Σφαγή απεργών στη Νότια Αφρική. Η τραγωδία των “Δύο σταδίων”

Η σφαγή των απεργών μεταλλορύχων στη Μαρικάνα της Ν. Αφρικής στις 16 Αυγούστου προκάλεσε διεθνές σοκ. Σαράντε τέσσερις εργάτες δολοφονήθηκαν σε μια καλά σχεδιασμένη επιχείρηση της αστυνομίας. Στόχος του μακελειού ήταν να σπάσει την απεργία που είχε παραλύσει το ορυχείο λευκόχρυσου της Λόμιν, μιας εταιρείας που έχει κάνει κυριολεκτικά χρυσά κέρδη από τον ιδρώτα και το αίμα των μαύρων εργατών. Όποιος χρειάζεται αποδείξεις για το μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι καπιταλιστές για να προστατέψουν τον πλούτο τους, δεν έχει παρά να κοιτάξει εκεί, στη Μαρικάνα.

Όμως, η Νότια Αφρική δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα. Από το 1994 στην κυβέρνηση βρίσκεται το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC), που μαζί με την συνδικαλιστική συνομοσπονδία COSATU και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής (SACP) συναποτελούν την «Επαναστατική Συμμαχία» (το SACP συμμετέχει στο ANC επίσης). Το ANC είναι το κόμμα του Νέλσον Μαντέλα, του παγκόσμιου συμβόλου του αγώνα ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς του «απαρτχάϊντ». Πώς, φτάνει μια τέτοια κυβέρνηση να σφάζει μαύρους εργάτες;

«Απαρτχάιντ» σημαίνει «διαχωρισμός» στη γλώσσα των Αφρικάνεερς, των απογόνων των πρώτων ευρωπαίων αποίκων. Η «Δημοκρατία της Ν. Αφρικής» ήταν ένα κράτος όπου η μαύρη πλειοψηφία όχι μόνο δεν είχε το δικαίωμα της ψήφου αλλά δεν μπορούσε να κάτσει ούτε στα ίδια παγκάκια με τους «λευκούς». Εκατομμύρια μαύροι εργάτες είχαν ανακηρυχτεί «μετανάστες» με εσωτερικά διαβατήρια, άδειες παραμονής, και κάθε είδους ταπεινωτικούς ελέγχους από το ρατσιστικό κράτος.

Ο Μαντέλα συνελήφθη το 1963 μαζί με συντρόφους του στην στρατιωτική οργάνωση του Κογκρέσου, του ΜΚ (uMkhonto weSizwe, Η Λόγχη του Εθνους), και έμεινε 27 χρόνια στη φυλακή, αρνούμενος να αποκηρύξει τη «βία» των καταπιεσμένων ενάντια στο ρατσιστικό κράτος. Δεν ήταν μόνο ο Μαντέλα. Το ANC και το SACP πλήρωσαν με ποτάμια αίμα των αγώνα τους ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς. Τα «ποτάμια αίματος» δεν είναι σχήμα λόγου. Όταν για παράδειγμα τον Ιούνη του 1976 οι μαύροι μαθητές στο Σοβέτο (μια μεγάλη «παραγκούπολη» στο Γιοχάνεσμπεργκ) ξεσηκώθηκαν ενάντια στην επιβολή των «αφρικάνερ» ώς της μοναδικής γλώσσας στα σχολεία τους, η αστυνομία άνοιξε πυρ, δολοφονώντας 600 διαδηλωτές, ανάμεσά τους πολλούς μαθητές.

Γι’ αυτό όταν στις 26-29 Απρίλη του 1994 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες πραγματικά ελεύθερες εκλογές, με το μαύρους να έχουν το δικαίωμα του ψήφου και το ANC και το SACP νόμιμα πλέον, ο ενθουσιασμός και η ελπίδα ότι μια νέα ζωή ξημερώνει, έφταναν στον ουρανό. «Ειρήνη, Δουλειά και Ελευθερία» ήταν το κεντρικό σύνθημα του Κογκρέσου.

Για τα εκατομμύρια που περίμεναν υπομονετικά τρεις μέρες έξω από τα εκλογικά τμήματα, το ψηφοδέλτιο που έπεφτε στην κάλπη σήμαινε δυο πράγματα μαζί. Τη δικαίωση των αγώνων τους που είχαν ρίξει το απαρτχάιντ. Αλλά και την εγγύηση ότι η κυβέρνησή τους θα ξηλώσει τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες που γεννούσαν τη φτώχεια, την έλλειψη στέγης, την ανεργία, δηλαδή έλπιζαν σε μια ριζική κοινωνική αλλαγή. Όταν στη διάρκεια των μεγάλων εξεγέρσεων στις παραγκουπόλεις το 1984-86, οι εξεγερμένοι νέοι ξεσπούσαν σε έξαλλο ενθουσιασμό όταν ξεδιπλώνονταν τα κόκκινα πανό του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε αυτό το μέλλον προσδοκούσαν.

