Η ΠΟΛYΤΙMΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΠΟΥΛΟΥ: Το αντιπολεμικό κίνημα του 1920-22

Ο Αλέξανδρος Γκούντας ήταν ναύτης στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ένα από τα δραστήρια μέλη των αντιπολεμικών ομίλων που έδρασαν στο μέτωπο και τα καράβια εκείνη την περίοδο, με πρωτοβουλία επαναστατών φαντάρων και ναυτών. Μετά τη μικρασιατική ήττα, ήταν ένα από τα μέλη του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ που πρωτοστάτησαν σε ένα ηρωικό κίνημα, των Παλαιών Πολεμιστών, στη Θεσσαλία.

Eυχαριστούμε τον ιστορικό Δ. Λιβιεράτο που διέσωσε την συνέντευξη που είχε δώσει πριν χρόνια ο A.Γκούντας και την δημοσίευσε στο νέο τεύχος της «Eνότητας». Είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο που δείχνει από πρώτο χέρι τη δράση και τους αγώνες του επαναστατικού ΣΕΚΕ-ΚΚΕ, που δείχνει ακόμα τις βαθιές ρίζες του αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα. Από αυτή την συνέντευξη δημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα σ´ αυτό το φύλλο της Εργατικής Αλληλεγγύης.


«Με τη παράταση του πολέμου ο λαός καταλήφθηκε από μια «αντιπολεμική υστερία». Στο στρατό γεννήθηκε ένα «αντιπολεμικό και αντιμιλιταριστικό πνεύμα». Υπήρχαν νέοι στρατευμένοι δέκα και δώδεκα χρόνια, συνέχεια. Όπως έγινε αργότερα γνωστό, οι στρατευμένοι στο μέτωπο άρχισαν να τα λένε παρέες-παρέες πράγμα που κατέληξε στο να συγκροτηθούν, σε όλες σχεδόν τις μονάδες «αντιπολεμικοί όμιλοι» που διασυνδέθηκαν μεταξύ τους και συγκρότησαν ειδική αντιπολεμική οργάνωση με δική της καθοδηγητική επιτροπή. Φυσικά η όλη δράση αναπτυσσόταν σχεδόν μυστικά. Λέμε «σχεδόν» γιατί το αντιπολεμικό πνεύμα ήταν τόσο δυνατό, ώστε άρχισαν να δέχονται σαν απόλυτα δικαιολογημένες τις αντιπολεμικές εκδηλώσεις των φαντάρων.

Στο ναυτικό, λέει ο Γκούντας ήταν κάπως διαφορετικά, πιο υποφερτά, αλλά και σε αυτό είχε αναπτυχθεί αντιπολεμικό πνεύμα. Εγώ με άλλους έξι ναύτες συγκροτούσαμε σοσιαλιστικό όμιλο για τα επτά αντιτορπιλικά. Τόσα διέθετε το ναυτικό μας τότε. Εμείς οι έξι επιδιώκαμε και το κατορθώναμε να μην υπηρετούμε ποτέ δυο μαζί στο ίδιο καράβι, ώστε να υπάρχει δράση σε περισσότερα σκάφη. Καθένας μας, λοιπόν, δρούσε χωριστά σε ένα καράβι. Εγώ το 1921 υπηρετούσα στο αντιτορπιλικό «Βέλος». .

