Από τον Μάη μέχρι τον Ιούλη του 1944 η Θεσσαλία έζησε μια μεγάλη μάχη. Σε αυτήν δεν αντιπαρατάχτηκαν σιδερόφρακτες μεραρχίες τανκς και αεροπλάνα –παρόλο που ο ήχος των όπλων ήταν μόνιμος επωδός και το ύστατο «επιχείρημα».
Πρωταγωνιστές της ήταν οι χιλιάδες αγρότισσες και αγρότες του θεσσαλικού κάμπου. Έμεινε στην ιστορία σαν η Μάχη της Σοδειάς –κι αυτή η ονομασία δεν ήταν υπερβολική. Η Αντίσταση, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δηλαδή, αναμετρήθηκε με το γερμανικό στρατό, το μηχανισμό της κυβέρνησης δωσιλόγων του Ι. Ράλλη και των ντόπιων φασιστών που τους συνέδραμαν.
Όποιος έπαιρνε το σιτάρι έπαιρνε και τον κάμπο. Ο στρατός κατοχής έλεγχε τις πρωτεύουσες των νομών, τις μεγάλες κωμοπόλεις και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ήθελε το στάρι για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Για τους ίδιους λόγους το ήθελε και η κυβέρνηση των δωσιλόγων στην Αθήνα.
Η κυβέρνηση του Ράλλη είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Αντίσταση και με τις ευλογίες και την ενίσχυση των γερμανών ναζί είχε αρχίσει να εξοπλίζει τα Τάγματα Ασφαλείας και κάθε είδους δεξιά, φασιστική συμμορία –στην περίπτωση της Θεσσαλίας ξεχωρίζει η περίπτωση του ΕΑΣΑΔ. Η συγκέντρωση στα χέρια του κράτους του σιταριού που θέριζαν και αλώνιζαν οι αγρότες θα ήταν η απτή απόδειξη ότι η εξουσία της έφτανε λίγο παραέξω από τους σταθμούς χωροφυλακής (όσους είχαν απομείνει) τα γραφεία των νομαρχών και τους γερμανικούς στρατώνες.
Προπύργιο
Την άνοιξη του 1944 η Θεσσαλία είχε γίνει πλέον προπύργιο του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Ενας υπολογισμός αναφέρει ότι τα μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων έφταναν τις 280.000 δηλαδή το 19% του πληθυσμού. Το ΚΚΕ διέθετε εκεί τη μεγαλύτερη οργάνωση περιοχής. Η Μάχη της Σοδειάς θα έκρινε την ύπαρξη αυτού του προπυργίου.
Οι σχέσεις των αγροτών με την «κυβέρνηση της Αθήνας» είχαν διαρραγεί ήδη από τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής. Οι παράγοντες ήταν πολλοί, αλλά η συνισταμένη ήταν ότι οι αγρότες δεν έδιναν τη σοδειά τους –για να πάρουν τι; Άχρηστα χαρτονομίσματα; Ήδη πριν τον πόλεμο ήταν στο έλεος της τράπεζας, των διαφόρων κρατικών οργανισμών και του χωροφύλακα. Με την κατοχή προστέθηκε η λεηλασία των φασιστών.
Ένας από τους λόγους που ο ΕΛΑΣ μπόρεσε να ριζώσει και να απλωθεί ήταν ότι μπορούσε να επικοινωνήσει με αυτά τα αισθήματα, όχι γιατί τραγουδούσε πιο δυνατά από άλλες οργανώσεις τον εθνικό ύμνο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε κι ότι η Αριστερά είχε ρίζες προπολεμικά στη Θεσσαλία από τη δεκαετία του ’20 και πιο παλιά. Τόσο ανάμεσα στους κολίγους που πάλευαν για να μοιραστούν τα τσιφλίκια, όσο και στο εργατικό κίνημα όπως στο Βόλο.
