«Η ζωή της Αντέλ» δεν είναι μια γκέι ταινία, ούτε μια ταινία για την ενηλικίωση και την αυτογνωσία, παρόλο που έχει να κάνει με όλα αυτά. Η Αντέλ ζει και μεγαλώνει στη Λιλ της Βόρειας Γαλλίας στη δεκαετία του ’90. Απολαμβάνει τα σπαγγέτι μπολονέζ που περίτεχνα μαγειρεύει ο πατέρας της, τις παρέες στο σχολείο -τα φτιάχνει με τον συμπαθητικό Τομάς- αγαπά τη λογοτεχνία και το αμερικανικό σινεμά, ονειρεύεται να γίνει δασκάλα. Όπως η Μαριάν, η ηρωίδα του ημιτελούς μυθιστορήματος του Μαριβό που μελετά στο λύκειο, κάτι της λείπει, νοιώθει μια ανικανοποίητη ανάγκη που αρχίζει να γίνεται συγκεκριμένη όταν διασταυρωθεί με μια αντισυμβατική νέα γυναίκα με μπλε μαλλιά. Θα τολμήσει, θα χωρίσει τον Τομάς και θα αναζητήσει το αντικείμενο του πόθου και των φαντασιώσεών της στα γκέι μπαρ της πόλης. Δεν θα δυσκολευτεί να ανακαλύψει και να γνωρίσει την Έμμα, τεταρτοετή στη σχολή Καλών τεχνών, γοητευτική, διαβασμένη και με συγκροτημένη σκέψη.
Ταξικές διαφορές
Έτσι ξεκινά μια παθιασμένη ερωτική σχέση, που οδηγεί την Αντέλ σε μια διαφορετική ζωή, σε νέες ιδέες και επιλογές, οι οποίες διασταυρώνονται και τέμνονται με τις παλιές, καθώς και με τον κοινωνικό της περίγυρο. Η Αντέλ είναι συναρπασμένη από τη σχέση της και το νέο περιβάλλον, όχι όμως και οι συμμαθήτριές της που δεν ενθουσιάζονται με τη νέα σεξουαλική της ταυτότητα. Για τους γονείς της που ανήκουν στην εργατική τάξη, ούτε λόγος να γίνεται. Οι ταξικές διαφορές ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο (σπαγγέτι στο οικογενειακό τραπέζι της Αντέλ – φρέσκα θαλασσινά και υψηλή γαστρονομία στους γονείς της Έμμα) μετράνε σε όλα και ερμηνεύουν τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες των δύο γυναικών.
Το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής αποτυπώνεται στους μαθητές που διαδηλώνουν ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του Ζιπέ, στα gay pride όπου συμμετέχουν η Έμμα και η Αντέλ, στον παιδικό σταθμό που αρχίζει να δουλεύει η δασκάλα πλέον Αντέλ. Οι δυο γυναίκες προχωρούν μαζί στη ζωή και ενσυνείδητα την απολαμβάνουν με όλες τους τις αισθήσεις. Όμως τα διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα δεν απορροφούνται από τον έρωτα. Είναι εκεί και γεννούν διαφορές, λιγότερο σε πολιτισμικό επίπεδο και περισσότερο σε επίπεδο καθημερινών αναγκών, συνηθειών και κατ’επέκταση ηθικών αξιών. Άλλος ο κόσμος της ανερχόμενης ζωγράφου κι άλλος της δασκάλας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρόλο που οι κόσμοι αυτοί συναντούνται, συνυπάρχουν και επικοινωνούν.
Η προβληματική της κοινωνικής καταγωγής και ενσωμάτωσης που απασχόλησαν τον Γαλλοτυνήσιο Κεσίς και στις προηγούμενες ταινίες του «Κους Κους με Φρέσκο Ψάρι» και «Μαύρη Αφροδίτη» απογειώνεται στη «Ζωή της Αντέλ», αυτήν αναδεικνύει και υπηρετεί ο διεισδυτικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τις ηρωίδες και τα σώματά τους: το πώς τρώνε, κάνουν σεξ, τσακώνονται, κλαίνε. Εδώ δεν χωράει το τακτ και η πολιτική ορθότητα, ούτε όμως ο μελοδραματισμός. Ο κόσμος αλλάζει και οι άνθρωποι μέσα σ’αυτόν, στεναχωρούνται, συγκρούονται, προχωρούν ή μένουν στάσιμοι, αλλάζουν πορεία και διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα, αυτή είναι η εσωτερική δύναμη στη «Ζωή της Αντέλ» και της προσδίδει διαλεκτικό πνεύμα και διαχρονικότητα που απολαύσαμε στα 175 λεπτά της διάρκειάς της.