Οι ναύτες, εκτός ελαχίστων δεν διέθεταν μεγάλη παιδεία. Οι περισσότεροι ήταν σφουγγαράδες, ψαράδες, εργάτες θάλασσας, βαρκάρηδες και τέτοιοι. Διαπιστώνοντάς το αυτό, ότι εμείς ξέρουμε περισσότερα πράγματα, έρχονταν κοντά μας. Ετσι βρεθήκαμε να ασκούμε επιρροή στους ναύτες χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε ότι είμαστε και οργανωμένα μέλη του ΣΕΚ. Όταν αρχίσαμε να τους παρακινούμε σε διαμαρτυρίες και να μπαίνουμε επικεφαλής τους, ζητώντας καλύτερο φαγητό, συχνότερες εξόδους στη ξηρά τήρηση σειράς στις βάρδιες και τις σκοπιές καθώς και σε άλλα ζητήματα που δημιουργούνταν. Κι όταν προπαντός είδαν να λύνονται πολλά από τα ζητήματα αυτά και να βελτιώνεται με τη δραστηριότητά μας η ζωή στα πλοία, τότε πια μας θεώρησαν «ηγεσία» τους. Ετσι οι ναύτες άρχισαν να συσπειρώνονται γύρω μας, ενώ εμείς επωφεληθήκαμε να ξεδιαλέγουμε τα καλύτερα στοιχεία από αυτούς και μέσον αυτών να καλλιεργούμε και στους υπόλοιπους αντιπολεμικό πνεύμα. Αναμφισβήτητα στη δράση μας παρακινούμαστε από τα επαναστατικά κατορθώματα των Ρώσων ναυτών στο τσαρικό ναυτικό και το επαναστατικό κίνημα των Γάλλων ναυτών στην Οδησσό.

Τα αντιτορπιλικά συνεχίζει ο Γκούντας, πήγαιναν συχνά στη Σμύρνη. Στο λιμάνι της, όμως, κατέβαιναν φαντάροι. Ανάμεσά τους και ορισμένοι που τους έστελναν οι «απέξω» δηλαδή εκείνοι που καθοδηγούσαν την αντιπολεμική κίνηση στο στρατό. Οι φαντάροι αυτοί έψαχναν να βρουν ναύτες εμπιστοσύνης, για να αποκαταστήσουν σύνδεση με την Ελλάδα. Τότε, όλοι οι ναύτες και οι φαντάροι μιλούσαμε ανοιχτά και με ειλικρίνεια κατά του πολέμου. Ετσι, δεν ήταν δύσκολο να βρει κανείς ναύτες ή φαντάρους με τέτοιες αντιλήψεις και για τέτοιες αντιπολεμικές συνδέσεις. Κάποιος, λοιπόν, από τους φαντάρους που κατέβαινε σκόπιμα στο λιμάνι της Σμύρνης για σύνδεση, έφτασε και σε μένα. Μου είπε ότι οι «έξω», στο μέτωπο, βαρέθηκαν να πολεμούν.

Δώσαμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, από την πρώτη στιγμή. Ούτε εγώ ρώτησα πως τον λένε, ούτε αυτός εμένα. Οι κανόνες συνωμοτισμού δεν επέτρεπαν να ρωτάμε για ονόματα, για μονάδες που υπηρετεί ο καθένας ή από πού έρχεται και τέτοια. Ο φαντάρος εκείνος με συνέδεσε αργότερα και με άλλους, αλλά ποτέ δεν έμαθα ποιοι ήταν. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι οι φαντάροι αυτοί μας βεβαίωναν ότι «έξω στο μέτωπο, πάμε καλά, ότι όλοι οι στρατευμένοι είναι αντιπολεμιστές, αντιμιλιταριστές». Εμείς από την πλευρά μας, τους ενημερώναμε για την κατάσταση στο ναυτικό και σε κάθε καράβι, καθώς και για την κατάσταση στην «πατρίδα», την Ελλάδα. Ετσι λοιπόν αποκαταστάθηκε επαφή «ξηράς και θάλασσας»

