Γεννημένος σε μια φτωχή οικογένεια που συντηρούσε ένα αγροτικό πανδοχείο ο Βέρντι ήταν περήφανος για την ταπεινή καταγωγή του. Όταν πολύ αργότερα ο βασιλιάς Vittorio Emanuele ήθελε να τον χρίσει ευγενή, ο Βέρντι αποκρίθηκε: "Είμαι ένας χωρικός". Ο Βέρντι ήταν ένας συνθέτης που είχε επίγνωση των δεσμών ανάμεσα στη μουσική, την κοινωνία και την πολιτική. Ήθελε η μουσική του να συνομιλεί με τις μάζες και όχι με μια προνομιούχα ελίτ και γι' αυτό έκανε όπερα, που υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μέσα πολιτικής διαφωνίας, η αρένα της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής για τους άνδρες και τις γυναίκες των διαφόρων τάξεων.
Ριζοσπάστης, ένθερμος και ενεργός υποστηρικτής, και ένα από τα πλέον επιφανή μέλη του κινήματος της Ιταλικής ενοποίησης (Risorgimento), ο Βέρντι θα φτάσει μέχρι και την συμμετοχή του ως βουλευτής στο πρώτο Ιταλικό κοινοβουλίο το 1861. Φανατικός δημοκράτης, σθεναρός πολέμιος της καθολικής εκκλησίας, άσκησε κριτική στην διαφθορά και την απόλυτη στήριξη των παπάδων στους γαλαζοαίματους ευγενείς, τα απομεινάρια της φεουδαρχικής Ιταλίας.
Μουσικά ο Βέρντι ανήκει στο κίνημα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Σε αντίθεση με την κλασική σύμβαση και σε βάρος της παραδοσιακής μορφής, η έμφαση πλέον βρισκόταν στο εκφραστικό περιεχόμενο της μουσικής, με τον συνθέτη να δίνει την δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε ιδέες, συναισθήματα ή φαντασιώσεις. Ομως ο Βέρντι ταυτόχρονα είναι και κληρονόμος της ιταλικής λαϊκής μουσικής παράδοσης. Κατά τον 19ο αιώνα στο πλαίσιο της αυξανόμενης κίνησης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων αναπτύχθηκε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον προς τη λαϊκή μουσική. Υπάρχουν σαφείς συγγένειες μεταξύ της μουσικής του Σοπέν και της λαϊκής μουσικής της Πολωνίας, των συνθέσεων του Βάγκνερ και της γερμανικής μουσικής, του Βέρντι και της μουσικής των φτωχών Ιταλών, και ούτω καθεξής.
Ύμνος
Σ' αυτή την πρώτη φάση του Βέρντι, στις δεκαετίες του 1830 και του 1840, ανήκουν τα πρώιμα έργα του, με γνωστότερο το Nabucco (1842), σχετικά με την αιχμαλωσία των Εβραίων στη Βαβυλώνα. Μια χορωδία από εβραίους σκλάβους τραγουδούν την άρια “Va Pensiero”, που έγινε ουσιαστικά ο ύμνος του κινήματος της ενοποίησης. Ο Βέρντι σε αυτή την περίοδο έγραψε 13 όπερες, πολλές από τις οποίες συνδέονται έντονα με τη λαϊκή συνείδηση της περιόδου. Ηταν στο Παρίσι, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1848 στο Μιλάνο, και έσπευσε να γυρίσει γρήγορα στην Ιταλία για να συμμετάσχει στο τεράστιο γεγονός. Θα γράψει τότε:
“Μου μιλάς για μουσική; Τι έχεις πάθει; Πιστεύεις ότι θέλω αυτή τη στιγμή να ασχολούμαι με νότες και ήχους; Μόνο μια μουσική μπορεί να γίνει ευπρόσδεκτη για τα αυτιά των Ιταλών το 1848. Η μουσική των κανονιών”! Μετά την ήττα των εξεγέρσεων του 1848, πέφτει σε απόγνωση, αποχωρεί από την πολιτική και ιδιωτεύει συνθέτοντας.
Είναι αυτή η δεύτερη περίοδος, κατά τα έτη 1849 - 1853, που συνθέτει τις πιο αντιπροσωπευτικές και συνάμα αριστοτεχνικές του όπερες όπως το Rigoletto, Il Trovatore (1853) και La Traviata. Ο Rigoletto (1851) είναι ένα από τα αριστουργήματά του με ισχυρούς χαρακτήρες και αξέχαστη μουσική. Περιέχει επιπλέον ένα ισχυρό στοιχείο πρώιμου ταξικού μίσους νιώθοντας οίκτο για τον φτωχό Γιέστερ που παλεύει ενάντια στον υπερόπτη Δούκα ο οποίος έχει παρασύρει την κόρη του. Η La Traviata (1853) είναι ένα ισχυρό κατηγορητήριο της αστικής υποκρισίας. Η Βιολέτα, μια πόρνη που επιδιώκει να κερδίσει το σεβασμό μέσω του γάμου, προκύπτει ως το θύμα της συμβατικής ηθικής όταν εγκαταλείπεται από τον εραστή της Αλφρέδο, όπως τον πείθει ο πατέρας του, για να αναδυθεί τελικά ως ηρωίδα ηθικά ανώτερη από τους επικριτές της.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1850, ο Βέρντι εστιάζει σε μεγάλης κλίμακας δημιουργίες στηριγμένες σε ιστορικά θέματα. Σε αυτή την τρίτη περίοδο (1853-1871) συνθέτει έξι όπερες μεταξύ αυτών οι τεράστιες επιτυχίες “Η Δύναμη του Πεπρωμένου” (1862), “Δον Κάρλος” (1867) και “Aida” (1871). Στην Αϊντα και τον Δον Κάρλος ο Βέρντι έδωσε την ισχυρότερη έκφραση μίσους του προς την καθολική εκκλησία. Το 1901, 200.000 λαός παρακολούθησε την κηδεία του.