Ο Μαρξ και “Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα”

Το νέο οικονομικό βιβλίο του Τομά Πικετί "Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα" έχει γίνει μπεστ σέλερ. Ο Άλεξ Καλλίνικος εξετάζει το γιατί.

Το "Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα" του Τομά Πικετί ήταν την περασμένη εβδομάδα δεύτερο στη λίστα των μπεστ σέλερ του Άμαζον. Βρέθηκε ανάμεσα σε ένα δακρύβρεχτο δράμα για τον καρκίνο και ένα παιδικό βιβλίο ζωγραφικής εμπνευσμένο από τα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϋ.

Στη Βρετανία η επίδρασή του ήταν λιγότερο δραματική, αλλά απασχόλησε παρόλα αυτά πολύ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτό είναι αναμφισβήτητα μια επιτυχία για ένα ακριβό βιβλίο σχεδόν 700 σελίδων ενός μέχρι τώρα άσημου Γάλλου οικονομολόγου γεμάτο από στατιστικές και πίνακες. Παρόλα αυτά είχε εντυπωσιακή επιτυχία μέσα στις προηγούμενες εβδομάδες.

Ο ίδιος ο Πικετί μεταμορφώθηκε, με τα λόγια του εκδότη της αμερικανικής έκδοσης της Financial Times, ένας "ροκ αστέρας" οικονομολόγος.

Το βιβλίο του ασχολείται με την οικονομική ανισότητα, κάτι που τον κάνει ταυτόχρονα έναν ασυνήθιστο οικονομολόγο. Η ανισότητα, σαν αποτέλεσμα της κρίσης και η αντεπίθεση ενάντια στο 1% (τους πλούσιους που δεν ανήκουν στο 99% της κοινωνίας) έχει γίνει ένα από τα κεντρικά πολιτικά θέματα της σημερινής εποχής.

Ο Πικετί γυρίζει πίσω στην κλασική παράδοση του Άνταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Αυτή η παράδοση εξετάζει την οικονομία κάτω από το πρίσμα της ιστορίας και της ηθικής.

Ταυτόχρονα αυτό που τον ενδιαφέρει είναι περισσότερο η εμπειρική μελέτη των τάσεων παρά η κατασκευή μαθηματικών μοντέλων που τόσο λατρεύουν οι "επίσημοι" οικονομολόγοι.

Στο πυρήνα του "Κεφαλαίου στον 21ο αιώνα" βρίσκεται μια πλούσια και ενδιαφέρουσα οικονομική κοινωνιολογία. Δυστυχώς, οι θεωρητικές βάσεις πάνω στις οποίες έχει στηριχτεί ο Πικετί και τα πολιτικά συμπεράσματα τα οποία αντλεί δεν είναι τόσο ισχυρά.

Τα δυνατά στοιχεία

Όσο παράξενο και αν φαίνεται, το δυνατό σημείο του βιβλίου αλλά και η μεγαλύτερή του αδυναμία είναι η εστίαση στον πλούτο.

Οι περισσότερες μελέτες πάνω στην ανισότητα ασχολούνται κύρια στις διαφορές στο εισόδημα. Ο Πικετί, αντίθετα, ενδιαφέρεται δίκαια για την κατανομή του πλούτου και τις αλλαγές της.

Σε τελευταία ανάλυση -με μια σημαντική αίρεση στην οποία θα επανέλθω- οι πλούσιοι είναι πλούσιοι χάρη στις οικονομικές πηγές που ελέγχουν και οι οποίες τους δίνουν το δικαίωμα να διεκδικούν μεγαλύτερα εισοδήματα απ’ ότι όλοι οι άλλοι.

Ο Πικετί χρησιμοποιεί με θαυμαστό τρόπο τα στατιστικά δεδομένα του πλούτου και του εισοδήματος -δεδομένων στην επεξεργασία των οποίων έχει και ο ίδιος βοηθήσει σαν κομμάτι μιας διεθνούς ομάδας ερευνητών.

Η πατρίδα του, η Γαλλία, είναι μια ιδιαίτερα πλούσια πηγή δεδομένων γιατί ο φόρος περιουσίας έχει επιβληθεί από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης τη δεκαετία του 1790. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν στοιχεία που καλύπτουν αδιάλειπτα πάνω από δυο αιώνες. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γερμανία, όμως, έπαιξαν βασικό ρόλο στη μελέτη του.

Συμπεράσματα

Τα συμπεράσματα του Πικετί διαψεύδουν τον "νόμο" που διατυπώθηκε από τον Σάιμον Κούζνετς στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ο Κούζνετς ισχυριζόταν ότι η ανισότητα μεγαλώνει μεν στα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης αλλά μειώνεται καθώς οι οικονομίες γίνονται πλουσιότερες. Τα στοιχεία του Πικετί, όμως, δείχνουν μια πολύ διαφορετική εικόνα.

