Η δήλωση του πρόεδρου της ΓΣΕΕ Παναγόπουλου στο πρακτορείο Reuters ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει άμεσα σε νέα γενική απεργία προκάλεσε την οργή σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους - εξού και η προσπάθειά του στη συνέχεια να την ανασκευάσει. Δεν πέφτουν από τα σύννεφα οι εργαζόμενοι με τη συνέντευξη του προέδρου της ΓΣΕΕ. Στην πανεργατική απεργία στις 5 Μάη, ο Παναγόπουλος βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μαζικό γιουχάισμα, στο οποίο πρωτοστάτησαν οι εργαζόμενοι των συνδικάτων όπου η παράταξή του είναι πρώτη δύναμη.
Όλα αυτά δεν ξεκίνησαν, βέβαια με τον Παναγόπουλο. Τη δεκαετία του ΄90 ο Πρωτόπαπας, τη δεκαετία του ΄80 ο Ραυτόπουλος, αμφότεροι πρόεδροι της ΓΣΕΕ, είχαν σταθεί συστηματικά ενάντια στο ξεδίπλωμα των απεργιών. O τελευταίος έφτασε στο σημείο να παραμένει για τρία ολόκληρα χρόνια - διορισμένος από τα δικαστήρια - πρόεδρος της ΓΣΕΕ, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της ΠΑΣΚΕ μαζί με την Αριστερά τον είχαν καταγγείλει, για το ξεπούλημα απέναντι στα μέτρα λιτότητας του (τότε υπουργού Οικονομίας στην κυβέρνηση Α. Παπανδρέου) Κ. Σημίτη.
Τι μπορεί να κάνουν οι εργαζόμενοι απέναντι στα ξεπουλήματα και τους συμβιβασμούς των συνδικαλιστικών ηγεσιών; Πού οφείλεται η διαφθορά, πολιτική ή και οικονομική, στην ηγεσία των συνδικάτων; Υπάρχει τρόπος να σταματήσει; Μπορούν να υπάρξουν τίμιοι συνδικαλιστές που θα πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και θα τα αλλάξουν; Ή μήπως τα συνδικάτα είναι καταδικασμένα και πρέπει να αναζητηθούν νέες μορφές οργάνωσης των εργαζομένων;
Το πρώτο πράγμα που έχει κανείς να ξεκαθαρίσει για αυτά τα ζητήματα είναι η πηγή των αντιδράσεων. Δεν είναι μόνο η δίκαια οργισμένη αντίδραση του κόσμου της βάσης απέναντι στα ξεπουλήματα. Τα συνδικάτα - και οι ηγεσίες τους - δέχονται μια συστηματική επίθεση και από την άλλη πλευρά, από την άρχουσα τάξη, τους βιομήχανους, τους τραπεζίτες και τους σφουγγοκωλάριούς τους στα κανάλια και τις εφημερίδες - που λέει: Τα συνδικάτα είναι «συντεχνίες» που εκφράζουν «μειοψηφίες» που φρενάρουν ό,τι «καλό» πάει να γίνει «στον τόπο» για να υπερασπιστούν τα «προνόμιά» τους.
Αυτή η επίθεση από τα πάνω, πολλές φορές, παίρνει και αριστερό προφίλ, προκειμένου να θολώσει τα νερά. Αδρά αμειβόμενοι εκφωνητές αναπαράγουν συστηματικά την ιστορία του «συνδικαλιστή που έγινε πολιτικός» με μοναδικό αντικειμενικό στόχο να καταλήξουν είτε στο συμπέρασμα ότι τα συνδικάτα «δεν αξίζουν» είτε στην διάσπαση της εργατικής τάξης - από τη μια οι ανοργάνωτοι εργαζόμενοι πολλών χώρων και από την άλλη οι «προνομιούχοι» συνδικαλισμένοι που ζουν «σε βάρος του συνόλου».
Η αδιάκοπη αυτή επίθεση με στόχο τα συνδικάτα έχει προφανείς αιτίες. Ζούμε σε μια περίοδο όπου το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα της κρίσης: Οι τραπεζίτες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους στην ΕΕ και στην Ελλάδα απαντάνε εύκολα σε αυτό το ερώτημα με κατά μέτωπο επίθεση στους εργαζόμενους - τις δουλειές, τους μισθούς, τις συντάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις, το κράτος πρόνοιας, την παιδεία, την υγεία. Γι΄ αυτούς, κάθε απεργία θα πρέπει να βγαίνει παράνομη ή να επιστρατεύεται, οι συνδικαλιστές θα πρέπει να σέρνονται στα δικαστήρια. Και οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να γίνουν αναμνήσεις του παρελθόντος.
