Ο Αλαβάνος προτείνει Δημοψήφισμα... Ο πήχυς χρειάζεται να μπει πολύ ψηλότερα

Πάνω σε αυτήν την συζήτηση έκανε την επανεμφάνιση του στο πολιτικό προσκήνιο και ο Αλέκος Αλαβάνος. Ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε ανοιχτή συνέντευξη στις 25/1 με πρόταση για δημοψήφισμα ενάντια στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτή η πρόταση ίσως να έδωσε ένα τόνο ελπίδας σε κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ λόγω των εσωτερικών διαμαχών που υπάρχουν ανάμεσα σε τάσεις και συνιστώσες, καθώς είναι μια πρόταση για εξωστρέφεια, αλλά στην πραγματικότητα «μπάζει» από πολλές πλευρές.

Αυτή η πρόταση μοιάζει να μην έχει την αίσθηση του χρόνου. Το Πρόγραμμα Σταθερότητας του Παπανδρέου χτυπάει τους εργαζόμενους εδώ και τώρα. Οι επιθέσεις της νέας κυβέρνησης έχουν ξεκινήσει ήδη. Οι δεκάδες χιλιάδες απολυμένοι με θέσεις stage ήταν η αρχή, ο στόχος νέων απολύσεων και περικοπών είναι η συνέχεια. Άλλωστε, ο Παπανδρέου το δήλωσε ευθαρσώς μπροστά στους δημοσιογράφους των Financial Times στη συνάντηση του Νταβός για να καθησυχάσει τις αγορές όσο και αν μετά η δικαιολογία ήταν ότι τον πίεσαν για να τα πει. Κανένας δεν μπορεί να περιμένει για το πότε και αν τελικά θα γίνει στην Ελλάδα ένα δημοψήφισμα που θα παίξει ρόλο για να υπάρξει μια πανευρωπαϊκή μεταρρύθμιση από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Σύμφωνο Σταθερότητας.

Ανταρσίες

Η πρόταση του Αλαβάνου πέρα από την αριστερή φρασεολογία που τη συνοδεύει βρίσκεται πιο πίσω από τους αγώνες και τις ανταρσίες που έχει κάνει ήδη ο κόσμος στους πρώτους μήνες με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Τα λιμάνια, η απεργία στις 17 Δεκέμβρη, οι αγρότες, η κατάληψη της ELITE, οι διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου και του Δεκέμβρη είναι η μορφή των αντιστάσεων που μπορούν να μπλοκάρουν το Πρόγραμμα Σταθερότητας. Η αριστερά πρέπει να ρίξει όλες της τις δυνάμεις στην προετοιμασία της απεργίας στις 10 του Φλεβάρη, να κάνουμε την απεργία της ΑΔΕΔΥ πανεργατική. 


Ο Αλ. Αλαβάνος δήλωσε ότι η καμπάνια που προτείνει μπορεί να βγάλει ξανά έξω στην κοινωνία τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό, όμως, υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις και ευκαιρίες εκτός από τις απεργιακές κινητοποιήσεις στο επίπεδο των κινημάτων. Για παράδειγμα, η μάχη για την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών και για ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά συνεχίζεται. Η απουσία του Συνασπισμού όσο και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ από το μεγάλο αντιρατσιστικό συλλαλητήριο στις 26 Γενάρη σίγουρα δεν «κολλάει» με την κατεύθυνση που δόθηκε στη συνέντευξη.

Οι θεσμικοί τρόποι για την αντιμετώπιση των επιθέσεων ούτε φτάνουν, ούτε πάνε πολύ μακριά πολιτικά. Το Μάρτιο του 2008 όταν είχαμε τη μάχη του ασφαλιστικού ο πρόεδρος τότε του ΣΥΡΙΖΑ είχε βάλει ξανά την πρόταση για δημοψήφισμα. Την πρόταση την είχαν στηρίξει τόσο οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, όσο και οι γραφειοκράτες της ηγεσίας της ΓΣΕΕ αφού βρίσκονταν κάτω από την πίεση του κόσμου για απεργίες μέχρι την απόσυρση του νομοσχεδίου που κατέβαζε η Νέα Δημοκρατία. Ο Παναγόπουλος είχε βγάλει ανακοινώσεις που καλούσε τους συνδικαλιστές να μαζέψουν υπογραφές και να ζητάνε το ίδιο από τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η πρόταση για δημοψήφισμα τον έβγαζε από την δύσκολη θέση να κλιμακωθεί η αντίσταση με γενικές απεργίες. Και πάλι ήταν μια πρόταση που πήγαινε πολύ πίσω από τη διάθεση του κόσμου, τελικά δεν προχώρησε και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

Αυταπάτες

Η πρόταση για το δημοψήφισμα είναι γεμάτη αυταπάτες για τη φύση και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Αλ. Αλαβάνος παρομοίασε την πρότασή του για δημοψήφισμα με τη μάχη που είχε δοθεί στη Γαλλία κόντρα στο Ευρωσύνταγμα. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι σωστή. Είναι τελείως διαφορετικό να ψηφίζεις ΟΧΙ σε ένα δημοψήφισμα που κάνει μια κυβέρνηση από το να παίρνει η αριστερά πρωτοβουλίες που καλλιεργούν αυταπάτες για δημοψηφίσματα που μπορεί να μεταρρυθμίσουν την Ε.Ε.

