70 χρόνια από την εκτέλεση του Παντελή Πουλιούπουλου

Στις 6 Ιούνη του 1943 ο ιταλικός στρατός εκτέλεσε 106 πολιτικούς κρατούμενους στο Νεζερό, σε αντίποινα για την ανατίναξη από τον ΕΛΑΣ ενός τρένου γεμάτου στρατιώτες στη σιδηροδρομική σήραγγα του Κούρνοβο. Ανάμεσά τους, ο Παντελής Πουλιόπουλος και τέσσερις ακόμα επαναστάτες τροτσκιστές: Γιάννης Ξυπόλητος, Νώντας Γιαννακός και Γιάννης Μακρής.

Ο Πουλιόπουλος μίλησε στους Ιταλούς στρατιώτες στη γλώσσα τους, παρακινώντας τους να στρέψουν τα όπλα ενάντια στους «δικούς τους» ιμπεριαλιστές και τους φασίστες αξιωματικούς τους και να ενωθούν με τα ταξικά αδέλφια τους εργάτες στην Ελλάδα στην κοινή πάλη.

Ο Πουλιόπουλος πέθανε όπως έζησε: διεθνιστής και επαναστάτης. Βάδισε μέχρι τέλους το δρόμο που επέλεξε ως νεαρός φαντάρος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας το 1920.

Ογδόντα χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατό του, το έργο του ζει. Γιατί ο Πουλιόπουλος είναι ο πιο σημαντικός μαρξιστής που έχει γεννήσει η Αριστερά και το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα.

Ο μαρξισμός του Πουλιόπουλου δεν ήταν ακαδημαϊκός. Ήταν μια διαρκής προσπάθεια να μπει η θεωρία στην υπηρεσία της επαναστατικής πράξης. Να χτιστεί ένα επαναστατικό κόμμα που θα οδηγήσει τους αγώνες στη νίκη.

Απέναντι σε μια Αριστερά με τη στρατηγική της ήττας, οι ιδέες και η δράση του Πουλιόπουλου μας δίνουν το κόκκινο νήμα που συνδέει τις ανταρσίες και την αμφισβήτηση του χτες, με την αντικαπιταλιστική, επαναστατική αριστερά του σήμερα.


Ηγέτης του ΣΕΚΕ

Ο Παντελής Πουλιόπουλος γεννήθηκε το 1900 στη Θήβα και έγινε επαναστάτης το 1920 όταν από τα φοιτητικά αμφιθέατρα βρέθηκε επιστρατευμένος στην Μικρά Ασία.

Οι επεκτατικές φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού γνώριζαν στιγμές δόξας το 1919 και το 1920. Ο Βενιζέλος υλοποιούσε την Ελλάδα των Δυο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών». Η συμπαράταξη με τους ιμπεριαλιστές της Αντάντ στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έμοιαζε να αποδίδει. Για τους καπιταλιστές: χρυσά κέρδη και νέα εδάφη που έλπιζαν να απλώσουν την κυριαρχία τους.

Για τους εργάτες και τους αγρότες ο πόλεμος ήταν μισητός γιατί σήμαινε αίμα και φτώχεια. Το ταξικό χάσμα κατάπινε τους εθνικούς θριάμβους. Φρόντιζαν άλλωστε κι οι κυβερνήσεις γι’ αυτό. Το εργατικό κίνημα έδινε μεγάλες μάχες και συχνά οι επιστρατευμένοι απεργοί κατέληγαν στην Μικρά Ασία –όπως έγινε με εκατοντάδες σιδηροδρομικούς το 1921.

Την ίδια στιγμή φυσούσε ο «αέρας του βοριά». Μια λογοτεχνική μεταφορά για τον Κόκκινο Οκτώβρη του 1917 που έδωσε την εξουσία στους εργάτες και έβγαλε την Ρωσία από τον πόλεμο. Είναι μια φράση παρμένη από το μανιφέστο «Η φωνή των στρατιωτών του μετώπου» που δημοσίευσε η εφημερίδα Εργατικός Αγώνας τον Οκτώβρη του 1920. Συγγραφέας ο Πουλιόπουλος.

