Μάης ’68: Όταν η εργατική τάξη έδειχνε πώς γίνονται τα αδύνατα... δυνατά

O Μορίς Γκριμό ήταν διοικητής της Αστυνομίας στο Παρίσι το Μάη του 1968. Είκοσι χρόνια μετά, συνταξιούχος πλέον, είχε την άνεση να απαντήσει με ειλικρίνεια στην ερώτηση αν υπήρχε πιθανότητα «κατάρρευσης του κράτους». Είπε ανάμεσα σε άλλα ότι:

«Ο πραγματικός κίνδυνος εμφανίστηκε όταν πήραν μέρος οι εργάτες. Καταρχήν στις 13 Μάη, με τη μεγάλη ενωτική διαδήλωση αλληλεγγύης μετά τη νύχτα των οδοφραγμάτων, κατόπιν τις επόμενες μέρες όταν οι νεότεροι εργάτες, αυθορμήτως, χωρίς να συμβουλευτούν τα συνδικάτα, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους φοιτητές. Ύστερα, από τις 16 και 17 Μάη όταν η CGT κι η CFDT (οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες) κάλεσαν σε γενίκευση των απεργιών κατανοώντας ότι παιζόταν η αξιοπιστία τους.

Τότε φανερώθηκε καθαρά το εύθραυστο του κράτους. Η αστυνομία μπορούσε να διαλύσει μια διαδήλωση, να διαλύσει δέκα και είκοσι οδοφράγματα, αλλά δεν μπορούσε να ανακαταλάβει εκατό ή πεντακόσια εργοστάσια, πολυκαταστήματα, τράπεζες ή σιδηροδρομικούς σταθμούς. Και πολύ περισσότερο να τα κάνει να δουλέψουν ξανά».

Το 1968, όμως, η κυρίαρχη άποψη στα αριστερά και τα δεξιά ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Να μια τέτοια ανάλυση:

«Η εργατική τάξη ούτε θα ενωθεί πολιτικά ούτε θα ανέβει στα οδοφράγματα για μια αύξηση 10% στο μισθό ή για 50.000 δημοτικά διαμερίσματα. Στο προβλέψιμο μέλλον καμιά κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού δεν πρόκειται να είναι τόσο δραματική ώστε να ωθήσει την εργατική τάξη σε επαναστατικές γενικές απεργίες ή σε ένοπλες εξεγέρσεις για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της».

Αυτά τα λόγια γράφτηκαν στο τέλος του 1967 από ένα Γάλλο διανοούμενο, τον Αντρέ Γκορζ, που στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 θα γινόταν ακόμα γνωστότερος με το βιβλίο «Αποχαιρετισμός στην εργατική τάξη». Για τον Γκορζ η στρατηγική της αριστεράς έπρεπε να είναι ένα πρόγραμμα οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που δεν θα μπορούσαν να απορροφηθούν από το σύστημα, ένα Λαϊκό Μέτωπο «επαρκώς ομοιογενές και συνειδητό» ώστε να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική αντίδραση. Σιγά μην οι εργάτες έκαναν επαναστατικά κινήματα με αφορμή μερικές πενταροδεκάρες…

Σπάνια μια πρόβλεψη έχει διαψευστεί τόσο άμεσα όσο εκείνη του (ξεχασμένου πια σήμερα) Γκορζ. Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση, στη Γαλλία ξέσπασε η μεγαλύτερη Γενική Απεργία στην ιστορία –μια επαναστατική Γενική Απεργία απ’ αυτές που ανέλυε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της Μαζική Απεργία Κόμμα και Συνδικάτα και που απέδειξε το «εύθραυστο του κράτους» σύμφωνα με τον αρχιμπάτσο του Παρισιού.

Η διαφορά με τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ότι η σπίθα γι’ αυτή την πυρκαγιά προήλθε από τα πανεπιστήμια. Το βράδυ της 10 Μάη 1968 περίπου πενήντα χιλιάδες φοιτητές, μαθητές έκαναν μια μεγάλη συγκέντρωση και προσπάθησαν να βαδίσουν στο Καρτιέ Λατέν στο Παρίσι. Η αστυνομία και τα CRS –τα γαλλικά ΜΑΤ- τους έφραξαν το δρόμο. Άγριες συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το πρωί.

