Μεγαλοδημοσιογράφοι και καθώς πρέπει πολιτικοί προσπάθησαν να διχοτομήσουν τη συζήτηση μετά το ξέσπασμα της οργής για τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου. Από τη μία, μας λένε, είναι η συζήτηση για τα ίδια τα γεγονότα της δολοφονίας. Από την άλλη, πρέπει να συζητήσουμε για το πώς θα καταδικάσουμε και θα αποτρέπουμε τα φαινόμενα βίας στους δρόμους. Οι σπασμένες βιτρίνες, οι μολότοφ, αλλά και οι μαζικές πολιορκίες των αστυνομικών τμημάτων από μαθητές μπήκαν σε ένα ενιαίο τσουβάλι με τον τίτλο «επεισόδια», με την προσπάθεια να ισοφαριστεί το έγκλημα της αστυνομίας.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως για την ίδια, το φαινόμενο απλώς δεν είναι κατανοητό. Οπως το είπε με πιο απλά λόγια ο Πρετεντέρης: «Λυπάμαι, λοιπόν, αλλά δεν κατανοώ γιατί τα 'παιδιά' στην Ελλάδα του 21ου αιώνα θα έπρεπε να είναι γενικώς απεγνωσμένα, απελπισμένα ή οργισμένα.» Τα ανεξήγητα φαινόμενα αντιμετωπίζονται ως αρρώστιες. Λύση είναι η βία και η καταστολή. Σε όλες τις διαδηλώσεις ανά την Ελλάδα, η αστυνομία χρησιμοποίησε πλαστικές σφαίρες, τόνους δακρυγόνα και άλλα χημικά, έριξε άγριο ξύλο και έκανε εκατοντάδες συλλήψεις. Το μυαλό τους φτάνει μέχρι την κλιμάκωση της βίας για να αντιμετωπίσουν τη βία.
Το ΠΑΣΟΚ έδωσε πλήρη κάλυψη σε όλη αυτή την λογική. Προσπάθησε να στήσει λαμπαδηφορίες «χωρίς βία, ενάντια στη βία», όμως ούτε ο στενός πυρήνας των μελών του ΠΑΣΟΚ δεν βρήκε νόημα σε αυτήν την δήλωση απραξίας υπό το φως εκατό κεριών. Την ίδια ώρα μάλιστα που η κύρια κριτική του ΠΑΣΟΚ προς την κυβέρνηση ήταν για την αδυναμία της να διαφυλάξει την «ειρήνη και την περιουσία των πολιτών».
Το ΚΚΕ έδωσε ακόμη πιο ανοιχτή κάλυψη. Την πιο γλαφυρή έκφραση την έδωσε η Παπαρήγα, στα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου, αμέσως μόλις ο Καραμανλής της ζήτησε να ακυρωθεί η απεργιακή συγκέντρωση της Τετάρτης. Η Παπαρήγα αποκάλεσε όσους συγκρούονται «Ταλιμπάν» και «υποκείμενα». Την άλλη μέρα βέβαια, υπάκουσε στην εντολή του Καραμανλή, προσπαθώντας να μαντρώσει το ΠΑΜΕ στην οδό Πειραιώς. Η αντιμετώπιση των αναρχικών ως προβοκατόρων που υπακούνε ακόμη και σε «ξένα κέντρα» κατέβασε τη συζήτηση στο επίπεδο των θεωριών συνομωσίας του Λιακόπουλου και έδωσε πρώτης τάξεως ευκαιρία στον Καρατζαφέρη να δανειστεί αυτούσια φράση της Παπαρήγα για να καλύψει τα νώτα του. Ο Καρατζαφέρης ήταν σαν να έλεγε: «δεν τα λέμε εμείς, τα λέει και το ΚΚΕ».
Ολες οι πλευρές επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ως αποδιοπομπαίο τράγο, για να του ρίξουν την ευθύνη ότι «χαϊδεύει τα αφτιά των κουκουλοφόρων». Ομως η πίεση πάνω στο ΣΥΡΙΖΑ έχει διπλό στόχο. Από τη μια θέλουν να του υπενθυμίσουν να μην απομακρύνεται πολύ από την «εθνική ενότητα» μπροστά στον κίνδυνο. Από την άλλη, τον θεωρούν καλύτερο ιμάντα για να περάσουν οι πιέσεις πάνω στο κίνημα. Και δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε να παίξει αυτό το ρόλο, με χαρακτηριστικότερη την απόφαση των συνδικαλιστών του, της Αυτονομης Παρέμβασης να μεταφέρουν την απεργιακή συγκέντρωση στην Κλαυθμώνος, υποτασσόμενοι στον Καραμανλή. Πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλοι διανοούμενοι που σχολιάζουν αυτές τις μέρες στις εφημερίδες ξεκινάνε με καλή αφετηρία, αλλά μέσα από μια λαθεμένη αντιμετώπιση της βίας καταλήγουν να κάνουν κατήχηση στα «παιδιά» που συγκρούονται.
