Οι Μπολσεβίκοι και οι τράπεζες

Στο ξημέρωμα της 25 Οκτώβρη 1917 μερικές δεκάδες ναύτες και στρατιώτες μπήκαν στο κτίριο της Κρατικής Τράπεζας στην Πετρούπολη και το κατέλαβαν, εξ’ ονόματος των Σοβιέτ. Περίπου την ίδια ώρα, άλλα αποσπάσματα καταλάμβαναν το κεντρικό τηλεγραφείο, το κτίριο της τηλεφωνικής εταιρείας, εκτελώντας τις εντολές της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του Σοβιέτ της πόλης, με πρόεδρό της τον Λέον Τρότσκι.

Το 1871 οι εργάτες της Παρισινής Κομμούνας δεν είχαν καταλάβει την Κεντρική Τράπεζα. Ήταν ένα από τα λάθη που είχε επισημάνει ο Μαρξ. Ο Λένιν και οι σύντροφοί του ήταν αποφασισμένοι να μην κάνουν τα ίδια λάθη.

Τα σοβιέτ και οι μπολσεβίκοι δεν διέθεταν εμπειρογνώμονες και «τεχνοκράτες». Ο πρώτος επίτροπος της Κρατικής Τράπεζας ήταν ο Σ. Σ. Πεστκόβσκι. Δεν ήταν καν μέλος των μπολσεβίκων. Για τον πρώτο Λαϊκό Επίτροπο Οικονομικών, τον Μενζίνσκι που τον πρότεινε και τον Λένιν που υπέγραψε το διορισμό του, είχε όση εμπειρία χρειαζόταν: κάποτε είχε δουλέψει για ένα μικρό χρονικό διάστημα γραφιάς σε μια γαλλική τράπεζα.

Η Κρατική Τράπεζα δεν ήταν βέβαια όλο το τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας. Υπήρχαν πολλές άλλες. Ιδιωτικές –πολλές ξένες- συνεταιριστικές, εταιρείες επενδύσεων. Η Κεντρική Τράπεζα έλεγχε το νόμισμα και την κυκλοφορία του και επίσης χορηγούσε δάνεια στις εμπορικές. Οι τραπεζίτες έκαναν τα γνωστά και σήμερα παιχνίδια. Θαλασσοδάνεια σε βιομήχανους και μεγαλεμπόρους, κερδοσκοπία με τα κρατικά ομόλογα και το χρέος στα χρηματιστήρια του Παρισιού και του Λονδίνου.

Οι εργάτες είχαν τα εργοστάσια στα χέρια τους. Στα τέλη Οκτώβρη ένα διάταγμα της νέας εξουσίας καθιέρωνε και επίσημα τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή –τις εξουσίες των εργοστασιακών επιτροπών που είχαν γεννηθεί στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών. Αλλά πώς θα έβρισκαν κονδύλια για να πάρουν τις απαραίτητες για τη λειτουργία τους πρώτες ύλες; Πώς θα πληρώνονταν οι μισθοί;

Δημόσιο χρέος

Οι τραπεζίτες είχαν προλάβει να πάρουν τεράστια ποσά από την Κρατική Τράπεζα. Τώρα τα χρησιμοποιούσαν για να χρηματοδοτήσουν την αντεπανάσταση. Την ίδια στιγμή το δημόσιο χρέος ήταν θηλιά στο λαιμό της νέας εξουσίας των εργατών. Τα δάνεια που είχε πάρει το τσαρικό καθεστώς απορροφούσαν ήδη το μισό του εισοδήματος.

Στις 14 Δεκέμβρη 1917 οι μπολσεβίκοι έκοψαν τη θηλιά με μια κίνηση. Το πρωί εκείνης της ημέρας η Κόκκινη Φρουρά (η εργατική πολιτοφυλακή) κατέλαβε όλες τις τράπεζες. Αργότερα την ίδια μέρα δημοσιεύτηκε το Διάταγμα για την κρατικοποίησή τους και την συγχώνευσή τους στη Κρατική Τράπεζα, χωρίς αποζημίωση για τους μεγαλο-μετόχους. Αλλά επίσης πρόβλεπε ότι «τα συμφέροντα των μικροκαταθετών προστατεύονται πλήρως».

Ένα δεύτερο διάταγμα προέβλεπε το άνοιγμα όλων των τραπεζοθυρίδων, την καταγραφή του περιεχομένου τους και την κατάσχεση του χρυσού που είχαν καταχωνιάσει εκεί οι πλούσιοι, οι αριστοκράτες, οι καπιταλιστές. Όσα διευθυντικά στελέχη αρνήθηκαν να δώσουν τα «κλειδιά» και τα στοιχεία, πήγαν σηκωτοί από τους Κοκκινοφρουρούς στη φυλακή.

Την ίδια μέρα στην συνεδρίαση της Πανρωσικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ, ο Λένιν αντιμετώπιζε τις αντιρρήσεις ενός αριστερού μενσεβίκου, τον Ανβίλοφ. Ο τελευταίος τασσόταν «επί της αρχής» υπέρ του μέτρου. Αλλά –πάντα αυτό το «αλλά»- υποστήριζε ότι αυτό το μέτρο ήταν πρόωρο και τυχοδιωκτικό στις δεδομένες συνθήκες και συσχετισμούς: οι τραπεζικές υποθέσεις είναι περίπλοκες, χρειαζόμαστε την συνεργασία αυτών που τις γνωρίζουν από τα μέσα (δηλαδή των τραπεζιτών), το μόνο που θα καταφέρει αυτή η «μονομερής» ενέργεια θα είναι να ρίξει την αξία του ρουβλιού, θα υπάρξει χάος. Στο κάτω-κάτω σύντομα οι ιδιωτικές τράπεζες θα ξέμεναν από ρευστό και θα εξαρτιόταν από την Κρατική Τράπεζα. Δεν υπήρχε λόγος για τέτοιες «εθνικοποιήσεις μέσω των Κοκκινοφρουρών».