Πρώτα βήματα
Γι΄ αυτό, σήμερα, η εργατική τάξη έχει καθήκον μαζί με τους μισθούς και τη δουλειά, να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να διεκδικεί οργανωμένα και να συνδικαλίζεται. Τα συνδικάτα δεν της τα χάρισε κανένας. Φτιάχτηκαν από τα κάτω και ισχυροποιήθηκαν σε μια πορεία που ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα όταν η εργατική τάξη της Βρετανίας, στα πρώτα της βήματα, άρχισε να διεκδικεί τα δικαιώματά της κόντρα στην υπερεκμετάλλευση, που απαιτούσε η ανάγκη του καπιταλισμού για πρωτογενή συσσώρευση του κεφαλαίου. Η γενική απεργία των Χαρτιστών το 1842, η πρώτη μεγάλη γενική απεργία της ιστορίας, συμπίπτει με την ίδρυση των πρώτων συνδικάτων.
Το σύνθημά των Χαρτιστών «ίση αμοιβή για ίση εργασία» εκφράζει γλαφυρά τον ρόλο των συνδικάτων από τη γέννησή τους μέχρι και σήμερα. Τα συνδικάτα ιστορικά προέκυψαν και εξακολουθούν να είναι τα όργανα μέσα από τα οποία η εργατική τάξη διαπραγματεύεται την πώληση της εργατικής της δύναμης και τις συνθήκες εργασίας με τα αφεντικά. Υπάρχουν για να βελτιώσουν τους όρους με τους οποίους οι εργάτες γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης μέσα στους χώρους δουλειάς και όχι για να δώσουν τέλος στην ίδια την εκμετάλλευση.
Αυτός ακριβώς ο ρόλος των συνδικάτων σαν διαπραγματευτές των εργατικών δικαιωμάτων καθορίζει και το ρόλο της ηγεσίας τους. Ξεπηδά ένας καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στη μάζα των εργατών από τη μια και των ηγετών του συνδικάτου που παζαρεύουν με την εργοδοσία από την άλλη. Οι τελευταίοι, όσα παράσημα αγώνων και αν έχουν, απομακρύνονται μέρα τη μέρα από αυτό που εκπροσωπούν. Στα μεγάλα συνδικάτα, ιδιαίτερα, η ηγεσία αποκόπτεται από την εργασία και τις καθημερινές αντιξοότητες, την καθημερινή σύγκρουση με το διευθυντή ή τον επιστάτη στους χώρους δουλειάς, συμμετέχει σε «κοινές επιτροπές» με τα αφεντικά και την κυβέρνηση, συνήθως πληρώνεται διαφορετικά από τους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Συνολικότερα, ακόμα και ο πιο μαχητικός συνδικαλιστής, όταν αναδειχθεί στα ανώτερα κλιμάκια της γραφειοκρατίας, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του «διαπραγματευτή», φτάνει να βλέπει τα παζάρια σαν το αποκλειστικό περιεχόμενο του συνδικαλισμού και τους αγώνες σαν ενοχλητικές ιστορίες που διακόπτουν την διαπραγμάτευση - όταν δεν είναι ελεγχόμενοι ώστε να την υποβοηθούνε. Γράφει ο Τόνι Κλίφ: «Στην πραγματικότητα η γραφειοκρατία ισορροπεί ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις, τα αφεντικά και τους εργάτες. Είναι ένας ξεχωριστός και συντηρητικός κοινωνικός σχηματισμός. Προσπαθούν να ελέγξουν και να τιθασεύσουν τους εργατικούς αγώνες, αλλά ταυτόχρονα έχουν ζωτικό συμφέρον να μην φτάσει η ταξική συνεργασία στο βαθμό που το συνδικάτο θα γίνει εντελώς αδύναμο. Γιατί αν η ηγεσία του συνδικάτου περάσει ολοκληρωτικά στο στρατόπεδο των αστών θα χάσει την ίδια της τη βάση...»
Οι πιέσεις που δέχονται οι γραφειοκράτες από τα αφεντικά και το κράτος από τη μια και από τη βάση των εργατών από την άλλη δεν βρίσκονται πάντα σε ισορροπία. Σε συγκεκριμένες περιόδους αναγκάζονται να ακολουθήσουν τη βάση. Σε άλλες κυριαρχεί η πίεση των καπιταλιστών. Συχνά και οι δύο αυτές πιέσεις είναι αδύναμες, επιτρέποντας τη δυνατότητα αυτονομίας στον γραφειοκράτη. Αλλοτε πάλι, είναι και οι δύο έντονες, οπότε η γραφειοκρατία ασφυκτιά παγιδευμένη ανάμεσα σε αυτές τις ασυμφιλίωτες δυνάμεις.
Η σημερινή κατάσταση είναι μια τέτοια κατάσταση. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν μπορεί πια να λειτουργεί όπως λειτουργούσε σε περιόδους, όπου μια μικρή αύξηση κάτω από το τραπέζι ήταν αποδεκτή από την κυρίαρχη τάξη. Σήμερα, οι γραφειοκράτες είναι αναγκασμένοι τη μια να εξαπολύουν πύρινους λόγους και απειλές για απεργίες, και την άλλη να τρέχουν να τις κλείσουν και να κάνουν διάλογο μόλις τα αφεντικά ή η κυβέρνηση τους πει μια καλή κουβέντα - για να βρεθούν ξανά εκτεθειμένοι αμέσως μετά. Και αυτό το εκκρεμές από τη μια στάση στην άλλη κινείται όλο και πιο γρήγορα όσο η κρίση βαθαίνει.