Ενα πρώτο ζήτημα είναι το μέγεθος της βίας. Απέναντι σε ένα σύστημα που δολοφονεί καθημερινά, όχι μόνο με τους μπάτσους, αλλά και με τους εξοπλισμούς, με τις νάρκες στα σύνορα, με τη φτώχεια, με τη διάλυση των νοσοκομείων και με τα εργατικά «ατυχήματα», κάθε κουβέντα περί βίας των διαδηλωτών οδηγεί σε παραλογισμούς.
Οχι μόνο γιατί δεν ισοσταθμίζεται ο φόνος ενός παιδιού με το σπάσιμο δέκα ξενοδοχείων, αλλά γιατί στη ζυγαριά των νεκρών τα δικά τους χέρια είναι βαμμένα με το αίμα εκατομμυρίων. Δολοφόνησαν ένα εκατομμύριο ανθρώπους στο Ιράκ μόνο μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια, με την αμέριστη συνδρομή του ελληνικού κράτους και της βάσης της Σούδας. Ο πήχυς της βίας είναι εκεί ψηλά και πολύ ψηλότερα. Για τη δική μας μεριά, η βία δεν είναι «ασύμμετρο μέγεθος». Μετράμε τη βία και μετράμε τους νεκρούς έναν έναν. Μετράμε γιατί κάθε ένας από το ένα εκατομμύριο νεκρούς του Ιράκ, κάθε ένας από τους δεκάδες νεκρούς εργάτες στη ζώνη του Περάματος, είναι ένας δικός μας άνθρωπος, ένας ξεχωριστός Αλέξης όποια και αν είναι η ηλικία του. Με πόσα εκατομμύρια βιτρίνες θα τολμήσουν να τους «ισοφαρίσουν»;
Πολιτική
Μια δεύτερη παρεξήγηση έχει να κάνει με το χαρακτήρα της βίας. Την παρουσιάζουν ως μια βία μόνο»τυφλή», μια βία της οργής που στρέφεται κατά πάντων, μια βία που βρίσκεται εκτός πολιτικής και γι' αυτό, όπως δήλωσε ο Αλαβάνος, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καθήκον να δώσει σε αυτή την οργή πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι μεγάλος αποπροσανατολισμός όμως να ταυτίζεις τη βία της συμβολικής σύγκρουσης ενάντια στο κράτος με τη βία των γηπέδων. Το μεγαλύτερο μέρος των «μπάχαλων» έγιναν σε βάρος τραπεζών, ξενοδοχείων, ακριβών καταστημάτων και άλλων συμβόλων του κράτους. Η επιλογή της σύγκρουσης είναι μια πολιτική επιλογή, με την οποία επιδιώκονται αποτελέσματα, δεν είναι μανία. Το να συζητάς για τα αποτελέσματα αυτής της βίας και να συμφωνείς ή να διαφωνείς για την αποτελεσματικότητα της είναι άλλο ζήτημα από το να την καταγγέλεις γενικά.
Αυτή η νοοτροπία συνδυάζεται με την ερμηνεία για τις αιτίες της βίας. Περισσεύει η κοινωνιολογία και λείπει η πολιτική από τις αναλύσεις για το τι ωθεί χιλιάδες νέους ανθρώπους να εκφράζονται βίαια. Η «γενιά των 700 ευρώ» μπορεί να είναι έκφραση της μόδας αλλά είναι πολύ αδύναμο εργαλείο για ερμηνεία. Οι εξεγερμένοι νέοι παρουσιάζονται έτσι μόνο ως θύματα του αποκλεισμού, της σχολικής εντατικοποίησης, της έλλειψης οράματος για το μέλλον, της οικογενειακής ανεπάρκειας. Ολα αυτά ισχύουν, αλλά η νεολαία που διαδηλώνει και συγκρούεται δεν είναι απλώς το πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας. Ισα ίσα, είναι πολλές φορές το πιο δυναμικό τμήμα. Η βία δεν είναι αποτέλεσμα της απειρίας στη συλλογική δράση, αλλά έρχεται μέσα από την μέχρι τώρα σημαντική εμπειρία. Ξεκινώντας τουλάχιστον από τις μάχες στα εξεταστικά κέντρα του ΑΣΕΠ, το 1998, ως τις φοιτητικές καταλήψεις του 2006-2007 που χτυπήθηκαν με τη μεγαλύτερη βαναυσότητα, με ανελέητο ξύλο και με βόμβες κρότου λάμψης μέσα σε μαθητικά μπλοκ, υπάρχει μια δεκαετία με αλλεπάλληλες φουρνιές μαθητών και φοιτητών που οργάνωσαν μάχες, τα έβαλαν με τις κυβερνήσεις και συνάντησαν μπροστά τους πάνοπλους ΜΑΤατζήδες και άλλους φρουρούς της τάξης.
Μια ακόμη σημαντικότερη παρενέργεια αυτής της ερμηνείας είναι ότι διαχωρίζει τη νεολαία με την εργατική τάξη. Η νεολαία, όμως, δεν είναι «ακραία» επειδή έτσι της προστάζει η ηλικία της, αλλά επειδή στους κόλπους της λείπουν δυο πράγματα ταυτόχρονα. Την ίδια και περισσότερη οργή θα βρει κανείς στις περισσότερες εργατικές συνελεύσεις και διαδηλώσεις, όμως εκεί είτε, στην χειρότερη περίπτωση, οι πιέσεις του συστήματος καταφέρνουν και την καταλαγιάζουν είτε, στην καλύτερη, υπάρχουν συνδικάτα που καταφέρνουν να την εκφράζουν με αποτελεσματικότητα. Η αίσθηση της ήττας του αφεντικού όταν υποχωρεί μπροστά σε μια μαζική απεργία είναι χίλιες φορές πιο όμορφη από το να του σπάσεις τα μούτρα.
Το ερώτημα παραμένει για το τι κάνει η αριστερά. Το πρώτο είναι να σταματήσει και τις προβοκατορολογίες τύπου ΚΚΕ και τις πατρικές συμβουλές σαν κι αυτές που δίνει το φάσμα από τον Λεωνίδα Κύρκο ως τον Αλέκο Αλαβάνο. Η οργή και ο θυμός πρέπει να εκφραστούν μέσα από τη συλλογική δράση και την Αριστερά, αλλά αυτό σημαίνει ανάγκη για την αριστερά να προσαρμοστεί για να εκφράσει το συγκεκριμένο επίπεδο θυμού, όχι ανάγκη της νεολαίας να προσαρμοστεί στους ρυθμούς της Αριστεράς. Μια αριστερά που υποτάσσεται στον Καραμανλή και κάνει πορείες είτε στην Κλαυθμώνος είτε στην Πειραιώς δεν θα εμπνεύσει κανέναν αγανακτισμένο νέο όσο κήρυγμα και να του κάνει.
Η συμβολική βία έρχεται ως υποκατάστατο μιας αριστεράς που δεν είναι αποτελεσματική. Στο βαθμό που η κοινοβουλευτική Αριστερά και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επιμένει σε συμβολικές κινήσεις, όπως είναι οι ανοργάνωτες στάσεις εργασίας ή οι ξεχωριστές συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ, θα υπάρχει τμήμα της νεολαίας και της εργατικής τάξης που θα διαλέγει πιο δραστικούς συμβολισμούς, όπως είναι οι κατεβασμένες βιτρίνες. Πριν λίγους μήνες, ήταν η ίδια αυτή κοινοβουλευτική αριστερά, που κατήγγειλε τους φοιτητές που έσπαγαν τις εκλογές για πρυτάνεις, κάνοντας λόγο για ξεκομμένες μειοψηφίες που αποξενώνουν την πλειοψηφία των φοιτητών. Τώρα γιατί να την εμπιστευτεί κανείς;
Η επαναστατική αριστερά διεκδικεί ότι μπορεί να οργανώσει όλη την οργή της νεολαίας. Γιατί είναι ένα βήμα εμπρός από τους συμβολισμούς και των δύο ειδών, είναι μπροστά από το συμβολισμό των αναρχικών καταλαβαίνοντας ότι το κράτος δεν είναι σύμβολο αλλά μια ολόκληρη υλική δομή που χρειάζεται οργανωμένη καταπολέμηση, αλλά μπροστά και από το συμβολισμό για το κυνήγι των ψήφων της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Από τον συμβολισμό, πρέπει να περάσουμε στην πράξη, με πραγματικούς αγώνες, γενικές απεργίες και καταλήψεις που θα φέρουν την οργισμένη νεολαία μαζί με την εργατική τάξη να μετατρέπουν την οργή τους σε πραγματική δύναμη όχι μόνο για την ανατροπή του καπιταλισμού αλλά και για το χτίσιμο μιας διαφορετικής κοινωνίας. Κάνοντας τέτοια βήματα ώστε μετά τις μέρες της εξέγερσης, να φτάσουμε στις μέρες της επανάστασης.