Συνεντεύξη με τον Σταύρο Μαυρουδέα: Χρειάζεται αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα

Μεγάλο μέρος της κυβερνητικής προπαγάνδας αναλώνεται στην ιδέα ότι αφού πιάσαμε πάτο, τώρα μετά τη δόση «ανεβαίνουμε». Πόσο πραγματική βάση έχει αυτή η προπαγάνδα όσον αφορά στο ξεπέρασμα των αδιεξόδων και της κρίσης;

Πρόκειται για φθηνούς γκαιμπελισμούς. Υποστηρίζεται ότι επιτέλους (μετά από τρία Μνημόνια και αρκετές αναθεωρήσεις τους, σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 21% την περίοδο 2008-2012 και αναμενόμενη μεγάλη ύφεση τουλάχιστον για άλλα δύο χρόνια και ραγδαία καταβαράθρωση του επιπέδου ζωής των εργαζόμενων) η Μνημονιακή στρατηγική λύνει την ελληνική κρίση. Ιδιαίτερα προβάλλεται ότι μειώνονται (α) περισσότερο από το προβλεπόμενο το δημοσιονομικό έλλειμμα και (β) το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Έτσι ζητείται από το λαό να υπομείνει τις θυσίες που έχει κάνει (και να δεχθεί και άλλες που αναγκαστικά θα χρειασθούν όσο και αν διαψεύδονται δια κυβερνητικών χειλέων).

Πρόκειται για μία άθλια κυβερνητική και συστημική (είναι χαρακτηριστική η συμπόρευση ακόμη και «αντι-μνημονιακών ΜΜΕ) γκαιμπελική προπαγάνδα. Είναι χαρακτηριστική η απάτη όσον αφορά το πρωτογενές έλλειμμα. Αρχικά παρουσιάσθηκαν με πηχυαίους τίτλους τα στοιχεία του 10μήνου Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2012 όπου εμφανιζόταν για πρώτη φορά πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,3 δισ. Ευρώ. Μόλις μερικές μέρες μετά, με πιο σεμνούς τίτλους, παρουσιάσθηκαν τα συνολικά στοιχεία για το 2012 όπου βέβαια το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 3.5 δις!!!

Πρώτον, η βελτίωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι τεχνητή και φυσικά στις πλάτες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Προκύπτει από:

(α) την δραματική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων-ΠΔΕ (το 2012 προϋπολογίσθηκε σε 7.7 δις και μειώθηκε σε 6.1 δις)

(β) τις διαδοχικές φοροεπιδρομές στα εισοδήματα των μικρομεσαίων και των εργαζομένων (τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δίνουν καθίζηση του εισοδήματος κατά 10,6% λόγω αύξησης των φόρων κατά 17,7% αλλά και της μείωσης κατά 11,3% των αποδοχών και κατά 10,2% των κοινωνικών παροχών) ενώ φυσικά δεν αγγίζεται ουσιαστικά το μεγάλο κεφάλαιο (πέρα από κάποιες θεαματικές συλλήψεις για προσχηματικούς λόγους)

(γ) την εσωτερική στάση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου προς τους πιστωτές του (οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου φθάνουν τα 9,4 δισ. ευρώ).

Δεύτερον, η βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών οφείλεται στη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης (λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων) που οδηγεί σε κάθετη μείωση των εισαγωγών. Όμως οι εξαγωγές δεν βελτιώνονται αισθητά και παραμένουν πάντα εξαιρετικά ευμετάβλητες. Επιπλέον, η ψηλή ισοτιμία του ευρώ και η συμμετοχή στην Κοινή Αγορά (που ευνοούν δομικά το ευρω-κέντρο έναντι της ευρω-περιφέρειας) αποκλείουν κάθε βραχυπρόθεσμη δυνατότητα σημαντικής ανόδου τους. Άλλωστε η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων είναι μία μακρόχρονη διαδικασία που απαιτεί βαθιές δομικές αλλαγές. Η μόνη τέτοια που γίνεται είναι η μείωση του μισθολογικού κόστους, δηλαδή η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Έτσι η αργή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας γίνεται προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζόμενων.