Πάρτε για παράδειγμα τη Βρετανία την δεκαετία 1900-1910, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατείχε το 90% του πλούτου, με το πλουσιότερο 1% να κατέχει περίπου το 70%. Ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν είχε στην ουσία τίποτα.

Η εικόνα ήταν παρόμοια, αν και όχι τόσο δραματική, στη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτές ήταν κοινωνίες όπου, παρά τη βιομηχανική επανάσταση, η κύρια πηγή πλούτου ήταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η γη. Η παραγωγικότητα παρέμενε σχετικά χαμηλή.

Αυτή που συναρπάζει τον Πικετί είναι η ανώτερη τάξη που "ζωγραφίζουν" στα μυθιστορήματά τους η Τζέιν Όστιν και ο Μπαλζάκ. Αυτοί οι άνθρωποι στηρίζονταν στο υλικό χάος που τους χώριζε από τους υπηρέτες τους για να απολαμβάνουν έναν τρόπο ζωής δύο ως τρεις φορές πλουσιότερο από το σημερινό μέσο όρο. Ύστερα, όμως, ήρθαν οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, η Μεγάλη Ύφεση, οι πολιτικές αναταραχές που κατέστρεψαν τον πλούτο και αύξησαν δραματικά το ρόλο του κράτους και τα επίπεδα της φορολογίας.

Στη Γαλλία το μερίδιο του πλουσιότερου 10% έπεσε στο 60-70% του πλούτου την περίοδο ανάμεσα στον 1950 και το 1970. Το μερίδιο του πλουσιότερου 1% στο 20-30%.

Η πλάστιγγα, όμως, άρχισε να γέρνει ξανά προς την άλλη μεριά. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το 2010, το πλουσιότερο 10% κατείχε το 70% του πλούτου ενώ το 1% κατείχε το 25-30%. Στις ΗΠΑ, μια κοινωνία εποίκων αρχικά, η κατανομή του πλούτου ήταν λιγότερο συγκεντροποιημένη στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά αυτή η κατανομή πιέστηκε λιγότερο την περίοδο 1914-1945. Το 2010 το ανώτερο 10% κατείχε πάνω από 70% του συνολικού πλούτου και το ανώτερο 1%, πάνω από το 35%.

Τα εισοδήματα ακολούθησαν μια παρόμοια πορεία, αν και η ανισότητα στην κατανομή τους δεν έφτασε ποτέ στα επίπεδα της περιουσίας. Οι διαφορές μειώθηκαν μετά το 1914 αλλά τώρα η ψαλίδα έχει ανοίξει πολύ.

Για παράδειγμα, το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που καρπώνεται το πλουσιότερο 1% στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί από 6-8% τη δεκαετία του 1970 στο 20% (σχεδόν) το 2010. Τα συστατικά όμως της ανισότητας έχουν αλλάξει. Η γη παίζει πλέον πολύ μικρότερο ρόλο σαν πηγή πλούτου για τους πλούσιους. Και οι υψηλοί μισθοί παίζουν σήμερα πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην ανισότητα των εισοδημάτων.

Ο Πικετί απορρίπτει την συνήθη ερμηνεία που υποστηρίζει ότι πίσω από αυτή την ανισότητα βρίσκεται η τεχνολογική πρόοδος που έχει πιέσει προς τα πάνω τους μισθούς των ειδικών. Ρίχνει τις ευθύνες σε αυτό που ονομάζει "η άνοδος του υπέρ-διευθυντή" -ανωτάτων στελεχών που, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, στηρίχτηκαν στην επιχειρηματική διαπλοκή για να οδηγήσουν στην απογείωση των αμοιβών τους.

Ο Πικετί καταγγέλλει αυτό που ονομάζει "αξιοκρατικό εξτρεμισμό", “την εμφανή ανάγκη των μοντέρνων κοινωνιών -και ιδιαίτερα της αμερικανικής- να χαρακτηρίζουν διάφορα άτομα ‘νικητές' και να τα ανταμείβουν για αυτή τη νίκη με έναν υπερβολικό τρόπο”.

Ο Πικετί υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο ήταν έξι ως επτά φορές μεγαλύτερο από ότι το εθνικό εισόδημα στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Έπεσε στο επίπεδο του διπλάσιου ή τριπλάσιου στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αλλά έχει επιστρέψει κοντά στο πενταπλάσιο στη Βρετανία και τη Γαλλία σήμερα.

Ισχυρίζεται οτι αυτό μπορεί να ερμηνευθεί στη βάση αυτού που ο ίδιος ονομάζει "ο δεύτερος βασικός νόμος του καπιταλισμού".

Όταν το ποσοστό της απόδοσης του κεφαλαίου είναι μεγαλύτερο από το ρυθμό αύξησης της οικονομίας, οι πλούσιοι μπορούν να αποταμιεύουν ένα μεγάλο κομμάτι από τα εισοδήματά τους και να συσσωρεύουν με αυτό τον τρόπο ακόμα μεγαλύτερο πλούτο. Σύμφωνα με τον Πικετί αυτό συνέβαινε την περίοδο πριν το 1914 και συμβαίνει ξανά σήμερα.

Αλλά εδώ αρχίζουν και τα προβλήματα. Για τον Πικετί κάθε μορφή περιουσίας αποτελεί κεφάλαιο -ένα κομμάτι γης, μια μηχανή, ένα διαμέρισμα ή ένα ομόλογο. Όπως γράφουν οι επικριτές του, ο ορισμός του είναι στην ουσία ο ίδιος που χρησιμοποιούν και οι "επίσημοι" οικονομολόγοι.

Για τον Μαρξ, αντίθετα, το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση. Πιο συγκεκριμένα, είναι ένα σύνολο από κοινωνικές σχέσεις που επιτρέπουν στους κεφαλαιοκράτες να χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους και τον έλεγχο που αυτά τους εξασφαλίζουν πάνω στα μέσα παραγωγής.

Αυτός ο έλεγχος τους επιτρέπει να υποχρεώνουν τους εργάτες να παράγουν αξία και -πάνω απ' όλα- υπεραξία, που αποτελεί την πηγή των κερδών τους. Ο Μαρξ θεωρούσε το απόγειο του φετιχισμού, το να ταυτίζει κανείς την κατοχή κάθε αγαθού με το κεφάλαιο.

Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Πικετί, μια από τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές του 20ου αιώνα ήταν το γεγονός ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι είναι σήμερα ιδιοκτήτες του διαμερίσματος τους. Αλλά αυτό δεν τους εξασφάλισε κανένα δικαίωμα να αποσπούν υπεραξία.

Η λανθασμένη του αντίληψη για το κεφάλαιο υπονομεύει τις μακροχρόνιες τάσεις που ο ίδιος θέλει να προβάλει. Και αυτό συνδέεται με την αντιφατική του στάση απέναντι στον Μαρξ.

Κρίσιμες παρατηρήσεις

Η ονομασία του βιβλίου του, "Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα", υποδηλώνει τη φιλοδοξία του να συνεχίσει το μεγάλο έργο του Μαρξ -παρόλο που ο ίδιος λέει ότι δεν το έχει διαβάσει. Επαινεί τον Μαρξ για τις κρίσιμες παρατηρήσεις του πάνω στην αυξανόμενη ανισότητα.

Οι περισσότερες αναφορές του, όμως, πάνω στον Μαρξ είναι αρνητικές και ανακριβείς. Η θεωρία του Μαρξ, λέει για παράδειγμα, στηρίζεται σε μια υπόθεση μακροχρόνιας μηδενικής αύξησης της παραγωγικότητας. Ο Μαρξ, όμως, πίστευε ακριβώς το αντίθετο. Οι κρίσεις στον καπιταλισμό είναι σύμφωνα με τον Μαρξ αποτέλεσμα ακριβώς της δυναμικής του ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Το βιβλίο κλείνει με μια υποσημείωση επίθεσης στους τρεις φιλοσόφους που έχουν συνδεθεί περισσότερο με τον Μαρξισμό στη Γαλλία -τον Σαρτρ, τον Αλτουσέρ και τον Μπαντιού.

Η ίδια η πολιτική λύση που προτείνει ο Πικετί απέναντι στην αδυσώπητη τάση προς την αύξηση της ανισότητας που διαπιστώνει, είναι ένας φόρος περιουσίας. Τονίζει ότι τη δεκαετία του 1940, με στόχο να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο, οι ΗΠΑ και η Βρετανία φορολογούσαν το εισόδημα και την περιουσία σε επίπεδα σχεδόν "απαλλοτρίωσης".

Αλλά ξεχνάει ένα βασικό σημείο. Καθώς το εκκρεμές γυρνούσε προς την άλλη μεριά, ιδιαίτερα μετά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του 1980, το φορολογικό σύστημα ξανασχεδιάστηκε έτσι ώστε να ενισχύει τους πλούσιους. Όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει και ανισότητα.

Ο Πικετί μας βοήθησε να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα πόσο ανελέητος μηχανισμός παραγωγής ανισότητας είναι ο καπιταλισμός. Σε πείσμα των προθέσεών του το βιβλίο του αντί να στηρίξει την υπόθεση της μεταρρύθμισης, ενίσχυσε την υπόθεση της επανάστασης.