Ιστορία
Οι ανταρσίες ενάντια στην προηγούμενη κυβέρνηση “αλλαγής”: 1985-89 Η πρώτη κρίση του ΠΑΣΟΚ

Από τη μεγάλη απεργία στους δήμους τον Δεκέμβρη του 1986

Τριάντα χρόνια πριν, τον Ιούνη του 1985, το ΠΑΣΟΚ κέρδιζε τις εκλογές με έναν εντυπωσιακό 45,8%. Το σύνθημα που κυριαρχούσε στις προεκλογικές γιγαντοαφίσες του ήταν «Για ακόμα καλύτερες μέρες». 
 
Σήμερα αυτά τα γεγονότα αντιμετωπίζονται συχνά με ένα είδος ειρωνείας. Τα σχετικά αστεία πολλές φορές αντανακλούν μια περιφρονητική αντίληψη για τον κόσμο που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ για «καλύτερες μέρες»: ήταν πλήθη «πρασινοφρουρών» δέσμιων της δημαγωγίας και του ρουσφετιού. Είναι η αγαπημένη αφήγηση των «διανοούμενων» του νεοφιλελευθερισμού που πολλές φορές βρίσκει ανταπόκριση στην Αριστερά.
 
Στην πραγματικότητα, το 1985 σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη και γενικευμένη ρήξη της εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ με την ηγεσία του. Οι «καλύτερες μέρες» έγιναν μέσα σε λίγους μήνες επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και τα συνδικάτα. Κι η απάντηση ήταν ένα απεργιακό κύμα που τροφοδότησε την στροφή προς τα αριστερά. 
 
«Αλλαγή»
 
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1981 με 48% στηριγμένο στους αγώνες των εργατών και της νεολαίας από το 1974 και μετά. Ήδη, το ΠΑΣΟΚ του 1981 είχε γίνει πολύ πιο «ρεαλιστικό και ώριμο» δηλαδή πιο δεξιό από το ΠΑΣΟΚ του 1974 που διακήρυττε «στις 18 σοσιαλισμό». Τώρα η υπόσχεση ήταν για την «αλλαγή». Αυτή την αλλαγή θα την έφερνε η «κυβέρνηση όλων των Ελλήνων» και των εργατών και των καπιταλιστών. 
 
Το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα νέο κόμμα, αλλά στην ουσία του δεν διέφερε από τα ρεφορμιστικά κόμματα που περιέγραφε στην εποχή του ο Λένιν. Κόμματα «αστικά-εργατικά» που μπορούσαν να συνδυάζουν και την στήριξη της οργανωμένης εργατικής τάξης και ένα πρόγραμμα (και ηγεσία) αστικό, για τη διαχείριση του καπιταλισμού. 
 
Στους πρώτους μήνες της η νέα κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει μια σειρά μέτρα που αύξησαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων και κατοχύρωσαν μια σειρά δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα. Έγιναν σημαντικές αυξήσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών, καθιερώθηκε η ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή), που αυτόματα αύξανε το εργατικό εισόδημα ανάλογα με τον πληθωρισμό, αναγνωρίστηκε με νόμο η Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η ουσιαστική νομιμοποίηση του συνδικαλισμού με το ν. 1264, το δικαίωμα ψήφου από τα 18 χρόνια, η αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, η νομική εξίσωση των γυναικών με τους άντρες. 
 
Αυτά ήταν αιτήματα του κινήματος των προηγούμενων χρόνων. Όμως, η πραγματοποίησή τους για το ΠΑΣΟΚ ήταν κομμάτι μιας στρατηγικής για την αναζωογόνηση του ελληνικού καπιταλισμού. Όταν αυτή η στρατηγική –που κωδικοποιείται συνήθως ως «κεϊνσιανισμός»– έδειξε ότι δεν φέρνει αποτελέσματα, τη διαδέχτηκαν οι επιθέσεις στην εργατική τάξη. Άλλωστε το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν εξαίρεση. Το 1983 η κυβέρνηση του Μιτεράν στην Γαλλία (στην οποία συμμετείχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα) έκανε την περίφημη «στροφή στη λιτότητα». Παντού η σοσιαλδημοκρατία ανακάλυπτε τον νεοφιλελευθερισμό («μονεταρισμός» ήταν τότε πιο συνηθισμένος όρος). 
 
