Από τις 12 Σεπτέμβρη προβάλλεται στις αίθουσες το δεύτερο μέρος του περυσινού ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού “Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης”. Αναφέρεται σε όσα ακολούθησαν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το διωγμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών της Τουρκίας και της Ελλάδας το 1922-1924. Το οπτικό φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό αποτελείται από άγνωστες και ξεχασμένες μέχρι σήμερα εικόνες που σταχυολογήθηκαν από αρχεία της Αμερικής και της Ευρώπης και για πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Με τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923 συμφωνήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία με βάση την θρησκεία. Ουσιαστικά η συνθήκη νομιμοποίησε εκ των υστέρων τον ξεριζωμό 1,1 εκατομμυρίων Ελλήνων και 400 περίπου χιλιάδων Τούρκων. Όπως δηλώνεται στο δελτίο τύπου της ταινίας, το δεύτερο μέρος βασίζεται στην ιδέα ότι «έφτασε η στιγμή να αναγνωρίσουμε πως τα παιδιά και τα εγγόνια των ελληνορθόδοξων και μουσουλμάνων προσφύγων, μπορούν να διηγηθούν από κοινού τις ιστορίες τους. Πως έφτασε η στιγμή να διηγηθούμε ολόκληρη την ιστορία και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου και όχι μόνο τη μισή». Σ’αυτό το πνεύμα, η σκηνοθέτις προσπαθεί να σταθεί «αντικειμενικά», δηλαδή χρησιμοποιώντας τον επιστημονικό λόγο των ειδικών μελετητών σε συνδυασμό με τις συγκινησιακά φορτισμένες μαρτυρίες.
Αρχικά περιγράφεται η ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών-εθνοτήτων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν ξεκινήσει η αποσύνθεσή της. Αυτή η πρόσμειξη πολιτισμών αντικατοπτρίζεται στο τοπίο, στην αρχιτεκτονική των κτηρίων και στα διάφορα μνημεία που συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο και δηλώνουν την αρμονική συμβίωση που έτσι κι αλλιώς υπήρχε ανάμεσα στους λαούς.
Κακήν κακώς
Από αυτή την άποψη, το ντοκιμαντέρ αξίζει. Σε αντίθεση με την «belleéepoque» οπτική που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της «Σμύρνης», βλέπουμε εδώ απλούς ανθρώπους που ξεριζώνονται και φεύγουν κακήν κακώς από τις εστίες τους λόγω ενός πολέμου που ενώ οι ίδιοι δεν επέλεξαν, καλούνται να υποστούν τις συνέπειές του, και το χειρότερο στην «άλλη» πλευρά των νέων συνόρων, στην «πατρίδα», αντιμετωπίζονται με ανοιχτό ρατσισμό και περιφρόνηση.
Κι αυτό αποκαλύπτεται και για τις δυο πλευρές, ελληνική και τουρκική. Τόσο το ελληνικό κράτος όσο και το τούρκικο άφησαν τους πρόσφυγες στη μοίρα τους να λιμοκτονούν στις παρυφές των πόλεων, στο έλεος του ανερχόμενου εθνικισμού και των καλλιεργούμενων προκαταλήψεων. Για τις τοπικές κοινωνίες ήταν εσωτερικοί εχθροί, φορείς άλλων ηθών και εθίμων, για την καπιταλιστική παραγωγή πρώτης τάξης φτηνό ειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Παιδιά και εγγόνια των προσφύγων αφηγούνται με εκπληκτική ζωντάνια τις ιστορίες των δικών τους που εκτυλίσσονται στα παράλια της Μικράς Ασίας, στον Πόντο και την Καππαδοκία, αλλά και τη βόρειο Ελλάδα και την Κρήτη. Δύο από τους ομιλητές, η Καλλιόπη, κόρη ελλήνων προσφύγων από την Καππαδοκία μιλάει τουρκικά και ο Χούσνου, γιος Τούρκων προσφύγων από το Ηράκλειο Κρήτης διηγείται την ιστορία της οικογένειάς του στα ελληνο-κρητικά.
Το στοιχείο της μαρτυρίας κυριαρχεί (ευτυχώς) σε σχέση με το επιστημονικό, που δηλωμένα δεν θέλει να εκφράσει άποψη, με τελικό αποτέλεσμα το ντοκιμαντέρ αυτό να λειτουργεί πολύ πιο πολιτικά από το πρώτο μέρος της ενότητας, αποτελώντας χρήσιμο και ουσιαστικό στήριγμα για τον κόσμο που αναζητά απαντήσεις σε κόντρα τόσο με τον εθνικισμό όσο και με την «αντικειμενική» μεταμοντέρνα οπτική της ιστορίας.