Ιστορία
Εκατό χρόνια από τη Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ

Από τις 5 ως τις 8 Σεπτέμβρη του 1915, το μικρό ελβετικό χωριό Τσίμερβαλντ, σε ένα λόφο έξω από τη Βέρνη, φιλοξένησε μια παράξενη διάσκεψη, που θα αποδεικνυόταν καθοριστική για το μέλλον της παγκόσμιας αριστεράς. 38 αντιπρόσωποι σοσιαλιστικών κομμάτων από έντεκα διαφορετικές χώρες προσπάθησαν να βάλουν τις βάσεις για τον κοινό προσανατολισμό εν μέσω του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, του μεγάλου σφαγείου που βρισκόταν σε εξέλιξη. 
 
Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ ήταν μια κίνηση ενάντια στο ρεύμα. Η Αριστερά σχεδόν στο σύνολό της είχε συνθηκολογήσει μπροστά στο ξέσπασμα του πολέμου. Βουλευτές, ηγέτες συνδικάτων και στελέχη των μεγαλύτερων αριστερών κομμάτων της Ευρώπης ξέχασαν μέσα σε μία νύχτα τις μεγάλες διακηρύξεις για την ειρήνη και την αντίσταση στο μιλιταρισμό, και έτρεξαν να στρατευτούν ο καθένας πίσω από τη δική του “πατρίδα” που είχε περισσότερο δίκιο από την απέναντι. Ακόμη και στην παραδοσιακά ουδέτερη Ελβετία, που είχε γλιτώσει από τη φωτιά του πολέμου, οι οργανωτές της συνδιάσκεψης είχαν αναγκαστεί να δηλώσουν εκπρόσωποι “Ορνιθολογικής Εταιρείας” για να κλείσουν το ξενοδοχείο. 
 
Μικρές δυνάμεις
 
Ο Λέον Τρότσκι, ένας από τους 38, αρκετά χρόνια αργότερα θυμόταν τη σκληρή αντίφαση ανάμεσα στα τεράστια καθήκοντα και τις μικρές δυνάμεις: “η συντροφιά αστειευόταν λέγοντας πως μισό αιώνα μετά την ίδρυση της 1ης Διεθνούς, οι διεθνιστές της Ευρώπης μπορούσαν να χωρέσουν μέσα σε τέσσερις άμαξες”. Ο Τρότσκι στην αυτοβιογραφία του καταγράφει κι άλλο ένα ανέκδοτο. Λίγες βδομάδες μετά τη Συνδιάσκεψη ο Ελβετός ξενοδόχος έστειλε ένα ευχαριστήριο μήνυμα στον Ρόμπερτ Γκριμ, τον οργανωτή της συνδιάσκεψης, γιατί το χωριουδάκι είχε αρχίσει να γίνεται διεθνώς γνωστό και πιθανώς θα ανέβαινε η τιμή του ακινήτου. 
 
Τα νέα συνεπώς δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν. Η διεθνιστική αριστερά μπορεί να ήταν δυσανάλογα μικρή, συγχυσμένη και φοβισμένη να πάρει πρωτοβουλίες, όμως απέναντι στο βάλτο της επίσημης αριστεράς, η διακήρυξη του Τσίμερβαλντ έδωσε ανάσα σε πολλές χιλιάδες αγωνιστές σε ολόκληρη την Ευρώπη που δεν δέχονταν να πετάξουν την κόκκινη σημαία των εργατικών αγώνων για χάρη της “εθνικής ενότητας”. Το ακόμη σημαντικότερο ήταν ότι μέσα σε αυτή την πρώτη συντονισμένη κίνηση της αριστεράς που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα, μια μειοψηφία, με ηγεσία τον Λένιν που συμμετείχε στο Τσίμερβαλντ εκπροσωπώντας τους Μπολσεβίκους, έβαλε ως στόχο να ξαναχτίσει την επαναστατική Αριστερά διεθνώς, να ξαναδεθεί το νήμα του Μαρξισμού που κόπηκε βίαια από τους πατριδοκάπηλους. Από τα σπλάχνα του Τσίμερβαλντ ξαναστήθηκε στα πόδια της η επαναστατική αριστερά που μετά τέσσερα χρόνια πήρε τη μορφή της 3ης Διεθνούς.
 