O Πουλιόπουλος μαζί με άλλους συντρόφους, κάποιοι από τα φοιτητικά έδρανα, όπως ο Μοναστηριώτης, ο Οικονόμου, ο Νίκολης, συγκροτούν μια αντιπολεμική ομάδα στο Σύνταγμα Τηλεγραφητών με έδρα την Σμύρνη και εκδίδουν μια μικρή πολυγραφημένη εφημερίδα, τον Ερυθρό Φρουρό. Ερχονται σε επαφή με έλληνες και τούρκους σοσιαλιστές στην πόλη. Συλλαμβάνονται και μένουν στις στρατιωτικές φυλακές για μήνες. Όπως θυμάται ο Μοναστηριώτης «Οι κρατούμενοι μας έδειχναν πολύ σεβασμό. Μας έλεγαν, ότι γυρεύουμε το γενικό καλό, όταν τους λέγαμε τις ιδέες μας. Τους άρεσε που τοποθετούσαμε το αντιπολεμικό τους αίσθημα, σε πολιτική βάση.»

Το 1923-1924 η «γενιά του Μετώπου» οι «Παλαιοί Πολεμιστές» (οι περισσότεροι μόλις είχαν περάσει τα 20) θα βρεθούν επικεφαλής του ΣΕΚΕ. Ρίχτηκαν στην προσπάθεια να δυναμώσουν το κόμμα, να διατηρήσουν τον επαναστατικό του προσανατολισμό κρατώντας ταυτόχρονα την επαφή του με την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους. Προϊόν μιας τέτοιας προσπάθειας ήταν το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών.

«Πόλεμος κατά του Πολέμου»

Ο Πουλιόπουλος θα εκλεγεί στην ηγεσία της Ομοσπονδίας τους και θα γράψει τη διακήρυξη του Πρώτου Συνεδρίου τους, με τίτλο «Πόλεμος κατά του Πολέμου» (με το ψευδώνυμο Φίλιππος Ορφανός).

Ο Πουλιόπουλος θα εκλεγεί γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ) στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριό του τον Νοέμβρη του 1924, το οποίο αποφάσισε και τη μετονομασία του σε ΚΚΕ. Η δικτατορία του Πάγκαλου ανακόπτει αυτή την προσπάθεια. Ο Πουλιόπουλος μαζί με άλλους συντρόφους θα συρθούν στα στρατοδικεία και τις φυλακές γιατί υπεράσπισαν τις διεθνιστικές αρχές στις δίκες για το «Μακεδονικό».

Όμως, τα προβλήματα ήταν βαθύτερα και πιο περίπλοκα. Τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου στρέφονταν στην Κομμουνιστική Διεθνή ως την πυξίδα που θα τα βοηθούσε να προσανατολιστούν στις νέες συνθήκες. Όμως, η πυξίδα έδινε λάθος προσανατολισμούς. Η άνοδος της γραφειοκρατίας στη Ρωσία, το δόγμα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», οδηγούσαν τη Διεθνή σε αυτό που αργότερα ο Τρότσκι ονόμασε «γραφειοκρατικά ζιγκ ζαγκ στα αριστερά και στα δεξιά».

Στην Ελλάδα το κόμμα συγκλονίζεται από τις εσωκομματικές συγκρούσεις: τι στάση κρατάμε στο Μακεδονικό; Πως παρεμβαίνουμε στο συνδικαλιστικό κίνημα; Τι είδους κόμμα χτίζουμε; Ο Πουλιόπουλος κι άλλοι σύντροφοι θα συγκρουστούν με συνθήματα που ρίχνει η ηγεσία όπως «Αριστερή Δημοκρατία» ή «Πραγματική Δημοκρατία» δηλαδή για κυβερνήσεις και «στάδια» πριν την σοσιαλιστική επανάσταση.