..Εκείνο που μας ζήτησαν οι φαντάροι, συνεχίζει ο Γκούντας, για λογαριασμό της άγνωστης σε μας αντιπολεμικής οργάνωσης, ήταν έντυπο υλικό. Αποφασίσαμε να τους εξυπηρετήσουμε, ξέροντας ότι έτσι εξυπηρετούμε τον αντιπολεμικό αγώνα. Από το τέλος του 1920 αν θυμάμαι καλά, αρχίσαμε να μεταφέρουμε από την Ελλάδα στην Σμύρνη την εφημερίδα «Ριζοσπάστης» του ΣΕΚ που διεξήγαγε σφοδρό αντιπολεμικό αγώνα. Το «Βέλος», στο οποίο υπηρετούσα εγώ, έκανε δυο ταξίδια τη βδομάδα ανάμεσα Πειραιά-Σμύρνη, για να μεταφέρει το ταχυδρομείο. Τώρα άρχισε να μεταφέρει και «Ριζοσπάστη». Όχι εκατό, ούτε διακόσια φύλλα σε κάθε ταξίδι, αλλά χιλιάδες. Πολλές χιλιάδες. Όλα σχεδόν τα «σακκοθέσια», δηλαδή θέσεις που έβαζε κάθε ναύτης τον «σάκκο» του με τα ατομικά του είδη, ήταν γεμάτα από «Ριζοσπάστη», συσκευασμένο κατάλληλα σε δέματα, εύκολα για μεταφορά. Οι εφημερίδες δεν ήταν όπως τώρα πολυσέλιδες και έπιαναν μικρό σχετικά όγκο. Υπήρχε τόση δίψα για «Ριζοσπάστη» ώστε δεν προφταίναμε να την κορέσουμε. Είμαι βέβαιος ότι τότε θα ξοδεύονταν περισσότερος «Ριζοσπάστης» στο μέτωπο από την υπόλοιπη Ελλάδα, μαζί και την Αθήνα..

Αυτό μας είπε ο Γκούντας, κράτησε πάνω από έξι μήνες. Εκτός από το «Βέλος», «Ριζοσπάστη» μετέφεραν και τα άλλα αντιτορπιλικά, όταν τύχαινε να πάνε στη Σμύρνη χωρίς ποτέ να σημειωθεί ατύχημα. Ηταν κι αυτό δείγμα της αποσύνθεσης στο στρατό και το ναυτικό..

Οι παλαιοί πολεμιστές

Οσα μέλη και στελέχη του ΣΕΚ γυρίσαμε από τον πόλεμο, επανασυνδεθήκαμε με το κόμμα. Τελικά συγκεντρωθήκαμε καμιά τριακοσαριά στην Αθήνα, σε μια μεγάλη και ωραία αίθουσα που δεν θυμάμαι το όνομά της.

Εκεί έγινε απολογισμός δραστηριότητας για τον πόλεμο και εκεί αποκαλύφθηκε ότι την αντιπολεμική οργάνωση καθοδηγούσε επιτροπή από τους κομμουνιστές φαντάρους: Παντελή Πουλιόπουλο από τη Θήβα, Νίκο Ευαγγελόπουλο δικηγόρο από την Καρδίτσα, Γιάννη Μοναστηριώτη και Πυλιώτη από την Αθήνα και ίσως και άλλους που δεν τους μάθαμε.

Στη συγκέντρωση εκείνη της Αθήνας τονίσθηκε ιδιαίτερα η δύναμη των πολεμιστών και αποφασίστηκε να μην αφεθεί να ατονήσει αλλά να αξιοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί για τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς αγώνες που άρχιζαν με τη νέα περίοδο στην οποία εισήλθε η χώρα μας. Ετσι αποφασίστηκε να αναληφθεί από το ΣΕΚ πρωτοβουλία και να κληθούν οι πολεμιστές, ανεξάρτητα από τα φρονήματα, να ενταχθούν σε ειδική «οργάνωση παλαιών πολεμιστών» στην πόλη ή το χωριό τους, με προοπτική να γίνει κατόπιν ειδικό «Πανελλαδικό Συνέδριο Παλαιών Πολεμιστών...

Για τους ομίλους στα χωριά κρίθηκε αναγκαίο να περιλαμβάνουν στους σκοπούς τους και την αγροτική αποκατάσταση, με διανομή χωραφιών. Η απαλλοτρίωση δεν είχε γίνει ακόμα και επιστρέφοντας τώρα στα χωριά τους πολλοί πολεμιστές, παιδιά ακτημόνων κολίγων, πρέπει να γίνουν και οι ίδιοι κολίγοι..

Η επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά είχε προχωρήσει στην απαλλοτρίωση, που αποτελούσε το σπουδαιότερο αίτημα της Θεσσαλίας, αλλά δεν την ολοκλήρωσε αφήνοντας έξω από αυτήν τους πολεμιστές. Στην αναβλητικότητα των κυβερνήσεων που τη διαδέχτηκαν οι πολεμιστές απάντησαν με καταλήψεις τσιφλικιών στην περιοχή Τιρνάβου-Αμπελώνα το Αργυροπούλι και άλλα χωριά. Οι καταλήψεις επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές. Στο Καστράκι Καλαμπάκας οι κάτοικοί του, με επικεφαλής τους πολεμιστές κατέλαβαν μοναστηριακά κτήματα. Στο τμήμα ιππικού που έστειλε η κυβέρνηση ?για να επιβάλει την τάξη´, οι κάτοικοι απάντησαν με εξέγερση, με επικεφαλής τους πολεμιστές και τις γυναίκες, που ήταν οπλισμένες με ρόπαλα. Ετσι, οι παλαιοί πολεμιστές στην Θεσσαλία με τον αγώνα που ανέλαβαν με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος επέτυχαν να επεκταθεί η απαλλοτρίωση». 


Ο Α. Γκούντας στάλθηκε από την Κ.Ε του ΣΕΚΕ στη περιοχή της Λάρισας με το ψευδώνυμο Κοσμάς εκεί:

«Η εργατική τάξη ήταν ασχημάτιστη ακόμα. Τα εκατοντάδες καροτσέρικα, σιδεράδικα, σαμαράδικα και τέτοια ανήκαν σε βιοτέχνες που απασχολούσαν και από ένα δυο ανήλικα «μαστορόπουλα». Λίγοι εργάτες ήταν σε μύλους και λίγες εργάτριες σε υφαντήρια. Συμπαγέστερη μάζα εργαζόμενων υπήρχε στους σιδηρόδρομους. Ετσι οι όμιλοι παλαιών πολεμιστών στη Λάρισα ξεκίνησαν με βάση τους σιδηροδρομικούς και ακολούθησαν οι βιοτέχνες, οι επαγγελματίες και οι άλλοι..

Πυρετός

Και ο Γκούντας πρόσθεσε: Ο αγωνιστικός πυρετός ανέβαινε μέρα με τη μέρα τότε. Αργότερα βρέθηκαν μερικοί να επικρίνουν το ΚΚΕ ότι προωθούσε τη δράση μέχρι την εξουσία και να χαρακτηρίζουν μια τέτοια επιδίωξη σαν εκτός πραγματικότητας. Το λάθος είναι δικό τους. Αυτοί, οι επικριτές, δεν κατανοούν την τότε πραγματικότητα, πραγματικότητα αναβρασμού και επαναστάσεων που έβαζε την επανάσταση στην ημερήσια διάταξη.

Πέρα από όσα έγιναν το 1917 με την Οκτωβριανή Επανάσταση και πέρα από όσα συγκλόνιζαν την Ευρώπη, συνέβαινε ώστε στη γειτονική μας χώρα, τη Βουλγαρία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεύτερο τότε σε δύναμη κόμμα της Γ´ Διεθνούς από άποψη συγκρότησης και στελέχωσης, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, είχε αναπτύξει μεγάλο αγώνα. Και για όλους ήταν φανερό ότι άρπαγμα της εξουσίας από αυτό το κόμμα θα είχε ανάλογη επίδραση και στην Ελλάδα, και θα έδινε ώθηση στις προοδευτικές δυνάμεις της για επανάσταση και κατάληψη της εξουσίας...

Αντικειμενικά, λοιπόν όλα ήταν δυνατά, αρκεί να δούλευε κατάλληλα και ο υποκειμενικός παράγοντας. Η εργατική τάξη και η αγροτική βρισκόταν σε αναβρασμό. Τα μεσαία στρώματα υπόφεραν, ενώ οι παλαιοί πολεμιστές με τη νεολαία θύμιζαν εκείνο που έγραψε κάποιος συγγραφέας που δεν τον θυμάμαι: «Αλίμονο στα κράτη εκείνα των οποίων η νεολαία δεν θέλει να τα ανατρέψει». Το αστικό κατεστημένο αντιμετώπιζε κρίσιμη κατάσταση, σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Με διαδοχικές κυβερνήσεις που όλο στρέφονταν δεξιότερα, κατόρθωσε τελικά να εξασφαλίσει δύναμη.»