Η προδοσία της Β’ Διεθνούς

Η έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου δεν ήταν απρόσμενο γεγονός. Η Ευρώπη είχε μπει σε τροχιά πολέμου αρκετά χρόνια πριν. Συσσωρεύονταν εξοπλισμοί και καταστρώνονταν πολεμικά σχέδια. Τα Βαλκάνια είχαν τυλιχτεί στις φλόγες από το 1912. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει ο ιταλοτουρκικός πόλεμος από τη Λιβύη ως το Αιγαίο. Οι ανταγωνισμοί στις αποικίες -που είχαν κάνει γνωστή την καινούργια για την εποχή λέξη ‘ιμπεριαλισμός’- φούντωναν επί μια 20ετία. Η έκπληξη δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά η ξαφνική πολιτική κατάρρευση της διεθνούς αριστεράς, όπως αυτή εκφραζόταν από τα μαζικά κόμματα που ανήκαν στην 2η Διεθνή.
 
Η 2η Διεθνής ήταν υποτίθεται το μεγαλύτερο ανάχωμα απέναντι στο μιλιταρισμό και τον πόλεμο. Ο ύμνος της, η “Διεθνής”, έχει μια στροφή που λέει “Ειρήνη για μας και πόλεμος στους τυράννους. Ας κάνουμε απεργία στο στρατό, να σηκώσουμε τις κάννες ψηλά και να βγούμε απ’ τις γραμμές τους. Κι αν αυτοί οι κανίβαλοι επιμείνουν και θέλουν να μας κάνουν ήρωες θα μάθουν σύντομα πως οι σφαίρες μας είναι για τους δικούς μας στρατηγούς.” Το γερμανικό SPD, ο πυρήνας της Διεθνούς, είχε πάρει αλλεπάλληλες διεθνείς πρωτοβουλίες τα προηγούμενα χρόνια για τα αντιπολεμικά καθήκοντα του εργατικού κινήματος. Στη συνδιάσκεψη της Στουτγάρδης το 1907, η Διεθνής είχε αποφασίσει ότι “αν τελικά ξεσπάσει πόλεμος, είναι καθήκον μας να παρέμβουμε για τον ταχύτερο τερματισμό του και να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις ώστε να αξιοποιήσουμε την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλέσει ο πόλεμος για να ξεσηκώσουμε το λαό και έτσι να επισπεύσουμε την κατάργηση της κυριαρχίας της αστικής τάξης”.
 
Τουφεκιά
 
Όλα αυτά μέχρι που έπεσε η πρώτη τουφεκιά τον Αύγουστο του 1914. Οι βουλευτές, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του SPD, μαζί με μια σειρά διανοούμενους αποφάνθηκαν πως σε καιρό πολέμου δεν είναι καιρός για ταξική πάλη. Αντίθετα μάλιστα, μιας και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα του πολέμου ήταν μια νίκη της Γερμανίας, οι εργάτες έπρεπε να συστρατευθούν στην εθνική προσπάθεια. Ποια ήταν η εναλλακτική; Να αφήσουμε να θριαμβεύσει η τσαρική απολυταρχία; 
 
Οι βουλευτές του SPD, η μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα μετά τις εκλογές του 1912, υπερψήφισαν τις πολεμικές δαπάνες. Το SPD ήταν ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας που ήταν τόσο περήφανο για τη διεθνιστική του δράση που είχε ως επίσημο όνομα “Γαλλικό τμήμα της Εργατικής Διεθνούς” ρίχτηκε μεμιάς στο βούρκο του εθνικισμού. Ο ηγέτης του, Ζιλ Γκεζντ, από συνεργάτης του Μαρξ στα νιάτα του, τώρα γινόταν υπουργός στην κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”. Από κοντά, τα περισσότερα “σοσιαλιστικά” κόμματα των εμπόλεμων χωρών. Ο Βαντερβέλντε του Εργατικού Κόμματος του Βελγίου, που ήταν και γραμματέας της Διεθνούς, έγινε κι αυτός γρήγορα υπουργός. “Αριστερές” δικαιολογίες υπήρχαν απ’ όλες τις μεριές. Αν για τους Γερμανούς ήταν η απειλή της επιστροφής στο Μεσαίωνα του Τσάρου, η άλλη πλευρά “αντιστεκόταν” στον πρωσικό μιλιταρισμό.
 
Η εργατική τάξη και ιδιαίτερα τα πιο οργανωμένα της κομμάτια είχαν δώσει δύναμη στα κόμματα της 2ης Διεθνούς σαν όπλα απέναντι στη φρίκη του συστήματος και στην πιο κρίσιμη στιγμή οι ηγεσίες τους τάχθηκαν με τον πόλεμο.
 
Υπήρχαν εξαιρέσεις σε όλη αυτή την προδοσία. Οι Ρώσοι σοσιαλιστές, με πιο ξεκάθαρους τους Μπολσεβίκους αλλά και μερίδες των Μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία. Οι Σέρβοι Σοσιαλιστές αλλά και ένα τμήμα των Βουλγάρων, οι λεγόμενοι “Στενοί” έμειναν πιστοί στο διεθνισμό. Όπως και η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, η Φεντερασιόν, της Θεσσαλονίκης που πλέον είχε περάσει σε ελληνικό έλεγχο. Τα Βαλκάνια είχαν ήδη ζήσει τι σημαίνει πόλεμος, αλληλοσφαγή και σοβινισμός. Στην Ιταλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν ήταν ξεκάθαρο, όμως μέσα από την εμπειρία του ιταλοτουρκικού πολέμου, είχε εκδιώξει από τις γραμμές του την ανοιχτά σοβινιστική πτέρυγα του Μουσολίνι.
 
Όμως κανένα κόμμα δεν ήταν μονόλιθος, και στις χώρες που επικράτησε η γραμμή της “εθνικής άμυνας”, υπήρχαν ήδη μειοψηφίες, οργανωμένες τάσεις και ρεύματα διεθνιστικά. Η απόφαση του Καρλ Λίμπκνεχτ να σπάσει την πειθαρχία του SPD και ως βουλευτής στο Ράιχσταγκ να καταψηφίσει το Δεκέμβρη του 1914 τις πολεμικές δαιπάνες, τον μετέτρεψε σε διεθνές σύμβολο. Ο Λίμπκνεχτ δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο Τσίμερβαλντ γιατί το καθεστώς τον έντυσε στο χακί για να τον τιμωρήσει, όμως έστειλε μια δυνατή επιστολή. Ο Λίμπκνεχτ που μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και άλλα στελέχη της αριστερής πτέρυγας του SPD ίδρυαν την ίδια εποχή το “Σπάρτακο” ήταν από τους πρώτους που είχαν τολμήσει να πουν ότι “στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός” και πλέον απέναντι στο κάλεσμα του SPD για “κοινωνική ειρήνη” έριχνε το σύνθημα “κοινωνικός πόλεμος”.
 
Η πρωτοβουλία όμως του Τσίμερβαλντ δεν είχε έρθει από αυτές τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις. Το πάνω χέρι το είχαν τα κόμματα της Ελβετίας και της Ιταλίας που διαφωνούσαν μεν με την αμαχητί παράδοση στον σοβινισμό, αλλά δεν ήθελαν να σπάσουν τις σχέσεις τους ούτε με την ηγεσία του SPD ούτε με τη Διεθνή. Θεωρούσαν ότι με κινήσεις όπως το Τσίμερβαλντ θα έσωζαν την αυθεντική “ψυχή” της Διεθνούς και θα βοηθούσαν στην αναζωογόνησή της. 
 
