Ιδέες
Συνέντευξη με την Ελένη Πορτάλιου “Η σύγκρουση τώρα ξεκινά”

Η πανεπιστημιακός Ελένη Πορτάλιου, από τα κινήματα για την πόλη και το περιβάλλον, μίλησε στην Έλλη Πανταζοπούλου.


 

Η ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου γέμισε προσδοκίες όλο τον κόσμο που πέντε χρόνια πάλεψε ενάντια στα μνημόνια, ότι επιτέλους θα τελειώσουμε με αυτά και θα μπορέσει να πάρει πίσω τις δουλειές του. Όμως μέσα από τη συμφωνία του Eurogroup και τις ολοένα μεγαλύτερες πιέσεις από τους εταίρους, φτάσαμε στο να παγώνουν οι προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και το τέλος των μνημονίων. Πως σχολιάζετε αυτή την εξέλιξη;

Η ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, κατ’ επέκταση της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, στο πλαίσιο ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, μπορεί να γίνει πραγματικότητα στη χώρα μας και σε άλλες χώρες της Ευρώπης (Ισπανία, Ιρλανδία) μόνο ως αποτέλεσμα μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Η πρώτη μνημονιακή περίοδος μέχρι τις εκλογές του 2012 χαρακτηρίστηκε από τη μαζική αφύπνιση και ενεργό δράση των λαϊκών τάξεων που έθεσαν με όρους κοινωνικής συμμετοχής την ανατροπή των μνημονιακών κυβερνήσεων και των μνημονιακών νόμων. Αντίθετα, μετά το 2012 υπήρξε λαϊκή αναδίπλωση και η αντιπολίτευση περιορίστηκε στο κοινοβούλιο. Εξάλλου, δεν υπήρξε σχεδιασμός και προετοιμασία των κοινωνικών δυνάμεων ως παραγωγικών φορέων για τη διαμόρφωση ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης πάνω σε άμεσα μέτρα (φορολογία, επανεκκίνηση παραγωγικών τομέων κ.λπ.), που θα έπρεπε να λάβει μια κυβέρνηση  της αριστεράς για να μην εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. 
 
Οι ρόλοι μετά το 2012 παρέμειναν στερεοτυπικοί: ο ΣΥΡΙΖΑ αποδομούσε τη μνημονιακή κυβέρνηση, η αντικαπιταλιστική αριστερά είχε κριτική στάση υποστηρίζοντας αλλαγές που προϋπέθεταν γενικό και πολυεπίπεδο ξεσηκωμό, η κοινωνία στα όρια της φτώχειας αναδιπλώθηκε στα βάσανά της. Σχεδόν κανείς δεν αναγνώριζε το προφανές ή το ξεπερνούσε με αισιόδοξη αμεριμνησία, δηλαδή ανευθυνότητα: ότι δηλαδή οι αντίπαλοί μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πανίσχυροι και δεν θα υποχωρήσουν μπροστά σ’ ένα ευνοϊκό για τις θέσεις μας εκλογικό ποσοστό, ενώ οι εγχώριοι ολιγάρχες διέθεταν και διαθέτουν σοβαρά ερείσματα στο κράτος. Μ’ άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε ένα ικανοποιητικό εκλογικό αποτέλεσμα, που του επέτρεψε να σχηματίσει κυβέρνηση σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Βρέθηκε, όμως, από την πρώτη μέρα μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα της ισχύος των λεγόμενων θεσμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ).
 
Η ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου γέμισε, όπως λέτε στην ερώτησή σας, προσδοκίες τον κόσμο ότι επιτέλους θα τελειώσουν τα μνημόνια. Αλλά οι προσδοκίες δεν διαπραγματεύονται στο Eurogroup, ούτε προσθέτουν ισχύ στον ΣΥΡΙΖΑ που διαπραγματεύεται. Με απλά λόγια, όλοι οι παράγοντες της σύγκρουσης απέναντι στους δανειστές - κυβέρνηση, αριστερή αντιπολίτευση, λαϊκές δυνάμεις, κινήματα - έχουν μεγάλες προσδοκίες αλλά διαθέτουν περιορισμένα όπλα. Αυτό δεν σημαίνει ότι, αφού δεν ετοιμαστήκαμε εγκαίρως, πρέπει να υποχωρήσουμε. Αντίθετα πρέπει να ανασυγκροτηθούμε! Η κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει την αυτάρεσκη διαχείριση της τύχης της χώρας σε κλειστό οικογενειακό κύκλο, τα κινήματα πρέπει να σφραγίσουν αυτόκλητα τις εξελίξεις, αυτοί που παράγουν πρέπει να προβάλουν λύσεις για τις άμεσες ανάγκες της παραγωγής, η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να αναλάβει ρόλο ευθύνης αντί ρόλο τιμητή. Η σύγκρουση δεν έληξε με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Τώρα ξεκινά και πρέπει να δοθεί με όλα τα όπλα που διαθέτουμε. Η κυβέρνηση έχει φυσικά μεγάλη ευθύνη. Ευθύνες, όμως, έχουμε οι πάντες που πιστεύουμε σε μια νέα αρχή για τη χώρα μας.
 
Μία από τις μεγάλες πιέσεις της ΕΕ και των θεσμών της προς την κυβέρνηση είναι η υλοποίηση των αποκρατικοποιήσεων που ξεκίνησε η προηγούμενη κυβέρνηση μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και η διεύρυνσή τους, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία στους εργαζόμενους και τη νεολαία. Θεωρείτε πως κάτι τέτοιο πρέπει να προχωρήσει;
 
Το χρέος και συγκεκριμένα η αποπληρωμή του στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων αποτελεί τον βασικό μηχανισμό εφαρμογής του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου σχεδίου, που έχει δύο στόχους: α. την κατάργηση όλων των  εργατικών κατακτήσεων και την απογύμνωση της εργασίας από κάθε προστασία, β. τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών και της δημόσιας περιουσίας, την καταστροφή δηλαδή ενός πολιτισμού των δημόσιων και γι’ αυτό κοινών αγαθών, ο οποίος οικοδομήθηκε με μεγάλους αγώνες στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Αυτή η υφαρπαγή ισοδυναμεί με απώλεια της κυριαρχίας του Κράτους, το οποίο δεν διαθέτει πλέον εργαλεία χάραξης πολιτικής για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την κοινωνική ευημερία μέσω και της αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου. 
 
Ακριβώς αυτόν τον δεύτερο πυλώνα της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής υλοποιεί η ίδρυση του ΤΑΙΠΕΔ (ν. 3986/2011) στο οποίο έχει μεταβιβαστεί προς εκποίηση μεγάλος όγκος της δημόσιας περιουσίας (αρ.1, παρ.1) με στόχο τη μεταφορά των εσόδων στη μαύρη τρύπα του φερόμενου ως δημόσιου χρέους. (αρ.1, παρ. 2).
 
Σύμφωνα με την πρόεδρο του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας και Σύμβουλο Επικρατείας κα Καραμανώφ τρεις κατηγορίες δημοσίων ακινήτων έχουν περιέλθει στο ΤΑΙΠΕΔ. Η πρώτη περιλαμβάνει δημόσια ακίνητα που είναι καθ’ εαυτά άρρηκτα συνδεδεμένα με τους θεμελιώδεις δημόσιους σκοπούς της εθνικής κυριαρχίας και της βιώσιμης ανάπτυξης (άμυνα, ασφάλεια, ουσιώδη στοιχεία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, βασικές ενεργειακές και συγκοινωνιακές υποδομές, κ.λπ.). Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ακίνητα που εξυπηρετούν δημόσιους σκοπούς, οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του σύγχρονου κοινωνικού κράτους και την αναγκαία υποδομή για την παροχή αντίστοιχων δημόσιων υπηρεσιών (νοσοκομεία, σχολεία, δημόσια κτίρια, στρατόπεδα, κ.λπ). Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τα δημόσια ακίνητα τα οποία αποτελούν την καθαρώς ιδιωτική περιουσία του δημοσίου. 
 
Πρέπει να σταματήσουμε με κάθε τρόπο την υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας. Γι’ αυτό τον λόγο υπήρξε γενικευμένη αντίδραση σε σχετικό άρθρο στο νομοσχέδιο «Ρυθμίσεις για την Επανεκκίνηση της Οικονομίας», που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στη βουλή και το οποίο ενίσχυε το ΤΑΙΠΕΔ. Η αντίδραση οδήγησε την κυβέρνηση να το αποσύρει.  
 
Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που έφεραν τα μνημόνια ήταν από τα βασικά ζητήματα που κέρδισαν τον κόσμο στο να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως στην Αθήνα, στο μεγαλύτερο δήμο της χώρας με τα πιο οξυμένα προβλήματα λόγω χιλιάδων ανέργων και εκατοντάδων αστέγων, ο Καμίνης έχει μείνει ανεξέλεγκτος μετά την τοποθέτηση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στο ρόλο του κυβερνητικού εκπροσώπου.Πως πιστεύετε ότι μπορεί να καλυφθεί αυτό το κενό για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των κατοίκων;
 
Η πολιτική του κ. Καμίνη για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, που εκδηλώνεται με τον πιο δραματικό τρόπο στην Αθήνα, είναι στην καλύτερη περίπτωση επικοινωνιακή και στη χειρότερη ανάλγητη. Σχέδια μικρής απόδοσης για ελάχιστους δικαιούχους, κακή διαχείριση των πόρων, ακριβές «λύσεις», πελατειακές αντιλήψεις, εμπλοκή μεγάλων συμφερόντων, όλ’ αυτά συμπυκνώνουν τη δημοτική πολιτική για την Αλληλεγγύη. Να προσθέσουμε την απομάκρυνση της εξαιρετικής διευθύντριας του ΚΥΑΔΑ κας Νούση, που με τους εργαζόμενους και το Διοικητικό Συμβούλιο κατάφεραν να δώσουν νόημα και περιεχόμενο και να καλύψουν σημαντικές ανθρώπινες ανάγκες σ’ ένα κατά τεκμήριο απρόσωπο κρατικό θεσμό.
 
Η «Ανοιχτή Πόλη» είχε λειτουργήσει την προηγούμενη τετραετία σε 2 επίπεδα. Παρέμβαση για βελτίωση και στήριξη του ΚΥΑΔΑ, παρέμβαση για τη σίτιση στα σχολεία, κριτική/αντιπροτάσεις στα σχέδια της δημοτικής αρχής, από τη μία, δημιουργία αυτόνομων από τον δήμο κοινωνικών δομών αλληλεγγύης καθώς και πρωτοβουλιών «Χωρίς Μεσάζοντες», από την άλλη. 
 
Πιστεύω ότι το έργο μιας δημοτικής κίνησης πρέπει να είναι συλλογικό και να στηρίζεται στην κοινωνία και τα κινήματα των εργαζομένων και της πόλης. Αυτό έπραξε η «Ανοιχτή Πόλη» από την ίδρυσή της στις αρχές του 2006. Θεωρώ ότι χωρίς τα παραπάνω το έργο στο δημοτικό συμβούλιο είναι διεκπεραιωτικό. Θεωρώ, επίσης, ότι η συμμετοχή στα κοινά χρειάζεται γνώση και αφοσίωση. Δεν είναι πάρεργο. Ο πολιτικός καριερισμός και η παρεμπιπτόντως ενασχόληση με κοινωνικά και πολιτικά θέματα - πότε με το ένα, πότε με το άλλο - απαξιώνουν την πολιτική συμμετοχή, τους θεσμούς και τα ίδια τα πρόσωπα τα οποία μετέρχονται αυτές τις πρακτικές. 
 
   Στις 20 Απρίλη ξεκινά επιτέλους η δίκη της Χρυσής Αυγής. Τί ρόλο πιστεύετε έχει να παίξει το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα το επόμενο διάστημα; Τόσο στο να καταδικαστούν για τα εγκλήματά τους οι νεοναζί όσο και για να πιέσουν την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τη στάση της απέναντί τους. Το τελευταίο διάστημα έχουμε δει στους κόλπους της κυβέρνησης δαφορετικές αντιμετωπίσεις της Χρυσής Αυγής, άλλοτε ενθαρρυντικές και άλλοτε αποθαρρυντικές για τους νεοναζί (Ζωή Κωνσταντοπούλου, Τασία Χριστοδουλοπούλου).
 
Η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκινά κάτω από την πίεση του αντιφασιστικού - αντιρατσιστικού κινήματος, η συμβολή του οποίου στη διαδικασία εξάρθρωσης της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, που ξεκίνησε με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, υπήρξε καθοριστική. Μέχρι τις 20 Απριλίου επιδιώκουμε την κοινωνική αφύπνιση και συμμετοχή ώστε η φωνή του αντιφασισμού να ακούγεται σταθερά στις κλειστές αίθουσες του δικαστηρίου. Το κατηγορητήριο είναι καταπέλτης αλλά η έκβαση της δίκης θα κριθεί στη διάρκεια της διαδικασίας. Χρειάζεται μαζικότητα, διεθνές και ελληνικό ενδιαφέρον. Η πολιτική αγωγή έχει σημαντικό ρόλο όπως και το Παρατηρητήριο που οργανώνεται. 
 
Η κυβέρνηση οφείλει να έχει σταθερή θέση για τον χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής που αποτελεί αποδεδειγμένα εγκληματική οργάνωση, και να δώσει όλες τις θεσμικές εγγυήσεις για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης, η οποία έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει. 
 
Η κα Κωνσταντοπούλου υπερβαίνει τον θεσμικό της ρόλο ως προέδρου της Βουλής, προσφέροντας ανεπίτρεπτη εξωθεσμική στήριξη στην προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να γίνει δεκτή ως κοινοβουλευτικό κόμμα. Η κα Χριστοδουλοπούλου πολύ ορθά δεν απαντά στις ερωτήσεις της Χρυσής Αυγής απονομιμοποιώντας την, όπως έκανε και ο κ. Δένδιας ως υπουργός της προηγούμενης κυβέρνησης.