Έτσι ένας δάσκαλος που είχε επαφή με το ΚΚΕ προπολεμικά, μπορούσε να «μεταμορφωθεί» σε ένα φημισμένο καπετάνιο του ΕΛΑΣ. Αυτή είναι η περίπτωση του Γ. Μπλάνα, του ξακουστού καπετάν Κίσσαβου (πατέρα της συντρόφισσάς μας Αναστασίας Μουστάκα-Μπλάνα, που αποχαιρετίσαμε τη βδομάδα που πέρασε).
Το 1944 η κατάσταση δεν είχε αλλάξει. Το καλύτερο χρονικό για τη μάχη της σοδειάς στο κάμπο το έχει αφήσει ο Κώστας Βιδάλης, δημοσιογράφος τότε της Ελεύθερης Ελλάδας, της εφημερίδας του ΕΑΜ και μετά του Ριζοσπάστη (με αυτή την ιδιότητα θα δολοφονηθεί από την παρακρατική συμμορία του Σούρλα το 1946 στη Θεσσαλία). Γράφει:
«Εκατοντάδες επιτροπές συγκροτούνται και κατεβαίνουν κάθε μέρα προς τα επαρχιακά, υπόδουλα κέντρα… Από την περιφέρεια της Λάρισας κατεβαίνουν στη θεσσαλική πρωτεύουσα επιτροπές από άνδρες και γυναίκες απ’ όλα τα κεφαλοχώρια και επιδίδουν στις αρχές του Κουίσλιγκ Ράλλη και τις γερμανικές, στο Δεσπότη έγγραφες διαμαρτυρίες και υπομνήματα. Είμαστε, λένε, καταστραμμένοι. Επ’ ουδενί λόγω είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε στάρι στη συγκέντρωση».
Σε ένα υπόμνημα τονίζεται: «”Ο κάθε παραγωγός υποχρεούται να πληρώσει 10% δεκάτη και 25% φόρο συγκέντρωσης, δηλαδή 35%. Για έξοδα θερισμού και μεταφοράς 15%, έξοδα αλωνισμού 10%, δηλαδή 60% από την παραγωγή του. Ποσοστό 15% από την παραγωγή του θα φυλάξει για σπόρο και έτσι για ψωμί και για ικανοποίηση όλων των άλλων αναγκών του, του απομένει μόνο το 25% απ’ όλη την παραγωγή του”. Και δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να δώσουν στη συγκέντρωση τίποτα. Μια είναι η απόφαση του Λαού: Δε δίνουμε τίποτα στη συγκέντρωση».
Όπως φαίνεται κι από το παραπάνω απόσπασμα, αυτό που έχει αλλάξει το 1944 είναι ότι ο κόσμος στα χωριά είναι οργανωμένος. Οι οργανώσεις του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ, οι «υπεύθυνοί» τους σε κάθε χωριό, γίνονται το κέντρο της οργάνωσης της μάχης. Με προκηρύξεις, ομιλίες σε συγκεντρώσεις από στόμα σε στόμα δίνουν το γενικό μήνυμα. Αλλά εκτός από την προπαγάνδα υπάρχουν και άμεσα ζητήματα που πρέπει να λυθούν: πώς θα θεριστεί το στάρι, τι θα γίνει με τις αλωνιστικές μηχανές και το κυριότερο πώς θα αποθηκευτεί και θα κρυφτεί το στάρι.
“Συλλογική σύμβαση”
Υπάρχουν και πιο λεπτά αλλά εξίσου καυτά ζητήματα: χιλιάδες εργάτες γης απασχολούνται κάθε χρόνο στο θερισμό. Πώς θα πληρωθούν; Οι επιτροπές λαϊκής αυτοδιοίκησης αποφασίζουν να ορίσουν κατώτερα μεροκάματα (σε στάρι). Ισως είναι η πρώτη και τελευταία φορά μέχρι σήμερα που οι εργάτες γης καλύπτονται από «συλλογική σύμβαση».
