Πολιτισμός
Θέατρο: “Δεν έχω τίποτα”

Aπό αριστερά: Πάρης Θωμόπουλος, Άννα Ελεφάντη, Βασίλης Κουκαλάνι

Σκοτεινό, δυστοπικό και ταυτόχρονα σκωπτικό και περιπαιχτικό, είναι το έργο “Δεν έχω τίποτα”, ενός από τους μεγαλύτερους εν ζωή θεατρικούς συγγραφείς της Βρετανίας, του Εντουαρντ Μποντ, που ανεβαίνει μέχρι το τέλος του Μάη στον κλειστοφοβικά ταιριαστό Κάτω Χώρο του Θέατρου του Νέου Κόσμου.
 
Το 2077 το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε απόγνωση. Τις προηγούμενες δεκαετίες κατά χιλιάδες οι άνθρωποι αυτοκτονούν με μια μαζική και ανεξήγητη μανία. Κύματα προσφύγων βρίσκουν μπροστά τους τον απόλυτο διωγμό. Η μνήμη και το παρελθόν έχουν διαγραφεί και απαγορευτεί. Η επιβίωση έχει περιοριστεί στα βασικά. Ο χώρος και τα αντικείμενα έχουν αποκτήσει την απόλυτα εξατομικευμένη χρηστική τους σημασία και κάθε -έστω και μικρή- αλλαγή κουβαλάει το φόβο της τιμωρίας. 
 
Σε ένα μικρό λιτό δωμάτιο ο Τζαμς και η Σάρα ζουν σαν από συνήθεια. Ο Τζαμς εργάζεται στην υπηρεσία παρακολούθησης. Υποταγμένος στις διαταγές της, είναι ο βασικός μάρτυρας της καθημερινότητας εκτός των τειχών. Η Σάρα εγκλωβισμένη σε μια πανομοιότυπη ρουτίνα καταναλώνει τις εικόνες που της μεταφέρει ο σύζυγός της και ανέχεται την ηγεμονία του. Ο ερχομός ενός τρίτου προσώπου, που επιμένει πως είναι ο αδερφός της και ο οποίος κουβαλάει μαζί του την απαγορευμένη δυνατότητα της αναπαραγωγής της μνήμης, μια φωτογραφική μηχανή, είναι αρκετός για να διαταράξει την ούτως ή άλλως διασαλεμένη ισορροπία. 
 
Kαθημερινότητα
 
Η Σάρα (η Άννα Ελεφάντη -που έχει κάνει και τη μετάφραση- σε μια τρομερή ερμηνεία) βρίσκεται σε μια αυτιστική καθημερινότητα, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, είτε παραμιλάει μόνη της, είτε το βουλώνει στις εξάρσεις του Τζαμς, μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί ο αδερφός της. Ο Πάρης Θωμόπουλος ως αδερφός μεταφέρει με μια επιτηδευμένη αθωότητα την αλλαγή χωρίς ο ίδιος να την επιδιώκει. Με την ενοχικότητα ενός πρόσφυγα που κουβαλάει τις δικές του μνήμες, βρίσκεται αντιμέτωπος με την καταστολή, όχι απλά του νοικοκύρη Τζαμς, αλλά συνολικά των κατασταλτικών κοινωνικών κανόνων που τους περιβάλλουν.
 
Ο Βασίλης Κουκαλάνι σαν Τζαμς αναμετριέται με έναν δύσκολο και σωματικό ρόλο και τα καταφέρνει περίφημα. Το ανθρωπάκι της υπηρεσίας που -παρά τις αναστολές- λέει ναι σε όλα, γίνεται ο ηγεμόνας όταν γυρίζει σπίτι, όμως ισοπεδώνεται όταν καταφθάνει ο πρόσφυγας αδερφός. Απέναντι στη Σάρα που βρίσκει ένα λόγο να ξεκινήσει μια προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών, του χώρου και των αντικειμένων, ο Τζαμς τα χάνει. Προτιμάει να οχυρωθεί πίσω από την υπηρεσιακή του ταυτότητα, από τον κοινωνικό του ρόλο. Το σύνδρομο του νοικοκύρη τον οδηγεί στο να καταστρέψει τελικά το ίδιο του το νοικοκυριό.
 
“Η γραμμή μεταξύ του τρόμου και της γελοιότητας είναι εξαιρετικά λεπτή. Το ένα διεισδύει διαρκώς στο άλλο. Το τραγικό παρωδείται και αντίστροφα. Στα πιο σκληρά κομμάτια σε κάνει να γελάσεις και στα πιο γελοία να σκεφτείς σοβαρά. Η τραγωδία γίνεται παρωδία και το αντίστροφο”, δήλωσε στην Εργατική Αληλλεγύη ο Βασίλης Κουκαλάνι. Πράγματι η παράσταση παρά το τόσο βαρύ περιβάλλον της, κουβαλάει με μαεστρία την τραγικότητα μιας μαύρης κωμωδίας. Η μανία της επανάληψης για τα πιο γελοία πράγματα αποκτάει ένα τόνο χλευαστικό.
 
O Έντουαρντ Μποντ ο θεατρικός συγγραφέας που με το έργο του "Early Morning" (1968) κατάφερε να καταργήσει την θεατρική λογοκρισία στην Βρετανία και με άλλες σπουδαίες δουλειές όπως το κινηματογραφικό σενάριο του αριστουργήματος του Μικελάντζελο Αντονιόνι "Blow up”, επιχειρεί να παρουσιάσει ένα έργο-προειδοποίηση. 
 
Και αν σύμφωνα με τον Μποντ, το μέλλον είναι τόσο ζοφερό και αλύπητο, ακόμα και μέσα σε αυτή την τραγικότητα της ήττας και της υποταγής το γεγονός ότι η παραμικρή λεπτομέρεια μπορεί να αναταράξει την τόσο εξελιγμένη και αδυσώπητη καταστολή της ζωής και της συνείδησης δίνει ένα νεύμα ελπίδας. 
 
Ωστόσο, όπως και στα υπόλοιπα έργα του, ο Μποντ παραμένει πιστός στην παράδοση της απομόνωσης και του εγκλεισμού, προσπαθεί να αποδώσει την κοινωνική κριτική του μέσα από την πλήρη αποδόμηση των χαρακτήρων, την εξατομίκευση των συναισθημάτων και των πράξεων. Η αντίσταση υπάρχει μόνο ως ατομική, ηρωική πράξη και όχι ως συλλογική δράση. Οι μάζες υπάρχουν μόνο για να υπακούν και να αυτοκαταστρέφονται.
 
Πειραματικό 
 
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά [Γράμματα αγάπης στο Στάλιν (2014) - Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί (2015)] είναι στα όρια του πειραματικού. Λόγια που επαναλαμβάνονται,  δύο καρέκλες και τέσσερις ξύλινοι τοίχοι που οριοθετούν τους χώρους και τις σχέσεις, κινήσεις που αποκτούν φετιχιστική σημασία, σκηνές γεμάτες ένταση που συνοδεύονται από την σκληρή μουσική του Παύλου Κατσιβέλη (JazzMatazz Pavleas) συγχρονίζονται σε μια παράσταση που θέλει να προβληματίσει. 
 
“Νομίζω πως η τόσο ριζοσπαστική ματιά του Μυλωνά έρχεται να επιβεβαιώσει το κείμενο του Έντουαρντ Μποντ που μέσα από αυτή τη δυσοίωνη προσδοκία προσπαθεί να θέσει ερωτήματα. Κοινωνικά ερωτήματα πάνω σε έννοιες όπως ο έλεγχος, η εξουσία, το κράτος, και ποιος τα διαχειρίζεται ή με τι σκοπό τα διαχειρίζεται. Ποιός είναι ο ρόλος μας ως άνθρωποι, ως κοινωνικά όντα και πως αποδεχόμαστε αυτές τις συνθήκες; Γιατί μια μειοψηφία μπορεί να επιβάλλεται στις πλειοψηφίες; Μπορεί να αλλάξει αυτό ή όχι; Νομίζω πως ο Μποντ μεταφέρει αυτές τις εικόνες στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θέλοντας να προειδοποιήσει για τις συνέπειες μιας διαχείρισης που δεν βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο”, εξηγεί ο Βασίλης Κουκαλάνι.
 
INFO 
Θέατρο του Νέου Κόσμου - 
Τηλ.: 210 9212900 
Τετάρτη έως Σάββατο 21.15, 
Κυριακή 19.00