Οι επιθέσεις στις “ελλειμματικές” δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν το 1982 με υπουργό τον Αρσένη. Τότε ξεκίνησαν και τα κλεισίματα των εργοστασίων ως μέθοδος “αναθέρμανσης” της οικονομίας, όπως και η λάσπη κατά των τεμπέληδων εργαζόμενων. Η σύγκρουση με τα οργανωμένα συνδικάτα ήρθε μόλις το 1983, όταν το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να περιορίσει τις δυνατότητες απεργιών στις ΔΕΚΟ. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στο «Άρθρο 4» ήταν μια πρόγευση του τι θα ακολουθήσει. 
 
«Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα»
Το καλοκαίρι του 1985, ο μέχρι τότε υπουργός Οικονομίας Αρσένης (ο επονομαζόμενος και «τσάρος της οικονομίας») παρέδωσε το υπουργείο του στον Σημίτη. Αυτή η αλλαγή κάθε άλλο παρά συμβολική ήταν. Ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Χαλικιάς, επισκεπτόταν τον Αντρέα Παπανδρέου για να του εκθέσει τη «δεινή θέση της οικονομίας», π.χ τη μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, και για να ζητήσει δραστικά μέτρα. 
 
Αυτά τα μέτρα ήρθαν στις 11 Οκτώβρη με την μορφή του «διετούς σταθεροποιητικού προγράμματος» που πήγαινε χέρι-χέρι με την αίτηση για δάνειο από την ΕΟΚ (πρόδρομο της ΕΕ). «Σταθεροποίηση» σήμαινε λιτότητα στους μισθούς και τις συντάξεις και περικοπή των κοινωνικών δαπανών. Η δραχμή υποτιμήθηκε 15%, η ΑΤΑ ουσιαστικά πάγωσε με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου για δυο χρόνια, ο προϋπολογισμός είχε πετσοκομμένα τα κονδύλια των κοινωνικών δαπανών και δημοσίων επενδύσεων, αυξήσεις σε τιμολόγια των τότε ΔΕΚΟ και σε είδη πρώτης ανάγκης (αυτές οι τελευταίες είχαν ανακοινωθεί από τον Σεπτέμβρη).
 
Είχε έρθει «η ώρα της στροφής» όπως έγραφε η Μαμή το περιοδικό της ΟΣΕ (της οργάνωσης από την οποία προέρχεται το ΣΕΚ) στη «θεραπεία-σοκ»: «Περικοπή στα πραγματικά μεροκάματα και μισθούς, μείωση των κρατικών ελλειμμάτων ώστε να περιοριστεί το δημόσιο χρέος, υποτίμηση της δραχμής που μαζί με τα παραπάνω ελπίζουν να βοηθήσει στο κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στις διεθνείς εισπράξεις και πληρωμές. 
 
Στη διετία 1986 - 87 οι πραγματικοί μισθοί και τα μεροκάματα μειώθηκαν σε διψήφιο ποσοστό, δηλαδή πάνω από το 10%.
Αυτό που δεν υπολόγιζε η κυβέρνηση ήταν το κύμα της οργής και της αντίστασης που θα προκαλούσε το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα». Η ανταρσία των εργατών, με κέντρο τα πιο οργανωμένα και έμπειρα κομμάτια της εργατικής τάξης, προκάλεσε διάσπαση της ΠΑΣΚΕ και διχοτόμηση της ΓΣΕΕ και μια πολιτική στροφή προς τα αριστερά. Αυτή η τελευταία εκφράστηκε και με τις απόπειρες συγκρότησης οργανώσεων και κομμάτων στ’ αριστερά του ΠΑΣΟΚ και στην εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ και της Αριστεράς γενικά.
 
Οι «αντιδράσεις» είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Σεπτέμβρη, με μια σειρά απεργίες ενάντια στις αυξήσεις τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης. Τότε είχαν εκφραστεί και οι πρώτες σκληρές διαφωνίες με τον νέο προσανατολισμό της κυβέρνησης σε συσκέψεις των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ. 
 
Στις 16 Οκτώβρη συνεδρίασε η Διοίκηση της ΓΣΕΕ. Εκεί 7 μέλη της που ανήκαν στην ΠΑΣΚΕ εκφράζουν ανοιχτά τη διαφωνία τους και ψηφίζουν μαζί με τους συνδικαλιστές της Αριστεράς (17 ΚΚΕ και 2 ΚΚΕ εσ). Η πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ δηλαδή τάχθηκε ενάντια στη «σταθεροποίηση». Την επόμενη μέρα ανάλογη θέση παίρνει και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας το οποίο κήρυξε παναθηναϊκή απεργία για τις 21 Οκτώβρη. Ταυτόχρονα μια σειρά Ομοσπονδίες (ΔΕΗ, ΟΤΕ-ΟΒΕΣ δηλαδή εργοστασιακά σωματεία) που ελέγχονταν από τους «διαφωνούντες» της ΠΑΣΚΕ κήρυξαν κοινή απεργία.
 
Στις 21 Οκτώβρη η απεργία δεν αγκάλιασε μόνο την Αθήνα. Συμμετείχαν συνολικά 27 ακόμα Εργατικά Κέντρα και 19 Ομοσπονδίες. Δυο μέρες μετά, η κοινή απεργία της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ΟΒΕΣ είχε πάλι την συμμετοχή δεκάδων εργατικών κέντρων. Στις 29 Οκτώβρη η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ ψήφισε υπέρ της καθαίρεσης του προέδρου της, του Γ. Ραυτόπουλου που έκφραζε το κομμάτι της ΠΑΣΚΕ που στήριζε τα μέτρα. Στην ίδια συνεδρίαση αποφασίζεται η πραγματοποίηση πανελλαδικής απεργίας για τις 14 Νοέμβρη. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν μεθοδεύσεις για την καθαίρεση της διοίκησης της ΓΣΕΕ που θα ολοκληρωθούν στις αρχές του Δεκέμβρη με το διορισμό μιας νέας, δοτής διοίκησης.  
 
Γενική απεργία
 
Η Γενική Απεργία της 14 Νοέμβρη ήταν μια μεγάλη μάχη που την κέρδισε ο κόσμος που βγήκε μπροστά στις διαδηλώσεις και τις απεργιακές φρουρές που την συνόδευαν. 
 
Στα αμαξοστάσια της ΕΑΣ (τα μπλε λεωφορεία) οι απεργιακές φρουρές συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ, σε Π. Ράλλη, Βοτανικό, Ελληνικό. Στο αμαξοστάσιο των τρόλεϊ η αποφασιστική τους στάση κατέβασε και τους λιγοστούς απεργοσπάστες από τα τρόλεϊ που είχε ορίσει η διοίκηση ως «προσωπικό ασφαλείας». Απεργιακές φρουρές έκλεισαν τις χωματερές και τα γκαράζ των δήμων χωματερές αλλά ακόμη και εργοστάσια όπως η ΠΥΡΚΑΛ και η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ.
 
