Βάρναλης: Αυτό το φως καίει εδώ και 90 χρόνια

Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για το ότι η ποίηση του Κώστα Βάρναλη παραμένει ζωντανή και επίκαιρη. Ο Βάρναλης ήθελε να είναι ποιητής της εργατικής τάξης και μέχρι σήμερα από κάθε μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση αποκλείεται να λείψει μια μελοποιημένη εκδοχή ποιήματός του. Στις αρχές του 1923, πριν από 90 χρόνια κυκλοφορούσε στην Αλεξάνδρεια η πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής του Κώστα Βάρναλη “Το φως που καίει”.

Το “Φως που Καίει” ήταν η συλλογή με την οποία έκανε αυτήν την επιλογή, θέτοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία του κινήματος και της οργανωμένης πάλης, μια επιλογή που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Κάτω από τον τίτλο της πρώτης έκδοσης υπήρχε μια επιγραφή: “Εν αρχή ην η τάσις προς πράξιν”. Το ίδιο το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Βάρναλης για να δημοσιεύσει είχε στόχο να τονίσει αυτή τη στροφή. Υπέγραψε ως Δήμος Τανάλιας. Όπως γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο που δημοσίευσε πρόσφατα για το Βάρναλη: “Η επιλογή του συγκεκριμένου ψευδωνύμου ήταν μια αντίδραση στην καλλιέπεια των ονομάτων που επέλεγαν οι δημιουργοί της εποχής.” Ο ίδιος μάλιστα ήθελε να γίνει πιο περιπαικτικός και να υπογράψει ... “Σφύρος Δρεπάνης”. Ο Ριζοσπάστης της εποχής έγραφε ότι τα ποιήματα στο “Φως που καίει” “σαν τανάλιες βγάνουν μια μια τις ψευτοϊδέες και ψευτοπεποιθήσεις που σχηματίζονται από την πνευματική τροφή που μας παρείχαν ως τώρα”.

Η σύγκρουση με τις παλιές ιδέες αφορά και τον ίδιο τον Βάρναλη. Το πρώτο και μεγαλύτερο από τα ψέματα που έρχεται σε ρήξη είναι ο εθνικισμός. Ο Βάρναλης είχε γεννηθεί στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας το 1884, είχε ζήσει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τους Βαλκανικούς Πολέμους, στη συνέχεια τον Α' Παγκόσμιο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο Βάρναλης εκείνη την εποχή, μέσα στον πυρετό του πολέμου, θα γράψει ποιήματα εθνικιστικά. Ανήκει όμως σε μια ολόκληρη γενιά που βλέποντας μπροστά στα μάτια της το μακελειό και την απάτη του πολέμου στρέφεται στις σοσιαλιστικές ιδέες και στην οργάνωση. Ο ίδιος λέει πως συνειδητοποιήθηκε περισσότερο στο Παρίσι, όπου βρέθηκε για κάποιες σπουδές το 1923-1924, ερχόμενος σε επαφή με τις αντιπολεμικές οργανώσεις και το Μαρξισμό. Η Ρώσικη Επανάσταση του 1917 έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Στα τέλη του 1922 είχε γράψει το ποίημα “Λευτεριά” απαντώντας στο ποίημα του Παλαμά “Λύκοι” στο οποίο με λύκους παρομοιάζονταν οι Μπολσεβίκοι.

Άλλο δρόμο

Κοιτώντας πίσω την μέχρι τις μέρες του ποίηση, ο Βάρναλης βλέπει ποιητές να ψάχνουν να βρουν την ομορφιά και την απελευθέρωση στις υψηλές ιδέες, στη “μορφή” και στο “απόλυτο”. Γι'αυτό στο “Φως που καίει” αναγκάζεται να διαχωρίσει τη θέση του και να δηλώσει ότι θα ακολουθήσει άλλο δρόμο, το δρόμο της επανάστασης. Για την “υψηλή ποίηση” γράφει:

Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,

αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,

και που ανασταίνω

μέσα από τους τάφους

παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,

χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος

οπίσω, οπίσω, οπίσω,

σκοτώνοντας τη ζωή

και τη λαχτάρα της για Φως,

για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!

Το “Φως που καίει” σόκαρε και ενόχλησε. Σώζεται μάλιστα ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης, πάνω στο οποίο ένας ρουφιάνος έκανε σημειώσεις και τις έστειλε στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο για να ασκηθεί δίωξη στον Βάρναλη ή τουλάχιστον να χάσει τη δουλειά του σαν εκπαιδευτικός. Ο ρουφιάνος έγραφε: “Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολήν του Γληνού.

Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από της σελίδος 61 μέχρι τέλους.

Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον!”.

Όπως σημειώνει ο Νίκος Σαραντάκος που έχει αναδείξει το συγκεκριμένο αντίτυπο: “ο Βάρναλης ήταν πράγματι βαρήκοος, ενώ ο χαρακτηρισμός Βουλγαρικόν κτήνος μάλλον εννοεί το ότι ο Βάρναλης είχε γεννηθεί στην Ανατολική Ρωμυλία (και όχι ότι ήταν αριστερός μια και το 1925 δεν έλεγαν Βούλγαρους τους κομμουνιστές). Κατά τα άλλα, η εθνικοφροσύνη έσκιζε τα ρούχα της για τον εκτός των συνόρων ελληνισμό.”

Η απεργία στο Πασαλιμάνι τον Αύγουστο του 1923 με τους 11 νεκρούς εργάτες, όπως και το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, θα δέσουν ακόμη περισσότερο τον Βάρναλη με τη στρατευμένη πάλη. Γίνεται συνεργάτης του Ριζοσπάστη από νωρίς και σε αυτή τη θέση επιστρέφει και σε άλλες στιγμές της ζωής του. Το 1932 μαζί με άλλους διανοούμενος υπογράφει ένα κείμενο ενάντια στον επερχόμενο πόλεμο γράφοντας “ο καινούριος πόλεμος που ετοιμάζεται πρέπει να σημάνει τη θανατική καταδίκη του καπιταλισμού. Πρέπει να γίνει ο τάφος του”, ενώ το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, παίρνει μέρος στην Αντιχιτλερική Επιτροπή Βοήθειας στα Θύματα του Ναζισμού. Ο Βάρναλης θα παραμείνει στη διαρκή στράτευσή του με φυλακές και εξορίες.

Μια από όλες αυτές τις φορές ήταν το 1940, στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου, για την οποία αξίζει να αφήσουμε τον ίδιο τον Βάρναλη να μας θυμίσει.

Eναντίον του φασισμού

Η επικαιρότητα του κειμένου είναι προφανής: “Το νόημα που έδινε η 4η Αυγούστου στο 'αλβανικό έπος” μας το εξήγησε με τρόπον επίσημον ο τότε διευθυντής της Ασφάλειας, κ. Παξινός... “εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι πήραμε στα σοβαρά (όπως κι ο λαός) τον πόλεμο κατά των 'βάρβαρων επιδρομέων'. Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους -εναντίον του 'φασισμού'. Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του ιταλικού και του γερμανικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το 'σύστημα'. Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς που τους χαλούσαμε τη 'δουλειά'... Ο κ. Διευθυντής κοφτά και μελτημένα μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας, βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και την 4η Αυγούστου και σ' αυτήν την άποψη δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο. Μ' άλλα λόγια, εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός, που μας μισούσε ή που είχε καταχτητικές βλέψεις.”

• Στοιχεία για το κείμενο αυτό πήραμε από το βιβλίο “Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του”, του Ηρακλή Κακαβάνη, από τις εκδόσεις Εντός, όπως και από την ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου: http://tinyurl.com/agl45e5