Άλλωστε, ούτε τα δημοψηφίσματα τα σέβονται. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η Ιρλανδία. Την ανάγκασαν να κάνει και δεύτερη φορά δημοψήφισμα για να επικυρωθεί η Συνθήκη της Λισσαβώνας μέσα από τρομερή πίεση και εκβιασμούς, έτσι ώστε οι Ιρλανδοί να αλλάξουν την ψήφο τους σε σχέση με το πρώτο δημοψήφισμα.

Στη συνέντευξη του ο Αλ. Αλαβάνος εκτίμησε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη της κρίσης επειδή «δεν διέθετε και δεν διαθέτει κυβέρνηση με αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας, με αντιστάσεις, με ισχυρό διαπραγματευτικό μέτωπο, με στήριξη στο λαό, με στρατηγική ανασυγκρότησης της χώρας έξω από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές». Ενώ, στη συνέχεια, πρόσθεσε ότι η λύση θα ήταν «οι προγραμματικές αρχές που καταγράφονται στα 15 σημεία, το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει εναλλακτική λύση. Υπάρχει εναλλακτική πλειοψηφία που μπορεί να την στηρίξει».

Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ επανήλθε στο ζήτημα μιας «εναλλακτικής» κυβέρνησης, πρόταση που δεν είναι διαφορετική από την «προγραμματική αντιπολίτευση» και την «κεντροαριστερή κυβέρνηση» της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού. Μιας κυβέρνησης που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με τις τράπεζες. Για άλλη μια φορά αυτό το κομμάτι της αριστεράς ξεχνάει την πρόσφατη ιστορία της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη. Ξεχνάει ότι η συμμετοχή σε κυβερνήσεις «πληθυντικής αριστεράς» όπως στη Γαλλία ή με τη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση στην Ιταλία όχι μόνο δεν σταμάτησαν παρόμοιες επιθέσεις, αλλά αυτά τα κόμματα πήραν νεοφιλελεύθερα μέτρα. Ξεχνάει, ότι στον καπιταλισμό δεν κάνουν στην πράξη κουμάντο τα κοινοβούλια, αλλά αυτοί που δεν εκλέγονται από κανένα. Οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι...

Η πρόταση αυτή δεν πρόκειται να λύσει ούτε τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ ή του Συνασπισμού που πηγαίνει σε έκτακτο συνέδριο, όπως επιδιώκει η νέα πρωτοβουλία που θέλει να πάρει ο Αλ. Αλαβάνος. Το θέμα δεν είναι ποια συνιστώσα θα έχει μεγαλύτερη προβολή ή αν θα φτιαχτεί μια νέα υπό τον ίδιο. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η στρατηγική αυτή έχει τα όρια της στον αντινεοφιλελευθερισμό. Στην αυταπάτη ότι μια «άλλη» κυβέρνηση μπορεί να περάσει κάποια αντινεοφιλέλευθερα μέτρα. Για αυτό και δεν μπορεί να απαντήσει στις επιθέσεις που δέχεται τις τελευταίες μέρες από τους Ανανεωτικούς για λόγους συσχετισμών μέσα στο Συνασπισμό με ερωτήσεις του τύπου «και τι θέλετε να βγούμε από την Ε.Ε;». Χωρίς καθαρές απαντήσεις και πολιτική κατεύθυνση, το πιο δεξιό κομμάτι πάντα θα βρίσκει τρόπους να έχει το πάνω χέρι.

Για την αριστερά, είναι η καλύτερη, αλλά και η πιο κρίσιμη στιγμή να βγει μπροστά σε κάθε αγώνα που ανοίγει. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να ανοίγει το ζήτημα της συνολικής εναλλακτικής λύσης, του σοσιαλισμού. Αν δεν το κάνει θα παραμένει εγκλωβισμένη μέσα σε θεσμικά όρια που δεν μπορούν να έχουν κανένα αποτέλεσμα και το μόνο που θα πετυχαίνουν είναι η απογοήτευση από μάχες και ευκαιρίες που θα χάνονται.

Η οργάνωση των απεργιών, η συμπαράσταση στις εργατικές μάχες που βγαίνουν, η σύγκρουση με τον ρατσισμό και τον πόλεμο δεμένα με την αντικαπιταλιστική προοπτική είναι η πιο δυνατή απάντηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και ταυτόχρονα ανοίγουν τους δρόμους για τη ριζική ανατροπή του συστήματος της κρίσης και των επιθέσεων.