Το 1986 δεν έγιναν άλλες γενικές απεργίες –όχι γιατί ο κόσμος δεν ήθελε, αλλά γιατί οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν ήθελαν να κλιμακώσουν την σύγκρουση με την κυβέρνηση. Όμως, αυτό δεν σήμαινε ότι η ανταρσία της βάσης είχε τελειώσει. Στα τέλη του 1986 και στις αρχές του 1987 μια σειρά απεργίες σε δυνατούς κλάδους των εργαζομένων κερδίζουν τις πρώτες νίκες απέναντι στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα». 
 
Τον Δεκέμβρη του 1986 η απεργία στους δήμους έκλεισε τις χωματερές, απέκλεισε τα απορριμματοφόρα στα γκαράζ με μαζικές απεργιακές φρουρές που αψήφησαν τα ΜΑΤ. Ακόμα και τα φορτηγά του στρατού κινητοποίησε η κυβέρνηση για να μαζέψουν τα σκουπίδια, όμως κανένας απεργοσπαστικός μηχανισμός δεν μπορούσε να σταθεί. Η απεργία νίκησε, με την μονιμοποίηση δεκάδων χιλιάδων συμβασιούχων που είχε σκοπό να απολύσει η κυβέρνηση. 
 
Το 1987 ξεκίνησε με γενικές απεργίες και στη συνέχεια ήρθαν οι απεργίες διαρκείας σε τράπεζες και ΔΕΗ που τέλειωσαν με νίκη. Και το 1988 η μεγάλη απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών μέσα στις πανελλαδικές εξετάσεις, που είχε αποφασιστεί μέσα από γενικές συνελεύσεις, κράτησε ενάμισι μήνα και τέλειωσε νικηφόρα. Αυτές τις αναγκαστικές υποχωρήσεις προσπαθούσε ο Α. Παπανδρέου να εμφανίσει σαν «απλοχεριά» του Τσοβόλα που είχε αντικαταστήσει τον Σημίτη στη θέση του υπουργού Οικονομικών.
 

Ποιοί και πώς τις χαράμισαν

 
Το κύμα των εργατικών αγώνων ενάντια στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τροφοδότησε μια πολιτική στροφή στ’ αριστερά, που με την σειρά της έδωσε θάρρος στους εργαζόμενους να συνεχίσουν τις μάχες τους.
 
Τον Φλεβάρη του 1986 οι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ που είχαν διαγραφτεί από το ΠΑΣΟΚ και την παράταξη συγκρότησαν την δικιά τους πολιτικο-συνδικαλιστική οργάνωση, την Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση (ΣΣΕΚ).  Στην κίνηση αυτή συμμετείχαν χιλιάδες εργαζόμενοι και οι συνδικαλιστές της έλεγχαν ολόκληρες ομοσπονδίες. Μια άλλη προσπάθεια να εκφράσει το κύμα της δυσαρέσκειας προς τα αριστερά ήρθε από τον Αρσένη, τον πρώην «τσάρο της οικονομίας» το 1987 με την συγκρότηση του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ).
 
Τον Οκτώβρη του 1986 έγιναν δημοτικές εκλογές. Τα αποτελέσματά τους αντανακλούσαν τη μαζική στροφή προς τα αριστερά. Η «Συμπαράταξη» η συνεργασία του ΚΚΕ με τους «αντάρτες» του ΠΑΣΟΚ (σε κάποιες περιπτώσεις και του ΚΚΕ εσωτερικού) εκτόξευσε τα ποσοστά της Αριστεράς. Κέρδισε τους περισσότερους δήμους στις εργατογειτονιές των μεγάλων πόλεων και πήρε μεγάλα ποσοστά στους «κεντρικούς»: 18% στης Αθήνας, 23% της Θεσσαλονίκης, 16% στου Πειραιά για παράδειγμα. 
 
Η βάση του ΠΑΣΟΚ στρεφόταν προς τα αριστερά. Ποια ήταν η απάντηση των ηγεσιών της Αριστεράς; Το ΚΚΕ ιδιαίτερα με την ισχυρή παρουσία του στα συνδικάτα και στις γειτονιές και το 9,8% των εκλογών του 1985 έπαιζε κρίσιμο ρόλο. Εκεί κοιτούσε ο κόσμος που συγκρουόταν και έσπαγε από το ΠΑΣΟΚ.
 
