Εδουάρδο Γκαλεάνο: Θρηνούν οι Φλέβες στη Λατινική Αμερική
Όταν ο Ούγκο Τσάβεζ το 2009 συναντήθηκε για πρώτη φορά με Αμερικάνο Πρόεδρο, τον Μπάρακ Ομπάμα που είχε εκλεγεί λίγους μήνες πριν, του έκανε δώρο μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες ένα “θρυλικό για τους νοτιοαμερικάνους βιβλίο” όπως ανέφερε, με τίτλο: “Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής”.
Ήταν το εμβληματικό αντιιμπεριαλιστικό έργο του Εδουάρδο Γκαλεάνο που έγραψε το 1971 σε ηλικία 31 ετών σφραγίζοντας την λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής με την αυθάδη, ωμή και ταυτόχρονα τόσο ειλικρινή και συναρπαστική καταγραφή και εξιστόρηση της εκμετάλλευσης των κατοίκων και του πλούτου της Λατινικής Αμερικής από κάθε λογής δυνάστες, μα πάνω απ' όλα από τους αποικιοκράτες και αργότερα από τους ιμπεριαλιστές με πρώτους και καλύτερους τους Αμερικάνους.
“Όταν ο Λευκός Οίκος γίνει οίκος του Ομπάμα, δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσει πως αυτό το σύμβολο της αμερικανικής παντοδυναμίας φτιάχτηκε πάνω στα κόκαλα των μαύρων σκλάβων”, είχε δηλώσει λίγους μήνες νωρίτερα για να συμπληρώσει λίγα χρόνια αργότερα πως: “Η μεγαλύτερη απογοήτευσή μου σε σχέση με τον Ομπάμα ήταν το Νομπέλ Ειρήνης, το οποίο παρέλαβε εκφωνώντας έναν λόγο ουσιαστικά προς τιμήν του πολέμου! Ισως παραδέχτηκε με αυτόν τον τρόπο ότι είναι και ο ίδιος αιχμάλωτος του στρατιωτικού μηχανισμού που κυβερνά τη χώρα του...”.
Δημοσιογράφος και συγγραφέας ο Εδουάρδο Γκαλεάνο -που εισήχθη την Παρασκευή 10/4 στο νοσοκομείο (είχε καρκίνο του πνεύμονα) και πέθανε τρεις μέρες μετά, τη Δευτέρα 13/4 σε ηλικία 75 ετών- υπήρξε εκείνος που «θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απαχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά κυρίως της Λατινικής Αμερικής».
Γεννημένος στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης από οικογένεια με ευρωπαϊκή καταγωγή που ανήκε στη μεσαία τάξη, ο Γκαλεάνο από μικρός πολιτικοποιήθηκε μέσα από τις γραμμές του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης και στα 14 του ξεκίνησε με την πρώτη του πολιτική γελοιογραφία στο περιοδικό του κόμματος. Λίγο αργότερα άρχισε να συνεργάζεται ως συντάκτης στο περιοδικό “Μάρτσα” με το οποίο συνεργάστηκαν σημαντικοί λατινοαμερικάνοι συγγραφείς όπως ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, ο Μάριο Μπενεδέτι ή οι αδελφοί Ρεταμάρ. Στα 20 του έγινε αρχισυντάκτης του περιοδικού (το οποίο εκείνη την περίοδο δέχεται σκληρή λογοκρισία από το κράτος και επιθέσεις φασιστικών και παραστρατιωτικών ομάδων), και αμέσως μετά διευθυντής στην εφημερίδα “Έποκα”.
Ήταν μια περίοδος τεράστιας ανόδου του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην Ουρουγουάη που επηρεάζεται από τα κινήματα της δεκαετίας του ‘60 που οδηγεί σε απώλεια από την μεριά της άρχουσας τάξης του πολιτικού ελέγχου. Το 1973 το αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ουρουγουάη τον αναγκάζει να καταφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ισπανία όπου ζει εξόριστος για δέκα χρόνια καταγγέλλοντας το καθεστώς. Πίσω στην πατρίδα του, απαγορεύεται η κυκλοφορία του βιβλίου, απαγόρευση που επεκτείνεται στη Χιλή και στην Αργεντινή. Αργότερα, όμως, έρχονται και άλλα βιβλία, εξίσου εμβληματικά, τα οποία μεταφράζονται σε 20 γλώσσες. Μεταξύ αυτών η τριλογία «Η μνήμη της φωτιάς» και το εκπληκτικό «Καθρέφτες: Μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία».
Πάντα οξυδερκής στην πολιτική του ανάλυση και ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στους “πλούσιους”, και τους “χορτασμένους”, στους “εμπειρογνώμονες” και τους “φωτισμένους” ποτέ δεν έχασε την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο.
Αναλυτής της λαϊκής κουλτούρας μέσα από τους μύθους και τις παραδόσεις της Λατινικής Αμερικής ο Γκαλεάνο εστίαζε στις καθημερινές ζωές μετατρέποντάς τις σε ιστορικά συμβάντα. Ο έρωτας, η απόρριψη, ο θάνατος, η χαρά και η λύπη, ο θυμός και η αλληλεγγύη μεταλλάσσονταν από καθημερινές πράξεις σε παγκόσμια φαινόμενα και τελικά σε πολιτικά γεγονότα.
Η γραφή του ένα μοναδικό μείγμα ιστορίας, πολιτικής ανάλυσης και ποίησης σε μια αναλογία που κάνει τα βιβλία του να μην μπορούν να καταταχθούν σε κάποια συγκεκριμένη λογοτεχνική κατηγορία. Στο “1.000 πρόσωπα του Ποδοσφαίρου”, σε ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της γραφής του και από τα πλέον διαβασμένα βιβλία του, που μέσα από την ποδοσφαιρική κουλτούρα φτάνει να εκλαϊκεύει την νεώτερη ιστορία, δήλωνε πως: “Δεν είμαι τίποτα παραπάνω παρά ένας ζητιάνος του καλού ποδοσφαίρου”.
Ισως η γοητεία που του επέβαλλε το ανθρώπινο πάθος να ήταν υπεύθυνη για τον “πολιτικό ρεαλισμό” που υποστήριξε από την πτώση της δικτατορίας το 1985, ειδικότερα από τα μέσα των 90's και το 2004 με την κυβέρνηση της αριστερής συμμαχίας “Ευρύ Μέτωπο” του Ταμπάρε Βάσκες, όταν πολλοί τον κατηγόρησαν ότι πλέον έρχεται σε αντίθεση με το ριζοσπαστικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό του λογοτεχνικό έργο.
Ο ίδιος μέσα από το έργο του απάνταγε πως: “Τα προοδευτικά όνειρα, για να έχουν οποιαδήποτε πραγματική κοινωνική επιρροή, πρέπει να γίνουν δημοφιλή όνειρα”. Αυτός ο πολιτικός πραγματισμός του ωστόσο δεν τον απέτρεπε από το να καταγγέλλει του διεθνείς οργανισμούς, να κατακεραυνώνει την αδικία, την φτώχεια, τους πολέμους, το ρατσισμό μέχρι το τέλος, κρατώντας ζωντανή την αναζήτηση, τον απελευθερωτικό ρόλο της τέχνη. “Προς τι λοιπόν η ουτοπία; Μας αναγκάζει να προχωρούμε”.