Ο Λένιν απάντησε με δυο επιχειρήματα. Το πρώτο ήταν ότι ο Ανβίλοφ δεχόταν στα λόγια τα πάντα, μέχρι και τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά όταν έφτανε η ώρα της πράξης έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες. Το δεύτερο επιχείρημα ήταν: «Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το ζήτημα είναι περίπλοκο. Αλλά κανείς από εμάς, ακόμα κι όσοι διαθέτουμε εμπειρία στα οικονομικά, δεν πρόκειται να προσπαθήσει να το διαχειριστεί άμεσα. Θα καλέσουμε τους ειδικούς, και από τη στιγμή που θα ‘χουμε τα κλειδιά στα χέρια μας, θα ‘χουμε και όλες τις συμβουλές που διέθεταν οι εκατομμυριούχοι. Όποιος θέλει να δουλέψει θα ‘ναι καλοδεχούμενος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα προσπαθήσει να μετατρέψει την επαναστατική πρωτοβουλία σε κενό γράμμα».

Ένα μήνα περίπου πριν την Επανάσταση του Οκτώβρη, ο Λένιν είχε γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Η Καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε». Έγραφε για την εθνικοποίηση των τραπεζών:

«Όπως είναι γνωστό οι τράπεζες αποτελούν τα κέντρα της σύγχρονης οικονομικής ζωής» και άρα όποιος μιλάει για «ρύθμιση της οικονομικής ζωής» χωρίς να μιλάει για εθνικοποίηση των τραπεζών είναι απατεώνας.

Ερώτημα

Έθετε το ερώτημα: μήπως το να βάλει χέρι το κράτος στις τράπεζες είναι μια «πολύ δύσκολη και μπερδεμένη επιχείρηση;» Ο Λένιν απαντούσε ότι όχι, δεν είναι. Αρκεί ένα διάταγμα και το έργο της εθνικοποίησης θα το αναλάμβαναν οι ίδιοι οι υπάλληλοι και οι διευθυντές.

Φυσικά, ο Λένιν δεν ήταν αφελής:

«Είναι ευνόητο ότι ακριβώς οι διευθυντές και οι ανώτεροι υπάλληλοι θα πρόβαλλαν αντίσταση, θα προσπαθούσαν να εξαπατήσουν το κράτος, να τραβήξουν την υπόθεση σε μάκρος κτλ, γιατί οι κύριοι αυτοί θα έχαναν τις ιδιαίτερα προσοδοφόρες θεσούλες τους, θα έχαναν τη δυνατότητα να κάνουν ιδιαίτερα επικερδείς σπεκουλάντικες επιχειρήσεις. Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η ουσία».

Και πρότεινε μια λύση:

«Θα αρκούσε να εκδώσει [το κράτος] ένα διάταγμα που θα προβλέπει την ποινή της δήμευσης της περιουσίας και της φυλάκισης των διευθυντών, των μελών της διεύθυνσης, των μεγάλων μετόχων, για την παραμικρότερη χρονοτριβή στην υπόθεση και για την προσπάθεια να αποκρύψουν έγγραφα και λογαριασμούς, θα έφτανε λ.χ να ενωθούν χωριστά οι φτωχοί υπάλληλοι και να χορηγείται χρηματική αμοιβή σε όσους ανακαλύπτουν τις απάτες και τις κωλυσιεργίες των πλουσίων, -και η εθνικοποίηση των τραπεζών θα γινόταν ομαλότερα από ομαλά, γρηγορότερα από γρήγορα».

Όταν ο Λένιν μιλάει για το κράτος που θα είναι «επαναστατικό και δημοκρατικό» στην «πράξη και όχι στα λόγια», έχει στο νου του τα σοβιέτ, τα συμβούλια των εργατών και των φαντάρων που είχε γεννήσει η επανάσταση. Η εθνικοποίηση των τραπεζών (και των ασφαλιστικών εταιρειών) πήγαινε στη λογική του χέρι-χέρι με τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και τη διανομή. Γράφει, στο ίδιο κείμενο, σχετικά με την δημοσιονομική κατάρρευση και τον πληθωρισμό:

«Οι οργανωμένοι σε ενώσεις εργάτες και αγρότες, εθνικοποιώντας τις τράπεζες, καθιερώνοντας με νόμο για όλους τους πλούσιους την υποχρεωτική κυκλοφορία επιταγών, καταργώντας το εμπορικό απόρρητο, εφαρμόζοντας τη δήμευση της περιουσίας για την απόκρυψη εισοδημάτων κτλ, θα μπορούσαν με εξαιρετική ευκολία να κάνουν τον έλεγχο και πραγματικό και καθολικό, τον έλεγχο ακριβώς πάνω στους πλούσιους, ένα τέτοιο ακριβώς έλεγχο που θα επέστρεφε στο δημόσιο ταμείο τα χαρτονομίσματα που εκδίδει, παίρνοντάς τα πίσω από εκείνους που τα έχουν, από εκείνους που τα κρύβουν».

Και θέτει αμέσως μετά το ερώτημα:«Μπορούμε να πάμε μπροστά, αν φοβόμαστε να βαδίσουμε προς τον σοσιαλισμό;»

Μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή που μας απειλεί, η σημερινή Αριστερά καλά θα έκανε να έπαιρνε σοβαρά τις συμβουλές του Λένιν και την εμπειρία των μπολσεβίκων.