Επιπρόσθετα, συγκαλύπτεται ασύστολα η βαθύτερη της προβλεπόμενης ύφεση της οικονομίας που επηρεάζει καθοριστικά την σχέση χρέους προς ΑΕΠ. Γνωρίζουν καλά ότι μόνο με στατιστικές αλχημείες θα εμφανίσουν ύφεση 6.5% για το 2012 και όχι μεγαλύτερη. Ταυτόχρονα οι προβλέψεις για -4.5% για το 2013 ήδη αμφισβητούνται ευθέως (και εύλογα) ενώ οι δηλώσεις Στουρνάρα για ανάκαμψη από τα τέλη του 2013 έχουν ανάλογη σοβαρότητα με αυτές του Γ. Παπακωνσταντίνου για ανάκαμψη στα τέλη του 2011. Με την προοπτική ισχυρής ύφεσης για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη, τόσο (α) ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ όσο και (β) η σχέση επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου προς το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας εκτροχιάζονται δραματικά.

Συνεπώς, με βάση τις ίδιες τις αστικές οικονομικές αναλύσεις, μόνο φως στην άκρη του τούνελ δεν διαφαίνεται. Αντίθετα, όπως ήδη προειδοποίησε ο Π.Τόμσεν (εκφράζοντας ιδιαίτερα την αμερικανική πλευρά και το ΔΝΤ στις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις), η επίτευξη του στόχου 120% χρέους προς ΑΕΠ το 2020 είναι ανέφικτη και, χωρίς «κούρεμα» των κρατικών δανείων της ΕΕ (πράγμα στο οποίο η τελευταία αντιδρά σφόδρα), απαιτούνται νέες περικοπές μισθών και συντάξεων.

Είναι ικανοποιητικές οι απαντήσεις που δίνει σήμερα η επίσημη Αριστερά πάνω στο ζήτημα της κρίσης;

Η επίσημη Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ) δείχνει για άλλη μία φορά τα πολιτικά της όρια. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ πλέον «καθεστωτικοποιείται» με ραγδαίους ρυθμούς. Οι πρόσφατες συναντήσεις και ομιλίες Τσίπρα σε Γερμανία και Ουάσιγκτον – και οι οποίες είναι προφανώς μόνο η κορυφή του παγόβουνου - δείχνουν ότι η πολιτική ραχοκοκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται πλήρως τις εγχώριες και διεθνείς συστημικές δεσμεύσεις.

Ειδικότερα, όσον αφορά το οικονομικό πρόγραμμα του, πέρασε πια από τον ετερόκλητο προεκλογικό αριστερο-δεξιό αχταρμά στην εξόφθαλμη αποδοχή της στρατηγικής της αστικής τάξης και της ΕΕ: από το «ευρώ δεν είναι φετίχ» και την άμεση κατάργηση του Μνημονίου έφθασε στο «ευρώ εθνικό νόμισμα» και στη διαπραγμάτευση του Μνημονίου (α-λα Σαμαράς;). Είναι απορίας άξιο τι ελπίζουν να κάνουν μέσα σε αυτόν τον χειροπόδαρα δεμένο πολιτικό χώρο οι υπαρκτές αριστερές συνιστώσες του. Αν τόσο γρήγορα δηλώνονται οι συστημικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ τι θα γίνει αν βρεθεί στα πρόθυρα της κυβερνητικής εξουσίας; Το ίδιο ισχύει και για αριστερές ομαδοποιήσεις που προσανατολίσθηκαν στην κριτική στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Σε τι μπορεί να βοηθήσει η εκ των έξω προσπάθεια να πιεσθεί στα αριστερά ένας πολιτικός οργανισμός που ο ίδιος ο γονότυπος του δεν το δέχεται και εξοβελίζει ακόμη και δικά του τμήματα όταν κινηθούν στην κατεύθυνση αυτή;

Από την άλλη το ΚΚΕ, με τη σημερινή ηγεσία και γραμμή του, οχυρώνεται πίσω από ένα φραστικό αντικαπιταλισμό και μία πρακτικά γραμμή παράδοσης στον αντίπαλο: καταγγέλλει σε όλους τους τόνους τον καπιταλισμό, αλλά απέχει από κάθε κρίσιμο αγώνα και συσπείρωση για την ανατροπή του. Συνεχίζει το σεκταριστικό απομονωτισμό του όχι μόνο από την αντικαπιταλιστική Αριστερά αλλά και από τις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες και τα καθοριστικά μέτωπα μαζικής πάλης.