Έτσι ήταν εχθρικοί απέναντι σε οποιονδήποτε άνοιγε την ατζέντα πέρα από το ζήτημα των πρωτοβουλιών για την ειρήνη. Γι’ αυτό και ήθελαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν την παρουσία των Μπολσεβίκων και ιδιαίτερα του Λένιν. Ο Γάλλος συνδικαλιστής Μερέμ, απευθυνόμενος στον Λένιν εξέφρασε αυτό που πίστευε η πλειοψηφία των οργανωτών του Τσίμερβαλντ: “Εσύ, σύντροφε Λένιν, δεν έχεις σαν κίνητρο την επιθυμία για ειρήνη, αλλά την επιθυμία σου να βάλεις τα θεμέλια μιας νέας Διεθνούς. Αυτό είναι που μας χωρίζει”.
 
Το Τσίμερβαλντ ήταν από αυτή την άποψη αποτέλεσμα δύο παράλληλων διαδικασιών. Από τη μια της αναπτέρωσης του ηθικού της αριστερής πτέρυγας του διεθνούς κινήματος μετά την αρχική ψυχρολουσία του πολέμου. Από την άλλη όμως, της πίεσης που ασκούσε η εξέλιξη του πολέμου πάνω στις ίδιες τις ηγεσίες, και στα πιο ταλαντευόμενα μέρη τους. Το πρώτο διάστημα του πολέμου, όλοι οι στρατηγοί και οι πολιτικοί πρόβλεπαν ότι σε λίγους μήνες όλα θα είχαν τελειώσει. Δεν ήταν καν παγκόσμιος ο πόλεμος, με λίγες έξυπνες κινήσεις στα μέτωπα θα εξασφαλιζόταν μια νέα ισορροπία. Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες είχαν κι αυτές καταπιεί την ίδια αυταπάτη. 
 
Ανθρωποσφαγή
 
Ένα χρόνο μετά, ο πόλεμος είχε ξανααπλωθεί στα Βαλκάνια, γινόταν αφορμή για εκκαθαρίσεις πληθυσμών, λίγο αργότερα θα γινόταν πραγματικά παγκόσμιος με την είσοδο των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ενώ οι μάχες έπαιρναν έναν χαρακτήρα μαζικής ανθρωποσφαγής που δεν είχε ξαναβιώσει η ανθρωπότητα. Το 1916, μόνο στη μάχη του Σομ, θα πέσουν νεκροί πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι. 
 
Η αρχική παραζάλη, που έδινε την εντύπωση ότι ο πόλεμος θα ήταν μια σύντομη παρένθεση από την οποία όλοι θα έβγαιναν ισχυρότεροι έδινε τη θέση της στην αγανάκτηση. Ηγέτες του SPD που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη γραμμή της ‘αμυνας’, όπως ο Κάουτσκι και ο Μπερνστάιν τώρα έβλεπαν πως κάποια συμβολική αντιπολεμική πρωτοβουλία ίσως να έδινε πίσω λίγο από το κύρος της Διεθνούς. Οι οργανωτές του Τσίμερβαλντ ήθελαν να κρατήσουν ανοιχτό το δίαυλο προς αυτήν την κατεύθυνση.
 
Για τον Λένιν και άλλους αντιπροσώπους που θα αποτελέσουν αυτό που θα γίνει γνωστό ως “η Αριστερά του Τσίμερβαλντ” τα πράγματα έπρεπε να κινηθούν αντίθετα. Το ζήτημα δεν ήταν να σωθεί η “ψυχή” της Διεθνούς, αλλά να γίνει ολοφάνερο σε όλους ότι η 2η Διεθνής είχε αποτύχει και ήταν ξοφλημένη συνολικά. Οι διεθνιστές έπρεπε να πάρουν απόφαση ότι χρειαζόταν οικοδόμηση μιας αριστεράς επαναστατικής και μιας Διεθνούς που θα την εκφράσει. Το “κέντρο” του Τσίμερβαλντ έκανε κριτική στα πρόσωπα. Η Αριστερά του Τσίμερβαλντ θεωρούσε ότι το πρόβλημα ήταν στην ίδια τη στρατηγική της 2ης Διεθνούς. 
 