Καμιά εμπιστοσύνη
Γι΄ αυτούς τους λόγους, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να έχουν καμιά εμπιστοσύνη στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το συμπέρασμα αυτό, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει την εγκατάλειψη των συνδικάτων - που στην ουσία αποτελεί σπάσιμο της συλλογικότητας της εργατικής τάξης και εγκατάλειψη των συναδέλφων στο έλεος των νουθεσιών και των χειρισμών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Ούτε, επίσης μπορεί να οδηγεί στη διάσπασή τους, μιας και κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την κοινή δράση σε κοινά αιτήματα και κάνει αναποτελεσματικά τα όπλα της απεργίας ή της κατάληψης. Η οργάνωση των πιο αριστερών εργατών σε χωριστά σωματεία αποκόβει το πιο μαχητικό και πρωτοπόρο κομμάτι των εργαζομένων από τους υπόλοιπους. Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, αποκόβει τους πιο συνειδητοποιημένους εργάτες από τους συναδέλφους τους που έχουν αυταπάτες για το σύστημα.
Ο ρόλος των επαναστατών εργατών δεν είναι να περιμένουν πότε θα υπάρξουν εργατικά συμβούλια και συνθήκες επαναστατικής έκρηξης. Ο ρόλος τους σήμερα είναι διπλός:
Είναι από τη μια, ο ρόλος του μπροστάρη και του οργανωτή των αγώνων από τα κάτω μέσα στους χώρους δουλειάς, ώστε αυτοί οι αγώνες να μπορούνε να φτάνουν στη νίκη. Αυτό σημαίνει να δίνουν τη μάχη μέσα στο συνδικάτο ενάντια στα ξεπουλήματα των ηγεσιών, όχι απλά καταγγέλλοντας, αλλά αναγκάζοντάς τις να κλιμακώσουν τον αγώνα. Εμπλέκοντας τη βάση των εργαζόμενων στις αποφάσεις μέσα από γενικές συνελεύσεις και απεργιακές επιτροπές. Οργανώνοντας τις απεργιακές φρουρές που η ηγεσία αρνείται να οργανώσει, επειδή αποσκοπεί στο συμβιβασμό. Δίνοντας μόνιμο χαρακτήρα στα δίκτυα οργάνωσης των αγώνων από τα κάτω έτσι ώστε από τη μια απεργία στην επόμενη να μεγαλώνουν οι δυνατότητες της βάσης να επιβάλει τον έλεγχό της στις ηγεσίες. Απαιτώντας η ηγεσία του συνδικάτου να πληρώνεται με όσα λεφτά πληρώνονται όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι ή να είναι ανακλητά τα μέλη της διοίκησης του σωματείου.
Σε ολόκληρη την ιστορία του εργατικού κινήματος κάθε φορά που η εργατική τάξη βγήκε στο προσκήνιο διεκδικώντας και οργανώνοντας μαχητικά από τα κάτω, συγκρούστηκε και πολλές φορές κατάφερε να ξεπεράσει τον έλεγχο της εκάστοτε συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η Μεταπολίτευση, την οποία τόσο θέλουν να ξεχάσουμε ο Γ. Παπανδρέου και το υπουργικό του συμβούλιο, σημαδεύτηκε από σκληρές απεργίες μέσα σε κάθε εργοστάσιο και κάθε χώρο δουλειάς ενάντια στην διορισμένη από τον Καραμανλή «ΓΣΕΕ των καρακίτσων» και οδήγησε σε μαζική άνθηση του συνδικαλισμού, ίδρυση νέων σωματείων και συνδικάτων σε μια σειρά από χώρους.
Βέβαια η Μεταπολίτευση σημαδεύτηκε και από μια μαζική στροφή αριστερά. Και εκεί, στη μάχη της πολιτικής και στη μάχη των ιδεών είναι εξίσου σημαντικός ο ρόλος των πιο πρωτοπόρων εργατών. Οσο ενωτικοί είναι στη δράση, τόσο επίμονοι οφείλουν να είναι οι επαναστάτες εργαζόμενοι στο ζήτημα της προοπτικής των αγώνων, στο ζήτημα της στρατηγικής της επανάστασης, στο ζήτημα της σύγκρουσης με τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης, όπως ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, ο σεξισμός. Και όσο πρωτοστατούν στην οργάνωση των αγώνων και στο χτίσιμο των σωματείων και των συνδικάτων, άλλο τόσο οφείλουν να είναι συστηματικοί στο χτίσιμο, μέσα και όχι έξω από το εργατικό κίνημα, της αιχμής του δόρατος της επανάστασης, του επαναστατικού κόμματος της πρωτοπορίας των εργατών.