Η προστασία όλης αυτής της εκστρατείας δεν ήταν εύκολο πράγμα. Και δεν είναι μόνο οι γερμανικές μονάδες το πρόβλημα, είναι και οι ντόπιοι φασίστες. Το πρώτο εξάμηνο του 1944 κορυφώνεται η δράση του ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως). Επικεφαλής του ένας σαδιστής χωροφύλακας ο Τάκης Μακεδών και στελέχη του όλα τα μπουμπούκια των προπολεμικών φασιστών της ΕΕΕ, κάποιοι παπάδες, δικηγόροι, γόνοι «καλών οικογενειών», τα υπολείμματα του ΕΔΕΣ, και απλοί τραμπούκοι, κλέφτες και βιαστές.
Τόσο πλούσια ήταν η «εθνικόφρων» δράση τους –κυρίως σε βιασμούς και λεηλασίες- που τον Μάη του ’44 η γερμανική στρατιωτική διοίκηση οργάνωσε μια δίκη σε κινηματογράφο στη Λάρισα και καταδίκασε δυο σε θάνατο διά απαγχονισμού γιατί υποτίθεται την «εξέθεταν» με τα εγκλήματά τους. Ένας από αυτούς λεγόταν Ελευθέριος Αλεξόπουλος. Πρόκειται για τον παππού του Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλου –του Χρυσαυγίτη βουλευτή που ανακάλυψε ότι δεν ήταν χρυσαυγίτης…
Γι’ αυτό οι μονάδες του ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας οργάνωσαν ένα ολόκληρο σχέδιο μάχης για να προστατέψουν τον κόσμο που έδινε τη μάχη της σοδειάς. Μονάδες του τακτικού ΕΛΑΣ κατέβηκαν από τα γύρω βουνά στις άκρες του κάμπου και ειδικά αποσπάσματα μπήκαν πιο μέσα με αιχμή το αντάρτικο ιππικό. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ στα χωριά κινητοποιήθηκε επίσης. Δεκάδες μικρο-επιθέσεις, σαμποτάζ, ενέδρες, ουσιαστικά ανάγκασαν τους Γερμανούς να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στην προστασία των σιδηροδρομικών κόμβων και σε άλλα σημεία κλειδιά.
Τελικά οι γερμανικές μονάδες δεν τόλμησαν να επιβάλλουν τα μέτρα που είχαν ανακοινώσει οι διοικητές τους και οι ειδικοί γεωπόνοι που είχαν φέρει. Δεν ξεμύτισαν για να φρουρούν τις αλωνιστικές μηχανές, ούτε κατάφεραν να κατασχέσουν το σιτάρι. Για τους συμμορίτες του ΕΑΣΑΔ τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, με πρωτοβουλία αρχικά κάποιων τμημάτων της ταξιαρχίας ιππικού, άρχισαν να συμμετέχουν ενεργητικά στο θερισμό και το αλώνισμα.
Η Μάχη της Σοδειάς ήταν μια πελώρια νίκη για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία. Έδειξε ακόμα πως οι «απλοί», «ανώνυμοι» άνθρωποι μπορούν να παίρνουν τη ζωή τους, να επιδεικνύουν θαύματα πρωτοβουλίας, συλλογικότητας και οργάνωσης για το καλό της κοινωνίας κι όχι μιας μειοψηφίας.
Αυτή η μάχη δεν θα κρινόταν τελικά στη Θεσσαλία, αλλά στην Αθήνα, εκεί που χτυπούσε η καρδιά της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Εκεί σκάλωσε η στρατηγική της ηγεσίας της Αριστεράς που έβαζε την εθνική ενότητα πάνω από τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών.
Αφιερωμένο στη μνήμη της συντρόφισσας Αναστασίας Μουστάκα - Μπλάνα, κόρης του καπετάν Κίσσαβου