Είναι μια βασανιστική διαδρομή που στο τέλος της, το 1928 θα έχει οδηγήσει στην αποχώρηση της μισής Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος και ενός αντίστοιχου ποσοστού μελών. Η Αριστερή Αντιπολίτευση έχει γεννηθεί και σύντομα θα βρει τον προσανατολισμό της συντασσόμενη με τις ιδέες του Τρότσκι.


Πάλη για τον Σοσιαλισμό

Το 1934 ο Παντελής Πουλιόπουλος με εντολή του Σπάρτακου, της οργάνωσης της Αριστερής Αντιπολίτευσης, γράφει το βιβλίο «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα». Είναι ένα βιβλίο που σήμερα γίνεται ξανά επίκαιρο μέσα στις αντιπαραθέσεις που εκτυλίσσονται στην Αριστερά για τον ελληνικό καπιταλισμό μέσα στην κρίση και για την προοπτική των αγώνων μας.

Το βιβλίο ήταν η απάντηση της οργάνωσης στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε του ΚΚΕ (Γενάρης 1934), στον τρόπο που ανέλυε τον ελληνικό καπιταλισμό και στη στρατηγική που χάραζε. Το ΚΚΕ εγκατέλειψε την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης στο όνομα ενός «ενδιάμεσου» σταδίου, «αστικοδημοκρατικού» που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό.

Στα λόγια δεν άλλαζαν πολλά. Η ίδια η απόφαση μιλούσε για μια πορεία «λίγο ή πολύ γρήγορου περάσματος» στην σοσιαλιστική επανάσταση. Στην πραγματικότητα, ήταν μια ριζική αλλαγή στρατηγικής. Λίγα χρόνια χώριζαν αυτή την απόφαση από τους μεγάλους συμβιβασμούς και τα ξεπουλήματα που οδήγησαν το κίνημα στην ήττα. Οι «Βάρκιζες» (γιατί ήταν πολλές) δεν ήταν λάθη. Ήταν προϊόν μιας συνολικής στρατηγικής.

Η ηγεσία αιτιολόγησε την στροφή σε μια ανάλυση για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η ηγεσία του ΚΚΕ τον κατέτασσε στις χώρες με «μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης», διαμορφωμένο «στρεβλά» που δεν είχε ολοκληρώσει τον «αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό» του γιατί βρισκόταν στα δεσμά της «εξάρτησης» από τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες.

Ο Πουλιόπουλος κατέρριψε την ίδια τη μεθοδολογία της ανάλυσης. Χρησιμοποίησε σαν εργαλείο τη θεωρία του Τρότσκι για τον άνισο αλλά και συνδυασμένο χαρακτήρα της ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Εξετάζοντας λεπτομερειακά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, εξηγεί ότι ακριβώς λόγω της ένταξής του σε αυτή την παγκόσμια οικονομία, ο ελληνικός καπιταλισμός συνδυάζει αξεδιάλυτα χαρακτηριστικά της ανεπτυγμένης Δύσης και της καθυστερημένης Ανατολής. Τον σύγκρινε με ένα βρέφος που γεννήθηκε γερασμένο.

Η στρατηγική του σταλινισμού έπαιρνε σαν αφετηρία την λεγόμενη “ωριμότητα των παραγωγικών δυνάμεων” μιας χώρας σαν κριτήριο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός έπρεπε πρώτα να γίνει “ώριμος” όπως η Αγγλία, η Γαλλία ή Γερμανία και μόνο τότε θα μπορούσε να μπει στην προοπτική η πάλη για τον σοσιαλισμό. Ποιος θα το έκρινε αυτό; Η ηγεσία του κόμματος που θα έκανε τη “σωστή” εκτίμηση.

