηρεί πλατωνική σχέση. Ο τελευταίος προθυμοποιείται να «το συζητήσει» με τον Λάρι, «μεγαλόψυχα και ανοιχτόμυαλα» προσφέροντας ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί, στο μεταξύ όμως τον αναγκάζουν να μετακομίσει με τον άστεγο αδερφό του στο μοτέλ της πόλης. Μόνο ευχάριστο συμβάν στη ζωή του η γνωριμία με τη σέξι γειτόνισσα που λιάζεται γυμνή στον κήπο της.

Ο Λάρι παρακολουθεί τη ζωή του να βαίνει σταθερά προς την καταστροφή, στεναχωριέται, υποφέρει, αλλά δεν αντιδρά, απλά συμμετέχει σε ένα γαϊτανάκι όπου οι άλλοι αποφασίζουν κι αυτός προσαρμόζεται. Αποτελεί μια πιο παθητική εκδοχή από παλιότερες φιγούρες των ταινιών των Κοέν (Φάργκο, Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί), εικόνες αλλοτριωμένων ανθρώπων που καταφεύγουν σε κομπίνες για ν´αλλάξουν τη ζωή τους. Όμως ο Λάρι είναι ένας σοβαρός άνθρωπος. Σηκώνει στωικά το σταυρό του διερωτώμενος «μα τι λάθος έχω κάνει;». Ο στείρος ορθολογισμός του δεν τον βοηθάει να καταλάβει το πώς και το γιατί. Σε κάποια σκηνή, σκαρφαλωμένος στη στέγη για να φτιάξει την κεραία για τα τηλεορασόπληκτα παιδιά του κατακλύζεται από τις συχνότητες όλων μαζί των καναλιών. Πρόκειται για την τέλεια μεταφορά της σύγχυσης που τον διακατέχει. 

Καταφεύγει λοιπόν στο Θεό, χτυπάει την πόρτα της Συναγωγής, όμως απάντηση δε βρίσκει. Από τον νεαρό δόκιμο ραβίνο που τον παραπέμπει στο... διπλανό υπαίθριο πάρκιγκ για να συλλάβει το βαθύ νόημα, στον μεγάλο γέροντα ραβίνο που απλά αρνείται να τον δει γιατί διαλογίζεται, μέχρι αυτόν που τελικά τον δέχεται και του εξιστορεί μια απίστευτη ιστορία κρυμμένων μηνυμάτων και συμβόλων από την οποία προκύπτει ότι δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη απάντηση! Όλα τα γεγονότα είναι σε κάποιο βαθμό αβέβαια, όπως ορίζει η αρχή της αβεβαιότητας που διδάσκει ο Λάρι και απρόβλεπτα σαν τον ανεμοστρόβιλο στο τέλος της ταινίας. Οι αδερφοί Κοέν γενικά δεν φιλοδοξούν να δώσουν απαντήσεις γι´ αυτό και συχνά έχουν επικριθεί για μηδενισμό και κυνισμό, άδικα πιστεύουμε, γιατί και μόνο το να θέτει κανείς αληθινά ερωτήματα έχει πολλές φορές τεράστια αξία.