Ανάμεσα στο 1981-85 είχε στριμωχτεί. Είχε κατέβει στις εκλογές του 1981 με το σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» με την ελπίδα ότι θα πάρει ένα ποσοστό που θα του επέτρεπε να γίνει κυβερνητικός εταίρος όπως το γαλλικό ΚΚ στην κυβέρνηση Μιτεράν. Δεν τα κατάφερε, και η συνέχεια ήταν μια αντιπολίτευση που πελαγοδρομούσε ανάμεσα στην έμμεση στήριξη της κυβέρνησης και στην γκρίνια για το ΠΑΣΟΚ που λεηλατεί την Αριστερά. Ανάμεσα σε δυο κόμματα που υπόσχονταν με διαφορετικές διατυπώσεις το σοσιαλισμό μέσα από την κάλπη, η πλειοψηφία των εργατών διάλεγε το νεότερο και το μεγαλύτερο. 
 
«Νέες μήτρες»
 
Όταν βρέθηκε μπροστά στη νέα κατάσταση η ηγεσία του ΚΚΕ, με γενικό γραμματέα τον Χ. Φλωράκη, είχε ήδη ξεκινήσει μια στροφή επί το ρεαλιστικότερον και το δεξιότερον. Σήμερα ο Μ. Ανδρουλάκης είναι μια ξεφτιλισμένη φιγούρα, αλλά τότε ήταν το δεξί χέρι του Φλωράκη και ένας από τους «θεωρητικούς» της ηγεσίας. Σε ένα άρθρο του τον Σεπτέμβρη του 1985 στον Ριζοσπάστη εκτιμούσε ότι το κόμμα που μέχρι τότε βασιζόταν στην αίγλη της Αντίστασης, πρέπει να απευθυνθεί στις «νέες μήτρες της Αριστεράς» που βρίσκονταν έξω από την εργατική τάξη, στα μεσοστρώματα. Αυτές οι γραμμές γραφόντουσαν ενώ το απεργιακό κύμα είχε ήδη ξεκινήσει. 
 
Η συνέχεια ήταν από τη μια κάλυψη των απεργιών, αλλά προσπάθεια για γραφειοκρατικό έλεγχο και αποκλιμακωσή τους. Στις 1 Μάρτη του 1987, ο Ριζοσπάστης έγραφε: «Απέναντι σε μια κυβέρνηση ελάχιστα διατεθειμένη να κάνει πίσω στην εισοδηματική της πολιτική, θα ήταν αφελής όποιος βασιζόταν μόνο στα γιουρούσια της πρωτοπορίας». Και ένα χρόνο αργότερα, στην απεργία των εκπαιδευτικών το Μάη του 1988 επαναλάμβανε: «Μερικά γιουρούσια την περίοδο των εξετάσεων και μάλιστα με τη μορφή απεργίας διαρκείας, θα οδηγούσαν τον αγώνα των εκπαιδευτικών σε απομόνωση και πολύ πιθανά σε άμεσο αδιέξοδο».
 
Η υποτίμηση των εργατικών αγώνων ήταν η επίσημη πολιτική του ΚΚΕ, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο 12ο Συνέδριό του το Μάη 1987. Η τελική Απόφαση του συνεδρίου αφού τόνιζε ότι «δεν πρέπει να είμαστε υπερασπιστές οποιουδήποτε αιτήματος προβάλλεται από μη κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις», προειδοποιούσε τα μέλη το κόμματος να αποφύγουν «την ευκολία στη λήψη αποφάσεων για απεργιακούς αγώνες» και «την προκήρυξη βεβιασμένων κινητοποιήσεων».
 