Η απόφαση των ηγετών της να ανέβουν στο άρμα ο καθένας της δικής του αστικής τάξης δεν ήταν ένα “λάθος”, ήταν προέκταση της λογικής του κοινοβουλευτικού δρόμου. Η διαμάχη ανάμεσα στις δύο αυτές απόψεις ήταν η καρδιά της αντιπαράθεσης στο Τσίμερβαλντ - και ο Λένιν έδωσε όλες του τις δυνάμεις, ανοίγοντας νέους δρόμους στον ίδιο το Μαρξισμό για να επιχειρηματολογήσει. Όχι γιατί πίστευε ότι θα μπορούσε να πείσει το “Κέντρο” αλλά γιατί θεωρούσε πρωταρχικό καθήκον να βοηθήσει την νέα επαναστατική αριστερά να ξεκαθαρίσει.
 

Ρήξη με τον ρεφορμισμό

Τα θεωρητικά συμπεράσματα εκείνης της αντιπαράθεσης είναι οδηγός μέχρι σήμερα. Η δεξιά πτέρυγα του SPD ήταν έτοιμη από καιρό να παραδοθεί στον εθνικισμό. Το SPD από το 1890, για 25 ολόκληρα χρόνια, έβγαινε πρώτο κόμμα σε ψήφους στις εκλογές και με διαφορά, παρότι δεν κέρδιζε την πλειοψηφία των εδρών. Οι βουλευτές του, και ακόμη περισσότερο η συνδικαλιστική του γραφειοκρατία, είχαν αφομοιώσει ότι αριστερή πολιτική είναι η κοινοβουλευτική δράση, σε συνδυασμό με το κίνημα το οποίο στο τέλος πρέπει να ξαναμετατρέπεται σε κοινοβουλευτική δύναμη. 
 
Λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Πολέμου, είχε ξεσπάσει η κρίση στο Μαρόκο, το οποίο είχε βάλει στο μάτι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Όταν τα κόμματα της Διεθνούς ρώτησαν το SPD τι σκόπευε να πράξει, η απάντηση ήταν ότι καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα γιατί είναι δύσκολο θέμα και θα μας χαλάσει την εκλογική καμπάνια. Τα χρόνια του μοιράσματος της Αφρικής, του μεγάλου πλιάτσικου στις αποικίες δεν τα έβλεπαν σαν προετοιμασία του μεγάλου κακού που ερχόταν, αλλά σαν ομαλότητα του καπιταλισμού, την οποία πρέπει να διαφυλάξουμε για να μπορέσει και η εργατική τάξη να έχει το μερίδιό της. 
 
Κόμματα σαν το SPD είχαν πάψει να είναι επαναστατικά και μετατρέπονταν σε αυτό που ο Ρώσος επαναστάτης Ράντεκ αποκάλεσε “εθνικο-αστικά εργατικά κόμματα”. Ο καπιταλισμός με άλλα λόγια ήταν το σπίτι τους και έβλεπαν τον κόσμο από την ίδια σκοπιά που τον βλέπει και η αστική τάξη, με τα συμφέροντα της “πατρίδας” και όχι της τάξης μας. Αυτός ο “κοινοβουλευτικός κρετινισμός” έπαιρνε τη μορφή του “ρεαλισμού” στις πιο κρίσιμες στιγμές. Η λογική έλεγε: “Τι να κάνουμε; Δώσαμε όλες μας τις δυνάμεις για να μην έρθει ο πόλεμος, αλλά τώρα που ήρθε δεν θα αφήσουμε την πατρίδα να χαθεί. Στο κάτω κάτω, ο κόσμος είναι ενθουσιασμένος και θέλει να πολεμήσει. Ποιοι είμαστε εμείς να σταθούμε ανάμεσα;”
 
Ο Κάουτσκι, ο Μαρξιστής με το μεγαλύτερο κύρος της εποχής, λίγο πριν τον πόλεμο διατύπωσε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος δεν ήταν προς το συμφέρον της αστικής τάξης συνολικά και γι’αυτό οι αστοί θα έψαχναν τρόπο να τον αποφύγουν. Ακόμη κι αν προέκυπτε πόλεμος, από τα επιμέρους συμφέροντα ορισμένων τμημάτων του κεφαλαίου, θα τελείωνε γρήγορα και θα επικρατούσε η λογική. Η θεωρία αυτή όχι μόνο δεν προετοίμαζε για αυτό που ερχόταν, αλλά ακόμη χειρότερα, στη διάρκεια του πολέμου, τροφοδοτούσε την αυταπάτη ότι ο πόλεμος θα μας έδινε έναν καλύτερο καπιταλισμό, απαλλαγμένο από τις άχρηστες εντάσεις.
 
Αντιπαραθέσεις
 
Ο Λένιν είχε στο νου του τη σύνδεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντιπαραθέσεις. Από τη μια η θεωρία για τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Απο΄την άλλη ο ρεφορμισμός, η κοινοβουλευτική λογική που είχε μετατρέψει το πιο μεγάλο εργατικό κόμμα της Ευρώπης σε ένα πολιτικό πτώμα. Γι’ αυτό και στη διάρκεια του Τσίμερβαλντ κράτησε ακραία στάση απέναντι ακόμη και στους πιο μετριοπαθείς.
 
Η μαρξιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό που αναδείχθηκε μέσα από αυτές τις αντιπαραθέσεις, εξηγούσε πως ο πόλεμος δεν είναι καθεστώς εξαίρεσης, αλλά λογική κατάληξη της δυναμικής των ανταγωνισμών. Όσο υπάρχει καπιταλισμός τόσο θα υπάρχει και πόλεμος. Αντίθετα με τις απόψεις του Κάουτσκι, το τέλος ενός πολέμου είναι απλώς η προετοιμασία για νέους ανταγωνισμούς και νέους χειρότερους πολέμους. 
 
Ένα τμήμα των αντιπροσώπων πρότεινε το σύνθημα “Ειρήνη” και έψαχνε δημιουργικές προτάσεις προς τις κυβερνήσεις: “αφοπλισμός”, “ανοιχτή διπλωματία”. Η Αριστερά του Τσίμερβαλντ υποστήριζε πως αντί για ειρήνη η πρόταση πρέπει να είναι “κοινωνικός πόλεμος”, επανάσταση. Αν είναι να διαλέξουμε ποιος πρέπει να ηττηθεί στον πόλεμο, προτιμάμε να ηττηθεί η δικιά μας κυβέρνηση, έλεγε ο Λένιν. Σκοπός δεν είναι να περιμένουμε πότε θα κοπάσει η θύελλα για να γυρίσουμε στις “κανονικές μέρες” περιμένοντας την επόμενη χειρότερη θύελλα, αλλά να εκμεταλλευτούμε την συνολική κρίση στην οποία μπαίνει ο καπιταλισμός, για να πάρει την εξουσία η εργατική τάξη. Η Αριστερά του Τσίμερβαλντ υπέγραψε το κοινό μανιφέστο, παρότι το θεωρούσε “ειρηνιστικό”. 
 
Ο Λένιν επιχειρηματολόγησε σε μια λογική που λίγα χρόνια αργότερα θα ονομαστεί ενιαίο μέτωπο, λέγοντας ότι η απόφαση του Τσίμερβαλντ είναι “ένα βήμα προς την ιδεολογική και πρακτική ρήξης με τον οπορτουνισμό και τον σοσιαλ-σοβινισμό” και την αντιλαμβανόμαστε ως “κάλεσμα σε κοινή δράση”. Οι Μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους αντιμετωπίστηκαν ως “δογματικοί” και “ακραίοι” γιατί πρότειναν ως λύση την επανάσταση και έτσι υποτίθεται αγνοούσαν το επίπεδο της συνείδησης της εργατικής τάξης τη συγκεκριμένη στιγμή. Μέσα σε δύο χρόνια, με το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία και λίγο αργότερα στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, φάνηκε ότι το να είσαι χρήσιμος τη συγκεκριμένη στιγμή σημαίνει να μπορείς να βλέπεις πιο μακριά, να προετοιμάζεις το μέλλον. Οι Μπολσεβίκοι και η μαγιά που βγήκε από την Αριστερά του Τσίμερβαλντ αυτό έκαναν.