Η Νύχτα των Οδοφραγμάτων, όπως έμεινε γνωστή, ήταν η κορύφωση ενός φοιτητικού κινήματος που σιγόβραζε όλους τους προηγούμενους μήνες. Το πανεπιστήμιο δεν ήταν πλέον αποκλειστικό προνόμιο των παιδιών των αστών. Είχαν μαζικοποιηθεί και μπορούσαν να γίνουν κέντρα ιδεολογικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού, των προτεραιοτήτων, των κανόνων. Και η αμφισβήτηση πλανιόταν στον αέρα σε όλη τη δεκαετία του ’60.

Αποδοκιμασία

Αυτές οι κινήσεις συναντούσαν την αποδοκιμασία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του προέδρου Ντε Γκολ. Για την ηγεσία του κόμματος οι «αριστεριστές», οι αναρχικοί και τα κάθε λογής «γκρουπούσκουλα» («ομαδούλες») ήταν από τυχοδιώκτες, «παιδιά του μπαμπά» μέχρι «πράκτορες των μονοπωλίων». Όμως, μετά την θεαματική επίδειξη αστυνομικής βαρβαρότητας τη νύχτα της 10 Μάη, έπρεπε να προσαρμοστεί. Οι «αριστεριστές φοιτητές» είχαν γενικευμένη συμπάθεια στις εργατογειτονιές. Σε μια σύσκεψη στις 11 Μάη, η CGT και η UNEF (η γαλλική ΕΦΕΕ) κάλεσαν σε Γενική Απεργία και διαδηλώσεις στις 13 Μάη.

Εκείνη τη μέρα 10 εκατομμύρια εργάτες-τριες κατέβηκαν σε απεργία. Αυτός ο αριθμός ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από το σύνολο των συνδικαλισμένων εργατών στη Γαλλία. Η διαδήλωση στο Παρίσι, σχεδόν ένα εκατομμύριο κατέβηκε στο δρόμο, ήταν η μεγαλύτερη από την Απελευθέρωση του 1944.

Στις 14 Μάη οι εργάτες στη Σιντ-Αβιασιόν στη Νάντη κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας. Κατέλαβαν το εργοστάσιο και κλείδωσαν τον διευθυντή στο γραφείο. Την επόμενη μέρα καταλήφθηκε η Ρενό-Κλεόν και στις 16 του μηνός η απεργία και οι καταλήψεις απλώθηκαν σε όλα τα εργοστάσια της Ρενό. Στις 20 Μάη απεργούσαν εννιά εκατομμύρια. Και όχι μόνο η βιομηχανική εργατική τάξη. Οι χορεύτριες στα Φολί Μπερζέ, ποδοσφαιριστές, δημοσιογράφοι, εμποροϋπάλληλοι.

Στις 24 Μάη ο Ντε Γκολ βγήκε στην τηλεόραση να κάνει διάγγελμα, που κατέληξε σε υστερικές αναφορές στον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου. Ο Ντε Γκολ είχε περάσει με επιτυχία τις φουρτούνες ενός Παγκοσμίου Πολέμου, της κρίσης της Αλγερίας –είχε γίνει πρόεδρος το 1958 με απέραντες υπερεξουσίες. Κι όμως, όπως είχε εξομολογηθεί στον Πομπιντού, τον πρωθυπουργό του: «Για πρώτη φορά διστάζω». Αντί να τρομοκρατήσει με το διάγγελμα, κατάφερε να πυροδοτήσει νέο κύκλο διαδηλώσεων που απλώθηκαν σε περίπου 500 πόλεις.

Στις 29 του μηνός εξαφανίστηκε από το Παρίσι και σύντομα μαθεύτηκε ότι πήγε στην Γερμανία, στην έδρα των γαλλικών τμημάτων του ΝΑΤΟ. Ο στρατηγός Μασού («ήρωας» των αποικιακών πολέμων σε Βιετνάμ και Αλγερία) τον υποδέχτηκε και σύμφωνα με την περιγραφή του ο άλλοτε αγέρωχος πρόεδρος του είπε: «Όλα έχουν γαμηθεί. Οι κομμουνιστές έχουν παραλύσει τη χώρα. Δεν ελέγχω τίποτα».

Ο Ντε Γκολ (ή ο Μασού) υπερέβαλε και τέλος πάντων σύντομα βρήκε την ψυχραιμία του. Την επόμενη μέρα ανακοίνωσε ότι «τη λύση θα τη δώσει ο λαός» σε εκλογές. Αλλά πρώτα έπρεπε να επανέλθει η «ομαλότητα». Ο «λαός της δεξιάς» άρχισε να βγαίνει στο δρόμο, αλλά τα πάντα θα κρίνονταν στα εργοστάσια.

Στις 25/26 Μάη η CGT (η συνομοσπονδία που ελεγχόταν από το ΓΚΚ) είχε υπογράψει τις Συμφωνίες της Γκρενέλ με την κυβέρνηση και τον γαλλικό ΣΕΒ. Πρόβλεπαν 30% αυξήσεις στον κατώτερο μισθό, που μεταφραζόταν σε μια γενική αύξηση των μισθών κατά 10%. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες (και οι κομματικές) πανηγύριζαν: μια μεγάλη νίκη! Τα στελέχη τους ξεχύθηκαν στα εργοστάσια να πείσουν για έγκριση των συμφωνιών και επιστροφή στη δουλειά. Πήγαν και αρχικά εισέπραξαν τη μια απόρριψη μετά την άλλη.

Κίνημα

Εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες, που πολλοί δεν ήταν καν στο συνδικάτο, είχαν πάρει μια γεύση της δύναμής τους και των οριζόντων που άνοιγε η δράση τους. Σε ένα τέτοιο κίνημα που ξεσηκώνει τους πάντες, ήταν φυσικό να υπάρχουν κομμάτια πιο προχωρημένα, πιο οργανωμένα και άλλα πιο διστακτικά και με λιγότερη αυτοπεποίθηση. Όμως, δεν υπήρχε καμιά οργάνωση που να επιτρέπει στα πρώτα να επηρεάζουν τα δεύτερα.

Στα περισσότερα εργοστάσια δεν είχαν εκλεγεί καν απεργιακές επιτροπές. Το ρόλο αυτό τον είχαν αναλάβει οι συνδικαλιστές, συνήθως της CGT. Η πίεση από τον μηχανισμό των συνδικάτων και των κομμάτων της αριστεράς σήμαινε ότι σιγά-σιγά το απεργιακό μέτωπο άρχισε να σπάει –έστω κι αν χρειάστηκαν τρεις βδομάδες για να τελειώσουν οι καταλήψεις.

Κι όσο αυτές οι πιέσεις έδιναν σιγά-σιγά καρπούς, τόσο δυνάμωνε η συνοχή και το θράσος της άλλης πλευράς. Η αστυνομία άρχισε να σπάει καταλήψεις σε σχολεία, πανεπιστήμια αλλά και εργοστάσια. Η κυβέρνηση έβγαλε εκτός νόμου οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς.

Οι εκλογές έγιναν στις 30 Ιούνη. Αλλά το ΓΚΚ υπέστη μια μεγάλη εκλογική ήττα, έχασε εξακόσιες χιλιάδες ψήφους. Το κόμμα έσπευσε να δικαιολογήσει την ήττα ρίχνοντας το φταίξιμο στους «τυχοδιώκτες», «στους αυτοσχεδιασμούς του άτακτου στρατεύματος των μικροαστών» -δηλαδή της επαναστατικής αριστεράς που τρόμαξε τους ψηφοφόρους των μεσαίων στρωμάτων. Η πραγματική αιτία της ήττας ήταν ο πυροσβεστικός ρόλος που έπαιξε στο κίνημα.

Οι κάλπες δεν είναι ποτέ ακριβής αντανάκλαση ούτε των ιδεών, ούτε της δυναμικής της εργατικής τάξης και κατά συνέπεια της δυνατότητάς της να τραβάει στο μέρος της άλλα κοινωνικά στρώματα. Ο κάθε εργάτης-τρια πάει απομονωμένα στο παραβάν, έχοντας υποστεί όλες τις πιέσεις των ΜΜΕ και των αφεντικών. Αυτό συνέβη στη Γαλλία εκείνον τον Ιούνη.

Όμως, η εργατική τάξη είχε αποδείξει ότι δεν είχε ενσωματωθεί στην «καταναλωτική κοινωνία». Τέτοιες θεωρίες που έκαναν θραύση εκείνη την περίοδο δεν μπορούσαν να εντοπίσουν το μίσος που έτρεφαν οι εργάτες και οι εργάτριες για τον Ντε Γκολ, τους μπάτσους του, τους δικαστές του, τα αφεντικά που τον στήριζαν.

Η εργατική τάξη μπορούσε να κάνει επαναστατικές απεργίες και να σκαρφαλώνει στα οδοφράγματα –ακόμα και αν αυτό ξεκινούσε με το αίτημα για νιπτήρες στις τουαλέτες των εργοστασίων.