Για τον Πουλιόπουλο, η ανατροπή του καπιταλισμού ήταν ζήτημα ωριμότητας του εργατικού κινήματος: πόσο δυνατό, μαχητικό είναι, πόση αυτοπεποίθηση έχει, πόσο ισχυρό είναι στο εσωτερικό του το επαναστατικό κόμμα που βάζει την προοπτική της συνολικής επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Δηλαδή αντιμετωπίζει την εργατική τάξη σαν υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής όχι σαν πρώτη ύλη για τις “κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες” που φιλοδοξεί να χτίσει η γραφειοκρατική ηγεσία.

Ενιαία επαναστατική πάλη

Εξηγούσε ότι στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού δεν μεσολαβεί κανέναν ενδιάμεσο “στάδιο”. Οι εργάτες δεν πρόκειται να υψώσουν σινικά τείχη στην πάλη τους, δηλαδή να συγκρουστούν με τους ιμπεριαλιστές αλλά να αφήσουν άθικτους τους ντόπιους καπιταλιστές. Γράφει σ' ένα σημείο:

«Για το ελληνικό προλεταριάτο η πάλη για την 'εθνικοποίηση' της Πάουερ, της Φαουντέσιον κλπ δεν είναι άλλη παρά μια μόνο και ενιαία επαναστατική πάλη για την προλεταριακή εθνικοποίηση όλων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων τόσο της Πάουερ όσο και της Ελληνικής Οινοπνευματοποιίας, τόσο της 'ξένης' Τράπεζας Αθηνών όσο και της δικής μας' Εθνικής Τράπεζας. Είναι πάλη για την απαλλοτρίωση όλων των απαλλοτριωτών, δηλαδή πάλη για την προλεταριακή επανάσταση και για το σοσιαλισμό».

Ο Πουλιόπουλος προειδοποιούσε για τις πολιτικές συνέπειες που έχουν τέτοιες αναλύσεις και «ενδιάμεσα» στάδια. Έγραφε ότι παρά «το φρασεολογικό υπερριζοσπαστισμό της» η ηγεσία του ΚΚΕ:

«Δασκαλεύει με την απόφασή της την ελληνική μπουρζουαζία πόσο συμφέρον θα είχε για την εύρυνση της εσωτερικής αγοράς της και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αν καταργούσε τις προαναφερόμενες "φεουδαρχικές σχέσεις"(;) και δεν ήταν τόσο αντιδραστική για να καταντήσει σε έναν επονείδιστο "αστικοτσιφλικάδικο συνασπισμό"».

Το «δασκάλεμα» έγινε ενεργητική πολιτική ταξικής συνεργασίας όταν το ΚΚΕ ακολούθησε από το 1935 τη στροφή στα «Λαϊκά Μέτωπα» που επέβαλε ο Στάλιν στα Κομμουνιστικά Κόμματα. Ήταν η πολιτική της συνεργασίας με τα «πατριωτικά» ή «δημοκρατικά» κόμματα της άρχουσας τάξης.

Όταν το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του με την γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη το Μάη του 1936 ο καταστροφικός χαρακτήρας αυτής της πολιτικής φάνηκε σε όλη του την έκταση. Με την πόλη στα ουσιαστικά στα χέρια των απεργών, η ηγεσία του ΚΚΕ μπήκε πίσω από την ουρά των Φιλελεύθερων πολιτευτών για να «αποκλιμακώσει την ένταση» και να κλείσει την απεργία.

Ο ματωμένος Μάης του 1936 μπορούσε να νικήσει. Να βάλει φρένο στα σχέδια του Παλατιού και του Μεταξά για δικτατορία και να ανοίξει το δρόμο για μια επαναστατική έφοδο των εργατών, όπως στην Ισπανία.