Από τον «κοινωνικο-πολιτικό συνασπισμό της Αριστεράς»…
 
Την ίδια στιγμή που η ηγεσία καταδίκαζε τα «γιουρούσια της πρωτοπορίας» δηλαδή τις σκληρές απεργίες διαρκείας άνοιγε το δρόμο για πιο δεξιές επιλογές. Το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ το Μάη του 1987 διακήρυξε την νέα κατεύθυνση: «Αλλαγή με κατεύθυνση τον Σοσιαλισμό» -και έβαλε τα θεμέλια για ένα «κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό της Αριστεράς» που θα κάνει πράξη αυτή την πορεία.
 
Τότε η Εργατική Αλληλεγγύη έγραφε ένα άρθρο με τον προφητικό τίτλο: «Ένα ‘τολμηρό άλμα’ προς τα δεξιά και στο κενό».
 
Πέρα από τα ωραία λόγια περί σοσιαλισμού, το επιστέγασμα της στροφής του 12ου Συνέδριου ήταν η πρόσκληση στην ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου για κοινή συνεργασία. Ο Κύρκος είχε ήδη διασπάσει το ΚΚΕ εσωτερικού για να συγκροτήσει το νέο κόμμα της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) σε ακόμα πιο δεξιές βάσεις. Η επιστολή-πρόσκληση του ΚΚΕ προς την ΕΑΡ τόνιζε:
 
«Σχεδιασμός της ανάπτυξης με νέα κριτήρια. Νέοι όροι λειτουργίας και περιεχομένου της αγοράς με παρέμβαση στο ρόλο και τη δράση των υποκειμένων της. Νέα πλαίσια επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου που να ευνοούν τη νέα αναπτυξιακή πολιτική. Διαμόρφωση μιας νέας αμυντικής πολιτικής με κριτήρια τη φύση και την έκταση του εθνικού αμυντικού προβλήματος και την αποτροπή μονόπλευρών εξαρτήσεων στην προμήθεια εξοπλισμού».
 
Λίγο αργότερα, στη δεύτερη συνάντηση Φλωράκη - Κύρκου τον Οκτώβρη του 1988, ο Φλωράκης απαντούσε στο ερώτημα τι σχέσεις θα έχει η συνεργασία ΚΚΕ-ΕΑΡ με το ΠΑΣΟΚ:
 
«Με την πτέρυγα που κυριαρχεί σήμερα, εμείς χωριό δεν κάνουμε. Τώρα, τι ανακατατάξεις θα γίνουν και μάλιστα αν εφαρμοστεί η απλή αναλογική, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Εμείς πιστεύουμε ότι η χώρα μας δεν θα μείνει χωρίς κυβέρνηση. Κάποια κυβέρνηση θάχει. Εκεί ανάλογα θα καθορίσουμε τη στάση μας». Ήταν η πρώτη τοποθέτηση που άνοιγε το δρόμο για τη συγκυβέρνηση του καλοκαιριού του 1989. 
 
…στην κυβέρνηση Τζανετάκη και την «Οικουμενική»
 
Στις εκλογές του Ιούνη του 1989 ο ενιαίος Συνασπισμός (της «Αριστεράς και της Προόδου») πήρε το 13,1% και 28 έδρες στη βουλή. Ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η ΝΔ μπορούσαν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και τελικά μετά από κάμποσα παζάρια και με τον Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, ο Φλωράκης και ο Κύρκος αποφάσισαν να σχηματίσουν κυβέρνηση με τη ΝΔ την περίφημη κυβέρνηση Τζανετάκη.
 
Η δικαιολογία ήταν ότι εκείνη η βουλή έπρεπε να πάρει μέτρα για την «κάθαρση» από τη βρόμα των σκανδάλων που είχαν αγκαλιάσει το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στο κέντρο τους ήταν ο Κοσκωτάς, ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος των αρπακτικών της αγοράς που έχτισαν αυτοκρατορίες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα στηριγμένη στην «απελευθέρωση» του πιστωτικού τομέα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. 
 
