Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως Λένιν, Τρότσκι

Η έμφαση, όμως, σε πολλά δημοσιεύματα ήταν στην ανάδειξη των “διαφορών” που είχε η μεγάλη επαναστάτρια με τους ηγέτες της ρώσικης επανάστασης και κύρια με τον Λένιν. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Πολύ συχνά οι θέσεις της Λούξεμπουργκ ερμηνεύονται ως “αντιλενινιστικές”. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η Ρόζα ηγήθηκε της προσπάθειας για να γίνει στη Γερμανία ό,τι ακριβώς και στη Ρωσία με την επανάσταση του Οκτώβρη του 1917. Σε όλες τις κρίσιμες επιλογές βρέθηκε τόσο στην πράξη -με τη δράση της- όσο και στα λόγια -με τις ομιλίες και τα κείμενά της- στο ίδιο στρατόπεδο με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους.

Στρατηγική

Κορυφαία τέτοια επιλογή της ήταν η ασυμβίβαστη υπεράσπιση της επαναστατικής στρατηγικής για την αλλαγή της κοινωνίας. Μέλος του SPD από τη στιγμή που πήγε στη Γερμανία μέχρι και το 1917, η Ρόζα συγκρούστηκε με τις απόψεις των ηγετών του που εγκατέλειπαν τις επαναστατικές παραδόσεις του Μαρξ και του Ενγκελς για την ανατροπή του συστήματος και, όπως ο Μπερνστάιν, περιέγραφαν τον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα που έχει ξεπεράσει τις κρίσεις και ως εκ τούτου μπορεί να μεταρρυθμιστεί μέσα από την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αρκούσε μόνο η οικονομική πάλη μέσα στα συνδικάτα παράλληλα με τη σταδιακή ενδυνάμωση της Σοσιαλδημοκρατίας μέσα στο κοινοβούλιο μέχρι να φτάσει να πάρει την εξουσία και τότε, με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, να περάσει η κοινωνία από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η Λούξεμπουργκ επέμενε ότι αυτός ο δρόμος δεν οδηγούσε στο σοσιαλισμό. Εγραφε στο γνωστό της βιβλίο “Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση”: “όποιος κηρύσσεται υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης σ’ αντικατάσταση και σε αντίθεση προς την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής ανατροπής, στην πραγματικότητα δεν εκλέγει έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν άλλο σκοπό – και συγκεκριμένα, όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές στο παλιό”. Εξηγούσε, όχι μόνο ότι οι κρίσεις είναι μπροστά, αλλά και ότι το κράτος στον καπιταλισμό δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, αλλά ένας μηχανισμός των καπιταλιστών για τον “έλεγχο της ταξικής οργάνωσης του κεφαλαίου επί της παραγωγής του κεφαλαίου”. Αυτός ο έλεγχος δεν μπορούσε να σπάσει βαθμιαία, αλλά με συνολική σύγκρουση με τους καπιταλιστές και το κράτος τους.

Στο ίδιο βιβλίο κατεδάφιζε το κλασικό επιχείρημα των ρεφορμιστών ότι οι επαναστάτες δεν ενδιαφέρονται για τις μεταρρυθμίσεις στο σήμερα, επιμένοντας, αντίθετα, ότι η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη κάθε κατάκτησης του εργατικού κινήματος: “Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δύο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, τις οποίες μπορεί να διαλέξει κανείς από τον μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα… Η εκάστοτε νομοθεσία είναι ένα προϊόν της επανάστασης. Ενώ η επανάσταση είναι μια πολιτική δημιουργική πράξη της ταξικής ιστορίας, η νομοθεσία είναι η πολιτική συνέχεια της ζωής της κοινωνίας. Η νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία δεν περικλείει μέσα της μια δική της ανεξάρτητη απ’ την επανάσταση κινητήρια δύναμη, κινείται μέσα σε κάθε ιστορική περίοδο αποκλειστικά πάνω στη γραμμή της προηγηθείσας ανατροπής…”.

Ηταν η πίστη της στο μαζικό εργατικό κίνημα ως φορέα αλλαγής της κοινωνίας και όχι ως κομπάρσου στα κοινοβουλευτικά παιχνίδια που έκανε τη Ρόζα, όπως ακριβώς και τον Λένιν, να επιμένουν στον επαναστατικό δρόμο. Στο βιβλίο της “Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα”, απέναντι στον επίσης κλασικό για τους ρεφορμιστές διαχωρισμό των οικονομικών και των πολιτικών μαχών, σύμφωνα με τον οποίο τα συνδικάτα κάνουν τις απεργίες και το κόμμα την “πολιτική”, η Ρόζα εξηγούσε ότι με τη μαζική απεργία δημιουργείται “ένα μόνιμο ρεζερβουάρ ενεργητικότητας του προλεταριάτου, από όπου η πολιτική πάλη ανανεώνεται συνεχώς με φρέσκιες δυνάμεις”. Στο ίδιο βιβλίο αναδείκνυε το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και εξηγούσε ότι τα συνδικάτα δεν μπορούν να είναι κάτι παραπάνω από την οργανωμένη άμυνα της εργατικής τάξης για να περιορίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση και όχι αυτό που υποστήριζε ο Μπερνστάιν ότι τα συνδικάτα μαζί με τον εκδημοκρατισμό του κράτους θα εισήγαγαν το σοσιαλισμό.