Τον Ιούνη του 1937, μέσα από τις φυλακές της δικτατορίας του Μεταξά, ο Πουλιόπουλος έγραφε σε ένα κείμενο με τίτλο «Τα Λαϊκά Μέτωπα και η προλεταριακή πολιτική»:

«Η εργατική τάξη μπορεί να καταλάβει την εξουσία μόνο αν χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της ανεξάρτητης ταξικής πάλης… Ο όγκος των μη προλεταριακών μαζών του λαού μπορεί και πρέπει να κερδηθεί με το μέρος της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού. Αυτό όμως θα κατορθωθεί μόνο όταν η ίδια η εργατική τάξη αποδείξει ότι μπαίνει μπροστά, αποφασιστικός και ικανός ηγέτης στην ανεξάρτητη, επαναστατική πάλη των τάξεων κατά της κεφαλαιοκρατίας που εξουθενώνει κι αυτές τις μάζες του πληθυσμού όπως το προλεταριάτο».


Επαναστατικό “ξέφωτο”

Το 1941 ο Παντελής Πουλιόπουλος, μαζί με εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας του Μεταξά, βρέθηκε στα χέρια της φασιστικής κατοχής. Η πίστη του στην προοπτική της επανάστασης δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο, παρά τις τραγικές ήττες που είχε υποστεί το κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς τα προηγούμενα χρόνια.

Υπόβαθρο αυτής της ιστορικής αισιοδοξίας ήταν και η εκτίμηση του Πουλιόπουλου για τον χαρακτήρα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στον οποίο είχε βυθιστεί η Ελλάδα. Ο Πουλιόπουλος εκτιμούσε ότι αυτός ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός όχι πόλεμος για τη δημοκρατία και κατά του φασισμού. Στα κείμενά του επεσήμαινε το προφανές γεγονός ότι η βασιλομεταξική δικτατορία που είχε υιοθετήσει όλα τα σύμβολα του φασισμού μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της «δημοκρατικής» Βρετανίας, γιατί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης ήταν δεμένα με εκείνα του βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Αδύναμο καθεστώς

Η δικτατορία του Μεταξά μπορεί να είχε αλυσοδέσει την εργατική τάξη, αλλά ήταν ένα αδύναμο καθεστώς, υποστήριζε ο Πουλιόπουλος, που θα το σάρωναν οι κοινωνικές θύελλες που θα γεννούσε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Άλλωστε, είχε ζήσει από πρώτο χέρι τον προηγούμενο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Γι’ αυτό μπορούσε να γράφει ήδη τον Μάη του 1941: «Το πρώτο επαναστατικό “ξέφωτο” και η πρώτη νέα επαναστατική εξόρμηση των μαζών μπορεί ν' αρχίσει στην Ευρώπη κι από τα Βαλκάνια». Και ένα μήνα μετά, τον Ιούλη του 1941, έγραφε: “Το προλεταριάτο αρχίζει να σηκώνει κεφάλι και πάλι. Τα τανκς και τα στούκας του Χίτλερ, οι μεραρχίες και οι καραμπινιέροι του Μουσολίνι, οι νέοι Μανιαδάκηδες και Τσολάκογλου, όλες αυτές οι σειρές αλυσίδας που ‘χουν ζώσει τη χώρα δεν στάθηκαν ικανές να κρατήσουν καθηλωμένο το προλεταριάτο και τις άλλες καταπιεζόμενες μάζες και να τις υποχρεώσουν να δεχθούν αδιαμαρτύρητα την κατάσταση που δημιούργησαν με τον πόλεμό τους οι Άγγλοι, οι Ιταλο-γερμανοί και ντόπιοι εκμεταλλευτές και τα μέτρα για τους πολέμους του Άξονα και τα συμφέροντα της ελληνικής μπουρζουαζίας... Δεν θα μπορέσουν να πνίξουν το ξέσπασμα της αγανάκτησης των μαζών που άρχισε κιόλας”.

Το ζήτημα ήταν με ποια στρατηγική θα διαμορφωνόταν πολιτικά το «ξέσπασμα της αγανάκτησης των μαζών». Την στρατηγική της «εθνικής ενότητας» ή την στρατηγική του διεθνισμού και της επανάστασης;

Οι δυνάμεις των επαναστατών ήταν πολύ μικρές για να γείρουν την πλάστιγγα στη σωστή μεριά.