Φυσικά, η «κάθαρση» περιορίστηκε στην παραπομπή υπουργών του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο και σε κάποιες άλλες διακοσμητικές αλλαγές. Άλλωστε η συνέχεια διέψευσε κι αυτές τις δικαιολογίες. 
 
Τον Νοέμβρη του 1989 έγιναν ξανά εκλογές. Ο ενιαίος Συνασπισμός πλήρωσε την συγκυβέρνηση με τη Δεξιά, χάνοντας 120.000 ψήφους (11% ποσοστό). Κι η επιλογή ήταν ο σχηματισμός της «Οικουμενικής» με την ΝΔ του Μητσοτάκη και το ΠΑΣΟΚ των σκανδάλων. Αυτή η κυβέρνηση προχώρησε, ανάμεσα σε άλλα, και στην πολιτική επιστράτευση των απεργών στους δήμους. 
 
Στις επόμενες εκλογές, που κέρδισε οριακά η ΝΔ, ο Συνασπισμός έπεσε στο 10,2%, και μέσα στα επόμενα δυο χρόνια, το άθροισμα των ψήφων του ΚΚΕ και του Συνασπισμού (είχε γίνει η διάσπαση του 1992) έπεσε στο μισό του 1989. Το «τολμηρό βήμα» αντί να φέρει την Αριστερά στον αφρό τη βύθισε στην κρίση. Και μέσα από αυτές τις επιλογές έστειλε τον κόσμο που είχε κάνει τις ανταρσίες του πίσω στο ΠΑΣΟΚ.
 
Ρεφορμισμός
 
Η ρίζα αυτών των επιλογών ήταν η στρατηγική που μοιράζονταν οι δυο πτέρυγες της Αριστεράς που συγκρότησαν τον Συνασπισμό. Παρά τις διαφορές τους στην φρασεολογία και στις «ταχύτητες», αυτή η στρατηγική ήταν ο ρεφορμισμός. Όπως εξηγούσε ένα άρθρο για το «Ελληνικό 1989» στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 74:
 
«Για τα κόμματα αυτά η εργατική τάξη δεν είναι το υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής, είναι απλά μια συνιστώσα στην πολυσυλλεκτική πολιτική συμμαχιών του κόμματος. Είναι απλά μια «μήτρα» ψήφων, ένα εφαλτήριο πολιτικής επιρροής με μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία κατά περιόδους ανάλογα με τις ανάγκες αυτών των συμμαχιών. 
 
Το κράτος δεν είναι θεσμός που πρέπει να ανατραπεί για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, είναι εργαλείο που μπορεί να κατακτηθεί και να μεταρρυθμιστεί «σε φιλεργατική κατεύθυνση». Και το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων δεν απορρέει από τις ανάγκες της εργατικής τάξης να απαλλαγεί από την εκμετάλλευση και την καταπίεση, αλλά από τις ανάγκες διαχείρισης σύμφωνα με τα ‘κοινά συμφέροντα’ της διαταξικής συμμαχίας».
 
Το 2015 δεν είναι 1985 ούτε 1989. Το κίνημα που πυροδότησε την στροφή προς τα αριστερά τα προηγούμενα χρόνια όχι μόνο δεν το βάζει κάτω, αλλά κουβαλάει και τις εμπειρίες όλων αυτών των παλιότερων μαχών. Η ίδια η ύπαρξη και η δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι χειροπιαστό παράδειγμα ότι αυτοί οι αγώνες έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στο χάρτη της Αριστεράς. Σήμερα, η αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά μπορεί να παίξει το ρόλο που δεν έπαιξε η ρεφορμιστική Αριστερά τότε. Να δώσει πολιτική και οργανωτική δύναμη στα «γιουρούσια» του κόσμου που μισεί νέα και παλιά μνημόνια με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού.