MONOHMEPO TOY ΠEPIOΔIKOY «ΣOΣIAΛIΣMOΣ AΠO TA KATΩ» ΓIA THN KPIΣH: Mαρξιστικές απαντήσεις

Με μεγάλη συμμετοχή -παρά την αλλαγή την τελευταία στιγμή της αίθουσας από την ΑΣΟΕΕ στη Νομική- έγινε την περασμένη Κυριακή το μονοήμερο συζητήσεων που οργάνωσε το περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα Κάτω» με τίτλο «Ο Μαρξ και η κρίση στον καπιταλισμό».

Το μονοήμερο άνοιξε στις 11 το πρωί με την συζήτηση «Πως εξηγούμε την παγκόσμια οικονομική κρίση» και εισηγητές τον Μωυσή Λίτση, δημοσιογράφο και τον Σωτήρη Κοντογιάννη από την «Εργατική Αλληλεγγύη». «Βρισκόμαστε στη μεγαλύτερη κρίση από την εποχή του Κραχ του 1929» είπε ο Μωυσής ανοίγοντας την ομιλία του. «Μια κρίση που δείχνει μέχρι που μπορεί να φτάσει η αυτοκαταστροφική μανία του συστήματος». Τώρα στις εφημερίδες δεν κυριαρχούν πια οι ειδήσεις για τις πτώσεις στα χρηματιστήρια αλλά για τις απολύσεις -παγκόσμια. Στις ΗΠΑ ολόκληρη η αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αν κλείσει δεν κινδυνεύουν μόνο οι 300 χιλιάδες περίπου εργαζόμενοι που δουλεύουν άμεσα στα εργοστάσια της GM, της Ford και της Crysler αλλά και τρία εκατομμύρια περίπου ακόμα εργαζόμενοι στους συναφείς κλάδους.

Εδώ στην Ελλάδα ο Καραμανλής μιλάει για την «διεθνή κρίση» -λες και είναι κάποια θεομηνία που ήρθε από τον ουρανό. Αλλά η κρίση είναι άμεσα δεμένη με τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1980, με τον νεοφιλελευθερισμό. Μας έλεγαν ότι θα έπρεπε να τα αφήσουμε όλα στα χέρια της αγοράς -ακόμα και την υγεία και την παιδεία. Τα μηνύματα για το τι ερχόταν ήρθαν -η Νοτιοανατολική Ασία, η Ρωσία, η Αργεντινή- αλλά τα αγνόησαν επιδεικτικά: το πρόβλημα με αυτές τις χώρες, έλεγαν, ήταν δεν ήταν ο καπιταλισμός αλλά ο «κακός» καπιταλισμός. Τώρα ψάχνουν μάταια για λύσεις. Κατέβασαν τα επιτόκια -σχεδόν στο μηδέν, χωρίς αποτέλεσμα: η διατραπεζική αγορά παραμένει νεκρή και η οικονομία έχει, παρά τις τεράστιες ενέσεις ρευστότητας, ξεμείνει από λεφτά.

Μιλάνε για ένα νέο «Νιου Ντιλ». Αλλά το «Νιου Ντιλ» του Ρούζβελτ ήταν αποτέλεσμα πίεσης. Ο Ρούσβελτ κρατικοποίησε τις τράπεζες. Τώρα οι τράπεζες εισπράττουν δισεκατομμύρια από το κράτος -με τους δικούς τους όρους. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια οικονομία συνδεδεμένη με τις ανάγκες μας, μια οικονομία που θα ελέγχεται δημοκρατικά από την κοινωνία».

«Η αυτοκταταστροφική μανία ήταν χαρακτηριστικό όλων των ταξικών συστημάτων» συνέχισε ο Σωτήρης. Αλλά ενώ στα προηγούμενα συστήματα οι κρίσεις προέρχονταν από «καθυστέρηση» στον καπιταλισμό είναι προϊόντα της ίδιας του της τάσης να επαναστατικοποιεί συνεχώς τις μεθόδους παραγωγής. Ο καπιταλισμός στηρίζεται στο κέρδος. Οι καπιταλιστές κυνηγάνε συνεχώς τις επενδύσεις με την μεγαλύτερη απόδοση γιατί αλλιώς θα σαρωθούν από τους ανταγωνιστές τους. Οπως έδειξε ο Μαρξ, όμως, αυτή η μανία για συσσώρευση υπονομεύει συνεχώς τη συνολική κερδοφορία του κεφαλαίου -μέχρι το σημείο όπου τα αναμενόμενα κέρδη να είναι τόσο μικρά ώστε οι καπιταλιστές να σταματάνε τις επενδύσεις. Τότε ανοίγει η εποχή της κρίσης.

Kέρδος

Η σημερινή κρίση έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1970. Τότε οι απολογητές του συστήματος μιλούσαν για «πετρελαϊκή κρίση». Ηταν ψέματα. Ηταν μια κλασσική κρίση, αποτέλεσμα της «πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους» -όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Μαρξ. Ο καπιταλισμός δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει πραγματικά από την κρίση εκείνη. Τη δεκαετία του 1980 και του 1990 κατάφεραν να ξεπεράσουν προσωρινά τα προβλήματά τους μέσα από την αύξηση της εκμετάλλευσης -αυτή ήταν η πραγματική ουσία του νεοφιλελευθερισμού- και την δημιουργία της φούσκας στα χρηματιστήρια και την αγορά ακινήτων. Τώρα οι φούσκες έσκασαν και οι «ειδικοί» έχουν ξεμείνει και από λύσεις και από ιδέες.

Η δεύτερη συζήτηση ήταν αφιερωμένη στην προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, στην «Κρίση της Δεκαετίας του '30». Την συζήτηση άνοιξαν ο ιστορικός Δημήτρης Λιβιεράτος και ο Κώστας Πίττας, υπεύθυνος των εκδόσεων του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου. Αυτό που κυριάρχησε στη συζήτηση δεν ήταν η οικονομία αλλά οι αντιστάσεις -οι φοβεροί αγώνες που ξέσπασαν σε ολόκληρο των πλανήτη την εποχή εκείνη.

«Καμιά κρίση δεν αφήνει την άρχουσα τάξη αλώβητη» είπε ο Δημήτρης Λιβιεράτος. «Το μεγάλο παράδειγμα είναι η κρίση του 1930». Στις ΗΠΑ τα μέτρα του Ρούσβελτ -αυτά που υποτίθεται ότι θέλει να ακολουθήσει τώρα ο Ομπάμα- ξεπέρασαν μόνο προσωρινά το πρόβλημα. Η δυστυχία χτύπησε άγρια την Αμερική -ο Στάινμπεκ έχει αποτυπώσει στα «Σταφύλια της Οργής» την τρομαχτική κατάσταση που επικρατούσε. Αλλά έμεινε κάτι στην εργατική τάξη -τα συνδικάτα. Μέχρι τότε η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ αντιμετώπιζε τις εργατικές διεκδικήσεις με την ωμή βία. Και από τις ΗΠΑ αυτή η «νέα εποχή» απλώθηκε σε όλο τον κόσμο.

Στην Ελλάδα η εργατική τάξη έδωσε σκληρές μάχες -με αμέτρητες θυσίες. Οι απεργίες πολλαπλασιάζονταν από τον ένα χρόνο στον άλλο. Η καταστολή ήταν τρομαχτική: δεν υπήρχε απεργία χωρίς την επέμβαση της αστυνομίας και του στρατού. Δεν υπήρχε μεγάλη εργατική κινητοποίηση χωρίς νεκρούς. Από το 1928 μέχρι το 1932 είχαμε 18 δολοφονίες εργατών.

Η κορύφωση ήρθε τον Μάη του 1936 με μια εξέγερση που συντάραξε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Ξεκίνησε από μια απεργία των καπνεργατών που έγινε Πανεργατική και ύστερα Παλλαϊκή. Στο τέλος ολόκληρη η Θεσσαλονίκη βρισκόταν στα χέρια της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής. Δυστυχώς εκείνο το κίνημα δεν κατάφερε να νικήσει γιατί η αριστερά, το ΚΚΕ, αντί να υποστηρίξει το κίνημα έψαχνε κανάλια συνεργασίας με τους «φιλελεύθερους». Το αποτέλεσμα ήταν το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου και η φασιστική κυβέρνηση του Μεταξά. Αλλά οι αγώνες εκείνοι δεν πήγαν χαμένοι: αυτοί διαμόρφωσαν την γενιά των αγωνιστών που λίγα χρόνια αργότερα θα έχτιζαν το κύμα της «αντίστασης».

«Ας μην νομίσουν ότι θα την γλυτώσουν αυτή τη φορά» είπε κλείνοντας την ομιλία του. «Η Ελλάδα πρωτοπόρησε αυτή τη βδομάδα. Δεν τελειώσαμε. Καλή συνέχεια». Φυσικά καταχειροκτροτήθηκε.

«Δίπλα στα οικονομικά στοιχεία οι εφημερίδες γέμισαν με ειδήσεις που μοιάζουν να συμπληρώνουν το τραγικό σκηνικό της δεκαετίας του '30 -ρατσιστικές επιθέσεις, ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, πόλεμοι, εκλογικές επιτυχίες των φασιστών» είπε ο Κώστας ανοίγοντας την δική του εισήγηση. «Η οικονομική κρίση και οι επιθέσεις των καπιταλιστών δεν οδηγούν, όμως, αυτόματα στην απόγνωση και την ήττα. Σε όλη τη δεκαετία του 1930 υπήρξαν φανταστικά ξεσπάσματα που άνοιξαν ξανά και ξανά ευκαιρίες για την εργατική τάξη».

Στη συνέχεια μίλησε για τους μεγάλους αγώνες στις ΗΠΑ, που κορυφώθηκαν με τις καταλήψεις στα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας, τον Ιούνη του 1936 στη Γαλλία, το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα στην μέχρι τότε ιστορία, την επανάσταση στην Ισπανία. «Το σύνθημα, η πιο σωστά η αυτοπεποίθηση για αντεπίθεση ήρθε από διαφορετικές διαδρομές σε κάθε περίπτωση. Στη Γαλλία ήταν οι αποτυχημένες προβοκάτσιες της ακροδεξιάς, στις ΗΠΑ τα σημάδια μιας προσωρινής ανάκαμψης, στην Ισπανία το πραξικόπημα του Φράνκο». Το κύμα εκείνων των αγώνων χάθηκε γιατί οι επαναστάτες, συσπειρωμένοι γύρω από τον Τρότσκι και τους συντρόφους του ήταν πολύ λίγοι. Σήμερα, όμως, ήταν το τελικό συμπέρασμα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι δυνατότητες να νικήσουμε είναι εδώ.

«Δεν φέρνει κάθε κρίση και την καταστροφή του συστήματος». είπε ο Μάκης Καβουριάρης, πανεπιστημιακός, ανοίγοντας την τρίτη συζήτηση με θέμα «Κρατικός παρεμβατισμός ή σοσιαλιστικός προγραμματισμός, Κέυνς και Μαρξ». «Οχι. Ο καπιταλισμός έχει αντοχές. Ξεπερνάει τις κρίσεις του, δημιουργώντας όμως τις προϋποθέσεις για άλλες κρίσεις, για κρίσεις μεγαλύτερες, μέχρις ότου τελικά όλα τα στοιχεία θα συγκεντρωθούν για την ανατροπή αυτού του συστήματος»

Σήμερα ακούμε να κάνουν όλοι επίκληση στην κρατική παρέμβαση, να λένε «κράτος, περισσότερο κράτος». «Αλλά ακόμα και στο απόγειο της νεοφιλελεύθερης σκέψης και εξουσίας το κράτος ήταν πάντα παρόν. Οσο έχουμε ταξική κοινωνία θα έχουμε και ταξικό κράτος. Το κράτος είναι απαραίτητο για την οργάνωση της αγοράς. Το κράτος αναλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες που δεν είναι κερδοφόρες ή δεν είναι αρκετά κερδοφόρες όπως η Παιδεία ή η Δικαιοσύνη αλλά που είναι στενά δεμένες με την λειτουργία της αγοράς.

Υστερα ο Μάκης εξήγησε με λίγα λόγια τις απόψεις του Κέυνς, ενός αστού οικονομολόγου που ήθελε να σώσει τον καπιταλισμό από την αυτοκαταστροφή. Σε αντίθεση με τους κλασικούς ή τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους ο Κέυνς πίστευε ότι η ισορροπία είναι «μόνο μια από τις πιθανότητες» για την αγορά. Για αυτό έλεγε χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους.

Η κρατική παρέμβαση, όμως, έχει όρια. Δουλεύει σε περιόδους ανόδου, αλλά όχι όταν τα κέρδη πέφτουν. Η κρατική παρέμβαση δεν μπορεί να αγγίξει τον κεντρικό πυρήνα της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Για αυτό χρειαζόμαστε νέα εργαλεία, στηριγμένα στον Μαρξ, ο οποίος δεν ήθελε να σώσει το σύστημα αλλά να το ανατρέψει.

«Τον Κέυνς χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε σοβαρά» είπε ο Πάνος Γκαργκάνας από την Εργατική Αλληλεγγύη ανοίγοντας την δική του εισήγηση. «Μπροστά στον Φρίντμαν και όλους αυτούς -για να μην μιλήσουμε για τα διάφορα τσόλια που έπαιρναν τα Nόμπελ τα τελευταία χρόνια, είναι γίγαντας. Αλλά σαφώς έχει όρια. Ο ρόλος του κράτους, σύμφωνα με τον Κέυνς περιορίζεται στο να ενθαρρύνει μέσα από τις παρεμβάσεις του τις επενδύσεις και όχι να τις ελέγξει. Θέλει να πείσει τους καπιταλιστές και όχι να τους απαλλοτριώσει. Για αυτό δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι η κρατική παρέμβαση θα πετύχει.

Ο Μαρξ ξεπερνάει αυτά τα όρια. Και στη θεωρία και στην πράξη. Θεωρητικά εξηγεί γιατί η ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και την ζήτηση έχει τις ρίζες της στην ίδια την λειτουργία του συστήματος, στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Στην πράξη γιατί προτείνει σαν λύση τον έλεγχο των εργατών πάνω στην παραγωγή και τις επενδύσεις. Αντί να στηριζόμαστε στις προβλέψεις των επιχειρηματιών για το ποια και πόση θα είναι η ζήτηση μπορούμε να τα υπολογίσουμε ορθολογικά στηριζόμενη στην συνεργασία και τον δημοκρατικό προγραμματισμό -μέσα από εργατικές συνελεύσεις σε κάθε χώρο δουλειάς, εκλεγμένους αντιπροσώπους που σχηματίζουν συμβούλια από την πόλη και την περιοχή μέχρι το εθνικό επίπεδο. Οπως έγινε το 1917 στη Ρωσία. Γιατί αυτός ο προγραμματισμός, αυτός ο εργατικός έλεγχος κερδίζεται μόνο με την επανάσταση».