Διεθνισμός

Κομβικής σημασίας ήταν η διεθνιστική της στάση, όπως ακριβώς των μπολσεβίκων, απέναντι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αντίθεση με την ηγεσία του SPD και άλλων κομμάτων της Β' Διεθνούς που επέλεξαν να “υπερασπιστούν την πατρίδα” στηρίζοντας το καθένα τη δική του άρχουσα τάξη, η Λούξεμπουργκ όπου πήγαινε μετέφερε αντιπολεμικά μηνύματα όπως αυτό στην Φρανκφούρτη το 1913: “Αν οι καπιταλιστές περιμένουν από μας να σηκώσουμε τα όπλα του θανάτου ενάντια στους γάλλους αδελφούς μας ή ενάντια στο λαό οποιασδήποτε άλλης χώρας, τους βεβαιώνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα το κάνουμε ποτέ”.

Η ιστορική προδοσία του SPD στο ζήτημα του πολέμου οδήγησε τη Λούξεμπουργκ μαζί με το Λίμπκνεχτ -που είχε αψηφίσει την κομματική γραμμή και είχε ψηφίσει κατά των πολεμικών πιστώσεων στη γερμανική βουλή- κι άλλους συντρόφους τους στη συγκρότηση της ομάδας “Σπάρτακος” που συνέχισε την αντιπολεμική δράση με παράνομα φυλλάδια και συγκεντρώσεις. Γι' αυτή τη δραστηριότητα, η Ρόζα θα φυλακιστεί και θα απελευθερωθεί μετά το ξέσπασμα της γερμανικής επανάστασης τον Νοέμβρη του 1918, που ανατρέπει τον Κάιζερ και φέρνει το SPD στην εξουσία με την κυβέρνηση Εμπερτ-Σάιντεμαν.

Τον Δεκέμβρη του 1918, η Ρόζα πρωταγωνίστησε στις διαδικασίες ίδρυσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, του KPD, στα πρότυπα των μπολσεβίκων. Η μαζική αριστερή διάσπαση του SPD ένα χρόνο νωρίτερα από την οποία είχε δημιουργηθεί το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (USPD) και στο οποίο συμμετείχε και ο Σπάρτακος, δεν ήταν πλέον αρκετή για τις ανάγκες της επανάστασης.

Ετσι, τους τελευταίους μήνες της ζωής της, η Ρόζα ρίχτηκε σε μια διπλή προσπάθεια: από τη μία να πείσει τους χιλιάδες εργάτες που έμπαιναν στην επαναστατική διαδικασία και δημιουργούσαν εργατικά συμβούλια (αλλά ο πρώτος σταθμός της πολιτικοποίησής τους ήταν το SPD), ότι τα αιτήματα και η νίκη της επανάστασης δεν θα πραγματοποιηθούν μέσα από μια κυβέρνηση εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Και από την άλλη να πείσει τους συντρόφους της στο KPD ότι η νίκη της επανάστασης θα χρειαστεί το κέρδισμα των πλατιών μαζών και όχι απλώς των πιο πρωτοπόρων και αποφασισμένων κομματιών τους.

“Ο σοσιαλισμός πρέπει να πραγματωθεί από τις μάζες, πρέπει να πραγματοποιηθεί από κάθε προλετάριο”, έγραφε, “Η αλυσίδα του καπιταλισμού πρέπει να σπάσει ακριβώς σ' εκείνους τους κρίκους απ' όπου δένει και τους προλετάριους. Αυτός είναι ο πραγματικός σοσιαλισμός και μόνο έτσι μπορεί να γίνει πράξη... Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλοι θέλουμε να ελπίζουμε στην πτώση της κυβέρνησης Εμπερτ-Σάιντεμαν και στη γρήγορη αντικατάστασή της από μια άλλη κυβέρνηση, πραγματικά σοσιαλιστική και προλεταριακή. Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα να τραβήξω την προσοχή σας όχι προς την κορφή της πυραμίδας αλλά προς τη βάση της. Θα πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να έχουμε αυταπάτες σαν κι αυτές που πιστεύουμε ότι θα ήταν αρκετό για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης να αντικαταστήσουμε την καπιταλιστική κυβέρνηση με μια άλλη. Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν μπορεί να κατοχυρωθεί παρά μόνο αν η κυβέρνηση Εμπερτ-Σάιντεμαν συντριβεί κάτω από το μαζικό κοινωνικό επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης”.

Παρά την προσπάθειά της, τον Γενάρη του 1919, οι Σπαρτακιστές παρασύρθηκαν σε μια πρόωρη αναμέτρηση με την ένοπλη δύναμη της κυβέρνησης, που επιστράτευσε τους παλιούς αξιωματικούς στα “Frei korps”. Η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας έβαψε τα χέρια της στο αίμα των επαναστατών χρησιμοποιώντας τα σώματα από τα οποία θα ξεπηδούσαν αργότερα διαβόητοι ναζί εγκληματίες.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συγκαταλέγεται στη φουρνιά των επαναστατών μαρξιστών, δίπλα στο Λένιν και τον Τρότσκι, που πρωταγωνίστησαν στο επαναστατικό κύμα των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Όπως έλεγε η φίλη και συντρόφισσά της Κλάρα Τσέτκιν ήταν “η φλόγα και το ξίφος της επανάστασης”.