Όσον αφορά το οικονομικό πρόγραμμα του, αγνοεί όλη τη μακρά κομμουνιστική εμπειρία μεταβατικών προγραμμάτων (ταυτίζοντας την άκριτα με την αδιέξοδη θεωρία των σταδίων που όμως όλη η σημερινή ηγετική ομάδα του είχε υποστηρίξει ασμένως στο άμεσο παρελθόν) και απαιτεί την άμεση μετάβαση στο σοσιαλισμό, την οποία βέβαια δεν θεωρεί εφικτή σήμερα. Αυτό καταδικάζει τον κόσμο του ΚΚΕ στην αφασία και τον απομονώνει από τις λαϊκές μάζες. Βέβαια, όταν η κατάσταση αυτή φθάνει σε οριακά σημεία, η ίδια ηγεσία επιδίδεται σε φθηνά οπορτουνιστικά κόλπα προβάλλοντας κάποια άμεσα αιτήματα και αγώνες που όμως δεν συγκροτούν ένα ενιαίο μεταβατικό πρόγραμμα και που η ίδια θεωρεί ότι δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

Όμως και η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει και γι’ αυτό δεν έχει κατορθώσει, παρά τα θετικά βήματα, να κεφαλαιοποιήσει μία λαϊκή απήχηση και δυναμική. Έτσι, παρά την καθοριστική πολλές φορές συμβολή της σε μαζικούς αγώνες, δεν έχει συγκροτήσει ούτε ένα επαρκές αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα (και κατά καιρούς τμήματα της παρέπαιαν σε αδιέξοδες συσπειρώσεις π.χ. ΕΛΕ) ούτε μία θαρραλέα πολιτική συμμαχιών.

Υπάρχει εναλλακτική πρόταση προς όφελος των εργαζομένων και των φτωχών και σε ποιους άξονες πρέπει να κινηθεί;

Έχει ήδη χαθεί κρίσιμος χρόνος. Απαιτείται άμεσα η συγκρότηση, με πρωτοβουλία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ενός Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου στη βάση ενός αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος. Το τελευταίο είναι ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής που πρέπει να απευθύνεται στις εργαζόμενες μάζες χωρίς όμως να τίθεται σαν προϋπόθεση αποδοχής ο τελικός ορίζοντας του. Το οικονομικό σκέλος αυτού του προγράμματος συζητείται ήδη εκτενώς, όπως στην πρόσφατη οικονομική ημερίδα του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών. Ο βασικός κόμβος αυτού του προγράμματος είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ γιατί συμπυκνώνει στη σημερινή συγκυρία το σύνολο των αντιθέσεων και διαχωρίζει την αστική από την προλεταριακή στρατηγική. Οι βραχυπρόθεσμοι πυλώνες του είναι:

(1) Η στάση εξωτερικών πληρωμών

(2) Ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων

(3) Η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος

(4) Η επιβολή συστήματος προοδευτικής φορολογίας

(5) Η εισαγωγή εθνικού νομίσματος και η κατάλληλη διαχείριση του

(6) Ένα σύστημα ελέγχου των τιμών

(7) Μία διακριτική εμπορική πολιτική που να οικοδομεί διεθνείς οικονομικές συμμαχίες

Ο καθοριστικός όμως μακροπρόθεσμος πυλώνας του είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας που μπορεί να γίνει μόνο με κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο των βασικών οικονομικών κλάδων. Αυτή η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται ανάλογη βιομηχανική πολιτική (δημιουργίας, προστασίας και στήριξης συγκεκριμένων κλάδων) και εμπορική πολιτική.

Τη συνέντευξη πήρε ο Γιώργος Πίττας

• Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι πανεπιστημιακός, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας