Πολιτική
Oι γερμανικές οφειλές και η διαγραφή του χρέους
Την προηγούμενη βδομάδα συγκροτήθηκε τελικά η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για τη διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων από την Γερμανία, με πρόεδρο την ίδια την Ζ. Κωνσταντοπούλου. Στη διεκδίκησή τους είχε αναφερθεί ο Τσίπρας ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις. Κι από τότε το θέμα έρχεται και ξανάρχεται στην επικαιρότητα, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Το έθιξε δυο φορές ο Τσίπρας στην επίσκεψή του στο Βερολίνο και τις συναντήσεις του με την Μέρκελ. Τι σηματοδοτούν αυτές οι ενέργειες; Είναι ή μπορεί να γίνει αυτή η διεκδίκηση κομμάτι μιας πολιτικής ρήξης με την «γερμανική Ευρώπη»;
Ένα επιχείρημα που ακούστηκε έντονα όταν ξανάνοιξε το θέμα το 2012-13 και ακούγεται και σήμερα, είναι ότι οι επανορθώσεις «πατσίζουν» και με το παραπάνω το δημόσιο χρέος. Τα ποσά που ακούγονται είναι αστρονομικά. Το κατοχικό «δάνειο» που πήρε η ναζιστική Γερμανία από την κυβέρνηση των δωσιλόγων, μαζί με τις αποζημιώσεις για τις υλικές καταστροφές φτάνουν, αν συνυπολογιστούν οι τόκοι τόσων δεκαετιών, σε πολλές φορές το σημερινό δημόσιο χρέος. Να ένα ακλόνητο επιχείρημα στις εθνικά υπερήφανες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και τους «θεσμούς». Κι όμως, το επιχείρημα μπάζει από όλες τις πλευρές.
Καταρχήν γιατί δεν υπάρχει καμιά κοινώς συμφωνημένη εκτίμηση για το ύψος και του κατοχικού δανείου και των επανορθώσεων πάνω στην οποία να βασιστεί η διεκδίκησή τους. Τα ποσά που ακούγονται, πχ 550 δις ευρώ για το κατοχικό δάνειο και 1 τρις για τις υλικές καταστροφές, είναι προϊόν μιας δημιουργικής λογιστικής. Πρακτικά, η διεκδίκησή τους σημαίνει μια πολύχρονη νομική διαδικασία με πολύ αβέβαιο αποτέλεσμα.
Υποκατάστατο;
Η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πραγματικό μέτρο ρήξης με την πολιτική που καταστρέφει τις ζωές της εργατικής τάξης: την άμεση παύση πληρωμών και την οριστική διαγραφή του δημόσιου χρέους. Την ώρα –τα χρόνια μάλλον- που οι νομικοί του ελληνικού δημοσίου θα κονταροχτυπιούνται με τους Γερμανούς συναδέλφους τους για την ερμηνεία της Διάσκεψης του Παρισιού (1945), της Συνθήκης του Λονδίνου (1953) ή της Συμφωνίας ανάμεσα στην πρώην Δυτική Γερμανία και το «ελληνικό βασίλειο» το 1960, σχολεία, νοσοκομεία, ασφαλιστικά ταμεία, ακόμα και ο ΟΑΕΔ θα μένουν πανί με πανί για να συγκεντρωθούν τα ποσά για τις δόσεις προς τους «δανειστές».
Μήπως όμως, μια τέτοια διεκδίκηση είναι ηθικό όπλο που μπορεί να κερδίσει τη διεθνή συμπάθεια και συμπαράσταση; Και εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Η προπαγάνδα των κυβερνήσεων και των ΜΜΕ της άρχουσας τάξης σε όλη την Ευρώπη, επιστράτευε συστηματικά, χοντροκομμένα ή πιο ραφιναρισμένα, τον εθνικισμό: οι τεμπέληδες Έλληνες που θέλουν δανεικά και αγύριστα από τους προκομμένους Γερμανούς, για παράδειγμα.
Απέναντι σε αυτή την προπαγάνδα, το ταξικό «ένστικτο» των εργατών από την Ισπανία μέχρι την Γερμανία και ακόμα παραπέρα, στρεφόταν με συμπάθεια και ελπίδα στους αγώνες των εργατών και της νεολαίας εδώ. Αυτοί είναι οι πραγματικοί και ισχυροί σύμμαχοι της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.
Μια εκστρατεία στο όνομα «όλων των Ελλήνων» κόντρα στους «Γερμαναράδες» αποδυναμώνει και υπονομεύει αυτή τη συμμαχία. Χαρίζει τους ταξικούς συμμάχους μας στην προπαγάνδα των αρχουσών τάξεών «τους». Αυτός που μπορεί να εκβιάσει τους εκβιαστές δεν είναι οι προσφυγές στα διεθνή δικαστήρια αλλά οι ταξικοί αγώνες των εργατών στην Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη, που θα παίρνουν θάρρος από τα βήματα του κινήματος και της Αριστεράς. Αλήθεια, ποιον μπορεί να συγκινήσει και να κινητοποιήσει όχι μόνο σε άλλες χώρες αλλά και στην Ελλάδα το θέαμα μιας Διακομματικής Επιτροπής που δίπλα στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ συμμετέχουν ο Ν. Κακλαμάνης και ο… αρχιναζί Παναγιώταρος της ΧΑ; Χωράνε και οι ναζί στην «εθνική προσπάθεια»;
Η απάντηση στους εκβιασμούς των «θεσμών» και των καπιταλιστών δεν είναι εθνική, είναι ταξική. Δεν περνάει από τις «διεκδικήσεις» επανορθώσεων, αλλά από την σύγκρουση με τις προτεραιότητες του συστήματος, από την διαγραφή του χρέους, την ρήξη και έξοδο από ευρώ και ΕΕ, από τον εργατικό έλεγχο στην οικονομία και σε όλη την κοινωνία.
Λέανδρος Μπόλαρης