Κινηματογράφος - Μαχαιροβγάλτης του Γιάννη Οικονομίδη

Όπως τυχαίος δεν είναι και ο σκηνοθέτης κι ας τον έχουμε γνωρίσει μόνο μέσα από τις δύο προηγούμενες μεγάλου μήκους ταινίες του, «Σπιρτόκουτο» το 2002 και «Ψυχή στο στόμα» το 2006. Ταινίες που κάνανε γνωστό και τον ίδιο ως δημιουργό, αλλά και που αποτελέσανε δύο φρέσκιες κινηματογραφικές προτάσεις για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα. Έτσι έρχεται τώρα με τον «Μαχαιροβγάλτη» να κλείσει την άτυπη αυτή τριλογία του, των μαύρων «κωμωδιών».

Παρόλο που η τρίτη του αυτή ταινία διαφοροποιείται σαφώς κινηματογραφικά από τις δύο προηγούμενες, αυτό σε καμία περίπτωση δεν την κάνει να μειονεκτεί. Αντιθέτως αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη, το ότι παρακολουθείς μια ταινία με εκείνα τα γνώριμα χαρακτηριστικά των προηγούμενων, αλλά όχι σερβιρισμένη σαν ξαναζεσταμένο φαί. Δεν ακολουθήθηκε δηλαδή ο «ασφαλής» δρόμος, του να εφαρμοστεί πιστά η δοκιμασμένη και πετυχημένη προηγούμενη συνταγή. Και με την επιτυχία που είχε σημειώσει κυρίως η «Ψυχή στο στόμα», αυτό φαντάζει ακόμα σημαντικότερο. Ας πούμε καλύτερα ότι συνεχίζεται το τελευταίο ημίωρο της «Ψυχής στο στόμα» με άλλα «μέσα» στον «Μαχαιροβγάλτη. Ασπρόμαυρο αυτήν την φορά, αφήνει περισσότερο χώρο στις κινηματογραφικές εικόνες, με την βοήθεια στην φωτογραφία από τον Δημήτρη Κατσαϊτη, να αποτελέσουν κομμάτι της αφήγησης. Κινηματογραφικά απομακρύνεται από το ύφος των δύο προηγούμενων ταινιών, με τους συνεχείς διαλόγους, τους γρήγορους ρυθμούς και τις λεκτικές εντάσεις – «μπινελίκια», βγάζοντας ένα πιο «άρτιο» και πιο «σκοτεινό» κινηματογραφικό αποτέλεσμα, συνεπικουρούμενο όμως κι από ένα χιούμορ, πιο υπερρεαλιστικό όσο και υποχθόνιο.

Αφήνει την εικόνα λοιπόν να μιλήσει για όσα οι χαρακτήρες της δε λένε. Για όσα δεν υψώνουν τη φωνή τους. Κραυγάζουν όμως μέσα από τις σιωπές τους και την ανικανότητα τους να βγούνε από τον απύθμενο βυθό της σύγχρονης μιζέριας που τους τραβά στη δίνη της. Όσο πιο βαθιά βουλιάζουν, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτουν την δυσκολία του να υπερβείς τα όρια του εαυτού σου.

Αγρίμι

Ο πρωταγωνιστής Νίκος (Στάθης Σταμουλακάτος), παρομοιάζεται μ’ έναν αιχμαλωτισμένο κροκόδειλο, ατραξιόν σε μια ταβέρνα, σαν ένα αιμοβόρο αγρίμι δηλαδή, χοντρόπετσο, που λουφάζει όντας σε αιχμαλωσία, αλλά και που δεν παύει να καραδοκεί για την παραμικρή αδυναμία η ρωγμή που θα καταφέρει να διακρίνει και που θα αποτελέσει την ευκαιρία του για να επιτεθεί. Αυτό με απλά λόγια.

Γιατί αλλιώς, η ιστορία έχει ως εξής: Ο Νίκος περνάει τεμπέλικα τις μέρες του στην Πτολεμαΐδα, των εργοστασίων της ΔΕΗ και εκείνων της εξόρυξης λιγνίτη. Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο παρόν και χωρίς κάποιο προσχεδιασμένο μέλλον. Άνεργος την βγάζει με δανεικά χωρίς να κάνει τίποτα. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο θείος του (Βαγγέλης Μουρίκης) τον παροτρύνει να εγκαταλείψει αυτή την ζωή και να πάει να μείνει μαζί του στην Αθήνα με λαμπρές προοπτικές. Του προσφέρει λοιπόν διαμονή, διατροφή και μια εύκολη δουλειά με καλά χρήματα. Ο Νίκος δέχεται, με την ελπίδα να κάνει κάτι πια το τόσο σημαντικό που θα τον ξεχωρίσει σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν του και που θα του προσφέρει εντέλει κάποιο νόημα στην ζωή του. Η πραγματικότητα όμως θα τον προσγειώσει. Απότομα. Η «δουλειά» που του αναθέτει ο θείος του, δεν είναι άλλη από το να «φυλάει» τα δύο σκυλιά του, ράτσας Ντόμπερμαν. Δηλαδή δύο σκυλιά φύλακες. Φοβάται μην του τα φολιάσουν οι γείτονες. Γενικώς έχει αποδεχτεί τον φόβο, έχει οχυρωθεί για να τον αντιμετωπίσει κι έχει τραβήξει τις διαχωριστικές του γραμμές από τους «άλλους». Κάγκελα, κάγκελα παντού, που θα έλεγε κι ο Πανούσης, σκυλιά φύλακες και φύλακες των σκυλιών. Καμία βέβαια από όλες αυτές τις προφυλάξεις δεν αποδεικνύετε επαρκής όταν αυτό απαιτηθεί. Και θα απαιτηθεί γιατί το αδύναμο σημείο εντοπίζεται. Το τρίτο πρόσωπο, η θεία (Μαρία Καλλιμάνη) και η προβληματική της σχέση με τον Αλέκο. Απομονωμένοι σ' ένα μουντό, φτωχό και αδιάφορο προάστιο της πόλης, με μόνη τους ασχολία την λειτουργία μιας συνοικιακής κάβας, οι σχέσεις ανάμεσα στο ζευγάρι και τον ανιψιό, αρχίζουν ν' αλλάζουν.

«Πάμε να κάνουμε κάτι όμορφο», προτείνει ο Αλέκος Ευτυχίδης στην γυναίκα του κάποια στιγμή που τρώνε μαζί στο σπίτι τους κι εσύ που παρακολουθείς ήδη την υπόθεση της ταινίας, δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις, ή να γελάσεις.

Μάλλον τελικά κάνεις το δεύτερο γιατί ο Μουρίκης εκείνη την στιγμή με τον τρόπο του, θέλεις δε θέλεις, στο επιβάλλει.