Η ηγεσία του ANC έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά. Το Κογκρέσο είχε μια στρατηγική, από τη δεκαετία του 1950, από τα βασικά σημεία της οποίας δεν λοξοδρόμησε ποτέ. Συνοπτικά, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: πρώτα δημοκρατία, μετά κοινωνική απελευθέρωση. Πρώτα ένα καθεστώς που θα δίνει πολιτικά δικαιώματα στους μαύρους και μετά μιλάμε για βαθιές κοινωνικές αλλαγές. Είναι αλήθεια ότι το βασικό του προγραμματικό κείμενο, η «Χάρτα της Ελευθερίας», του 1955, μιλούσε για εθνικοποίηση των ορυχείων και των μονοπωλιακών επιχειρήσεων. Αλλά πάντοτε, η ηγεσία διευκρίνιζε ότι αυτό θα γινόταν, όταν γινόταν, στα πλαίσια της «μικτής οικονομίας». Το SACP έδινε τη πιο θεωρητική δικαιολόγηση της στρατηγικής των «δυο σταδίων»: πρώτα το στάδιο της «εθνικής δημοκρατικής επανάστασης» και μετά το σοσιαλιστικό, με «γοργό, αδιάλλειπτο πέρασμα από το ένα στο άλλο».

Το πρώτο πρόβλημα με αυτή την στρατηγική ήταν ότι το «απαρτχάιντ» ήταν συνέπεια των αναγκών του ίδιου του καπιταλισμού στην Νότια Αφρική. Η άρχουσα τάξη έκανε την Νότια Αφρική μια βιομηχανική χώρα στις πλάτες της μαύρης εργατικής τάξης και το καθεστώς των ρατσιστικών διακρίσεων ήταν η μέθοδος να τη κρατάει στη «θέση» της. Γι’ αυτό το λόγο, όταν οι μαύροι εργάτες άρχισαν να χτίζουν ανεξάρτητα συνδικάτα και να κατεβαίνουν σε συγκλονιστικές απεργίες από τη δεκαετία του ’70 και μετά, το ίδιο το καθεστώς άρχισε να τρίζει.

Γενικές απεργίες

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ότι η στρατηγική «πρώτα δημοκρατία, μετά σοσιαλισμός», μετέτρεπε το μαζικό κίνημα σε διαπραγματευτικό ατού της ηγεσίας, αλλά του έκοβε τα φτερά. Για παράδειγμα, ανάμεσα στον Φλεβάρη του 1990 όταν απελευθερώθηκε ο Μαντέλα και νομιμοποιήθηκαν το ANC και το SACP, μέχρι τις εκλογές του 1994, η συνομοσπονδία COSATU κινητοποίησε ξανά και ξανά τη τεράστια δύναμη των μαύρων εργατών σε γενικές απεργίες ενάντια στην αδιαλλαξία του καθεστώτος, μαζικές κινητοποιήσεις συνέτριψαν απόπειρες ακροδεξιών, ή μαύρων εγκάθετων του καθεστώτος. Όμως, κάθε φορά, μετά τη μάχη, η ηγεσία έδινε το σύνθημα της αυτοσυγκράτησης και της αναμονής.

Το ANC κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές. Οι αλλαγές στα υπουργικά γραφεία ήταν, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, θεαματικές. Ο Ρόνι Κάσριλς, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος, θρύλος για τη δράση του στην παρανομία και στο ΜΚ, έγινε υφυπουργός Άμυνας (το 2004 θα γινόταν και υπουργός για τις υπηρεσίες αντικατασκοπείας). Ένας κομμουνιστής αντάρτης που γίνεται υπουργός δεν είναι κάτι που το βλέπουμε και πολύ συχνά.

Μια σειρά θεωρητικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του ANC και του SACP υποστήριζαν ότι μπορεί βέβαια ο σοσιαλισμός να μην ήταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά το ειδικό βάρος των συνδικάτων, της εργατικής τάξης και της Αριστεράς στην «πλατιά συμμαχία», στο «κοινωνικό μπλοκ» θα έγερνε τη ζυγαριά. Θα εξασφάλιζε ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα ήταν επιφανειακές, αλλά «δομικές», «ριζικές». Με τους υπουργούς μας από πάνω, και με μας από κάτω, τι έχουμε να φοβηθούμε;

Όμως, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Για να δεχτεί η άρχουσα τάξη και τα κόμματα της λευκής μειοψηφίας τη μετάβαση στη δημοκρατία, ζήτησαν εγγυήσεις. Πολιτικές, όπως το μοίρασμα της κυβερνητικής εξουσίας για κάμποσα χρόνια. Οικονομικές, επίσης, και αυτό ήταν ακόμα σοβαρότερο: η κυβέρνηση δεν θα παρέκκλινε από τα συμφέροντα του καπιταλισμού. Θα έπρεπε να φροντίσει, για παράδειγμα, για τη τόνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς του. Και η ηγεσία του ANC και SACP, και τις εγγυήσεις έδωσαν και τις έκαναν πράξη.

Η πρώτη πράξη της μεταβατικής κυβέρνησης ήταν να πάρει ένα δάνειο 850 εκατομμυρίων δολαρίων από το ΔΝΤ. Οι μυστικοί όροι του δανείου, που παρόλα αυτά δημοσίευσαν ευχαρίστως οι οικονομικές εφημερίδες, προέβλεπαν τη γνωστή συνταγή: περικοπές μισθών στο δημόσιο τομέα, μείωση δημοσίων δαπανών, κατάργηση επιδοτήσεων.

Η συνέχεια ήταν η εφαρμογή όλων των νεοφιλελεύθερων συνταγών. Κάποια πράγματα άλλαξαν βέβαια, περισσότεροι μαύροι ζουν σε πιο αξιοπρεπείς κατοικίες, σε κάποιες «παραγκουπόλεις» έφτασε επιτέλους το ηλεκτρικό, χτίστηκαν σχολεία και νοσοκομεία. Όμως όλα αυτά ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Ανάμεσα στο 1995 και το 2008 το εισόδημα των μαύρων σε σχέση με των λευκών έπεσε αντί να ανέβει. Μια πρόσφατη έρευνα του ΟΗΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 1,4 εκατομμύρια παιδιά ζουν σε σπίτια που δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό, αλλά σε βρωμόνερα. Επίσης, 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε οικήματα χωρίς κατάλληλη οικοσκευή (σε απλά ελληνικά, χωρίς κρεβάτι, δυνατότητα να μαγειρέψουν ή να πλυθούν).

Κάθε φορά που οι εργάτες κατέβαιναν σε απεργίες για να διεκδικήσουν πραγματική βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, ανατροπή αυτής της πολιτικής, βρίσκονταν αντιμέτωποι με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του COSATU που τους έλεγε πότε ότι τα αιτήματά τους ήταν «παράλογα» και πότε ήταν βέβαια λογικά και δίκαια, αλλά έπρεπε να πάρουν υπόψη τους «συσχετισμούς» και να μην υπονομεύσουν με την ανυπομονησία την «κυβέρνησή μας». Βέβαια, για κάποιους γραφειοκράτες η ζωή έγινε όχι απλά πιο εύκολη, αλλά πραγματικό όνειρο. Ο Σίριλ Ραμαμφόσα ήταν πρόεδρος του NUM, του συνδικάτου των εργατών στα ορυχεία, στη διάρκεια των μεγάλων αγώνων της δεκαετίας του ’80. Στήριξε με νύχια και με δόντια την πολιτική του ANC. Και σήμερα είναι διευθύνων σύμβουλος μιας σειράς «μαύρων» εταιρειών και πολυεκατομμυριούχος.

Η μαύρη εργατική τάξη δεν σταμάτησε να παλεύει. Η απεργία στα ορυχεία της Λόμιν, είναι η συνέχεια μιας μακράς σειράς αγώνων των τελευταίων δεκαοχτώ χρόνων. Όμως, η αλήθεια είναι ότι τις κρίσιμες στιγμές, το εργατικό κίνημα αφοπλίστηκε και αποστρατεύτηκε, ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Και πληρώνει ακόμα το τίμημα.

Το αίμα των δολοφονημένων στη Μαρικάνα είναι η πιο βαριά καταδίκη όσων υποστηρίζουν ότι η ψήφος έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη συλλογική δράση των εργατών και ότι μπορούμε να έχουμε πραγματική δημοκρατία «Ελευθερία, Δουλειά και Ειρήνη» χωρίς να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό.