Ιστορία
Ιστορία: Oι δίκες των δοσίλογων
Η αστική δικαιοσύνη έχει μια μεγάλη παράδοση να φροντίζει
ώστε οι φασίστες να πέφτουν στα μαλακά. Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει τις δίκες των ορίτζιναλ συνεργατών των Ναζί.
Εβδομήντα χρόνια πριν, οι πολιτικοί (φυσικοί σε πολλές περιπτώσεις) πρόγονοι των νεοναζί της Χρυσής Αυγής κάθονταν στα εδώλια των κατηγορουμένων. Οι «δίκες των δοσιλόγων» ξεκίνησαν τον Φλεβάρη του 1945 με πρώτη στη σειρά, τη δίκη των πρωθυπουργών και υπουργών των κατοχικών κυβερνήσεων που έστησαν η φασιστική Γερμανία και Ιταλία το 1941 (κυβερνήσεις Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου, Ράλλη).
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν όταν ξεκινούσε η δίκη, με τις στρατιές των Συμμάχων να προελαύνουν πια στο έδαφος της Γερμανίας. Η «αντιφασιστική συμμαχία» των «Τριών Μεγάλων» ήταν ακόμα ενεργή. Μια από τις υποσχέσεις που έφερνε στις χώρες που απελευθερώνονταν από το φασιστικό ζυγό ήταν και η τιμωρία των συνεργατών των ναζί και η «κάθαρση» του κράτους και της κοινωνίας από αυτούς. Η Γαλλία ήταν η χώρα που ξεκίνησε πρώτη αυτή η διαδικασία.
Σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις δεν έφτασε «το μαχαίρι στο κόκκαλο» όπως έλπιζε το κίνημα που πάλεψε τον φασισμό. Κάποια, «καρκινώματα» αφαιρέθηκαν πράγματι, αλλά η άρχουσα τάξη και το κράτος που είχαν γεννήσει το φασισμό και είχαν συνεργαστεί με τους ναζί, έμειναν ανέγγιχτα. Κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες τους βρήκαν καταφύγιο κάθε λογής καθάρματα που «απλά έκαναν τη δουλειά τους», στέλνοντας Εβραίους στα κρεματόρια, αντιστασιακούς στο εκτελεστικό απόσπασμα ή «επιστρατευμένους» εργάτες στα πολεμικά εργοστάσια των ναζί.
Τον Οκτώβρη του 1944, όταν ο γερμανικός στρατός υποχωρούσε και εγκατέλειπε την Ελλάδα, έμοιαζε ότι και δω τα πράγματα θα ακολουθούσαν μια παρόμοια πορεία. Η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» στην οποία είχαν πάρει υπουργεία το ΕΑΜ-ΚΚΕ, υποσχόταν την παραδειγματική τιμωρία των «προδοτών». Δημοσίευσε και μια Συντακτική Πράξη (αρ. 1) που όριζε τις σχετικές διαδικασίες. Όμως, η συνέχεια ήταν διαφορετική ή για την ακρίβεια, αποκαλυπτική.
“Εθνικός κορμός”
Οι δοσίλογοι, από τους πολιτικούς μέχρι τους «απλούς» ταγματασφαλίτες, έγιναν ο «εθνικός κορμός». Με τις ευλογίες των εγγλέζων ιμπεριαλιστών, τις φιλότιμες προσπάθειες της «Δικαιοσύνης» και την συναίνεση όλης της άρχουσας τάξης. Τους χρειάζονταν απέναντι στην απειλή των «από κάτω» που τους είχε τρομοκρατήσει στην Κατοχή και παραλίγο να τους ανατρέψει τον Δεκέμβρη του 1944.
Αυτή την ιστορία την έχει παρουσιάσει ο Δημήτρης Κουσουρής στο βιβλίο του «Δίκες των Δοσιλόγων 1944-1949 – Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη» (πρόκειται για τη διδακτορική του διατριβή). Γράφει για παράδειγμα για την πρώτη δίκη, των δοσιλογικών κυβερνήσεων, που κράτησε εκατό περίπου μέρες:
«Μολονότι το ‘μαρτυρικόν Έθνος’ μνημονευόταν συχνά σε διάφορα κείμενα της εποχής, η παρουσία του στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν περιορισμένη. Η απόρριψη του αιτήματος εκπροσώπων του εαμικού κινήματος να παραστούν στη δίκη ως πολιτική αγωγή σηματοδοτούσε τον πρώτο έμπρακτο αποκλεισμό της εμπειρίας των αντιστασιακών κινημάτων από την ακροαματική διαδικασία. Στην αοριστία που χαρακτήριζε τις περιγραφές του εγκλήματος του δοσιλογισμού στο κατηγορητήριο, ερχόταν τώρα να προστεθεί η απουσία συγκεκριμένης εξέτασης των εγκλημάτων (βασανιστήρια, μπλόκα, κατάχρηση κρατικής εξουσίας, εξόντωση Εβραίων)».
Η συγκυρία της διεξαγωγής της δίκης έπαιζε καθοριστικό ρόλο. Στην Απελευθέρωση το αίτημα για «λαϊκά δικαστήρια» που θα τιμωρούσαν τους συνεργάτες των ναζί κυριαρχούσε στις διαδηλώσεις. Το Δικαστικό του ΕΛΑΣ συγκέντρωνε χιλιάδες φακέλους που τελικά τις παρέδωσε στη «Δικαιοσύνη». Την άνοιξη του 1945 όμως, ο ΕΛΑΣ δεν υπήρχε και η Αριστερά ήταν υπό διωγμό. Η «λευκή τρομοκρατία» σάρωνε την ύπαιθρο και τις πόλεις. Η Συμφωνία της Βάρκιζας που είχε υπογράψει η ηγεσία είχε παραδώσει το κίνημα χειροπόδαρα στην εκδικητική μανία του αστικού κράτους που ανασυγκροτούταν.
Έτσι οι κατηγορούμενοι στη πρώτη δίκη παρίσταναν τα θύματα που υποτίθεται ότι μπήκαν «ασπίδα» για να προστατέψουν το «χειμαζόμενο έθνος» από τα χειρότερα του πολέμου και της κατοχής. Και φυσικά, πρόβαλαν τις αντικομμουνιστικές τους περγαμηνές. Ο Ράλλης, ο πρωθυπουργός που συγκρότησε τα δολοφονικά Τάγματα Ασφαλείας το 1943, δεν έχανε ευκαιρία να μιλάει για αυτή την υπηρεσία. Και οι μάρτυρες κατηγορίας που είχε ορίσει το δικαστήριο από «αξιοσέβαστους» πολιτικούς και αξιωματούχους, έγιναν στην πραγματικότητα μάρτυρες υπεράσπισης. Γράφει ο Κουσουρής:
«Τη στιγμή που ο αστικός Τύπος, μοναρχικός και φιλελεύθερος, παρουσίαζε τους συλληφθέντες αγωνιστές του ΕΑΜ σαν αιμοσταγείς δολοφόνους, στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου το στρατόπεδο των δοσιλόγων περνούσε στην αντεπίθεση. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπουργός και μέλλων πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος υποστήριξε ευθαρσώς πως ‘ο λαός ανάσαινε όταν έβλεπε τα Τάγματα’».
Μόνο τρεις από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο. Από αυτούς μόνο ο ένας, ο στρατηγός Τσολάκογλου, πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός που είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση το 1941, ήταν παρών. Αλλά και γι’ αυτόν το δικαστήριο έκφρασε την ευχή να μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια δεσμά, λόγω των στρατιωτικών υπηρεσιών που είχε προσφέρει στο παρελθόν.
Ένα μικρό ποσοστό μόνο των χιλιάδων μηνύσεων που είχαν κατατεθεί έφτασε τελικά να δικαστεί από τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων. Τα απαλλακτικά βουλεύματα έπεφταν βροχή. Όπως έχει γράψει ο Θανάσης Καμπαγιάννης σε μια παρουσίαση του βιβλίου (περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 110):
«Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κουσουρή, περίπου το 85% απαλλάχτηκαν από την προανάκριση (οι υποθέσεις τους δηλαδή δεν έφτασαν στο ακροατήριο). Από όσους δικάστηκαν, παραπάνω από τους μισούς αθωώθηκαν. Από τους καταδικασθέντες, οι πιο πολλοί έπεσαν στα μαλακά. Τελικά εκτελέστηκαν συνολικά είκοσι πέντε δοσίλογοι, αριθμός σκανδαλώδης συγκριτικά με τους πάνω από τρεις χιλιάδες κομμουνιστές που εκτελέστηκαν την ίδια περίοδο από τα έκτακτα στρατοδικεία.
Αλλά το νόημα της μελέτης του Κουσουρή δεν είναι μόνο να καταδείξει ότι το κράτος έριξε στα μαλακά τα “δικά του παιδιά”. Είναι κυρίως να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο η δικαστική αντιμετώπιση του δοσιλογισμού χρησίμεψε ως μηχανισμός επανανομιμοποίησης του αστικού κράτους στα “νάματα” του αντιφασιστικού αγώνα».
Συνέχεια του κράτους
Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο δείχνει πως αυτός ο μηχανισμός εξασφάλισε τη συνέχεια του κράτους. Πρόκειται για την προανάκριση για την κατοχική δράση των τριών μελών της Επιτροπής Ασφαλείας Αττικής. Μεταξύ αυτών, και ο Κ. Κόλλιας, Γενικός Εισαγγελέας Πρωτοδικών κατά τη διάρκεια της Κατοχής, που είχε εν τω μεταξύ προαχθεί σε Εισαγγελέα Εφετών. Ένας δικηγόρος, μέλος του ΕΑΜ, είχε καταθέσει τη σχετική μήνυση. Αλλά, ο Κόλλιας δεν ήταν ο οποιοσδήποτε, ήταν ο άνθρωπος που επέβλεπε το μηχανισμό των Ειδικών Δικαστηρίων Δοσιλόγων. Η πρόταση που υποβλήθηκε στο Δικαστικό Συμβούλιο από τον Γενικό Επίτροπο Τσιαμπάση υποστήριζε ότι ήταν:
«[…] απαράδεκτος και απλή υπόθεσις ότι τρεις ανώτατοι του Κράτους λειτουργοί, ο Νομάρχης, ο Δ/ντής της Αστυνομίας και ο Εισαγγελεύς κ. Κόλλιας, ου το ήθος, η πληρότης του χαρακτήρος του ως και η διαυγή εθνική συνειδησίς του συναντούν ομόθυμον αναγνώρισιν, κινουμένων εν μέσω των δυσκόλων τότε περιστάσεων προς άσκησιν τιούτου σοβαρού έργου των, κατ’ εφαρμογήν της κείμενης νομοθεσίας, εκινήθησαν από την χαμηλήν και αποκρουστικήν σκέψιν να φανώσι αρεστοί εις τον κατακτητήν».
Ο Δ. Κουσουρής συνοψίζει ως εξής την τεχνική απαλλαγής των δοσιλόγων:
«Έτσι, ενώ η Δικαιοσύνη εφάρμοζε σχολαστικά τους ισχύοντες νόμους και τις προβλεπόμενες διαδικασίες, οι ποινικές και πολιτικές ευθύνες εξανεμίζονταν στο λαβύρινθο των διαφόρων φακέλων και ερευνών. Η μέθοδος αυτή –που διασφάλιζε εν πολλοίς την ατιμωρησία των αξιωματικών του Στρατού και της Αστυνομίας, και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τους υψηλόβαθμους δικαστικούς κατά τις επόμενες δεκαετίες- εφαρμόστηκε καταρχάς από τον ίδιο τον αντιεισαγγελέα Κ. Κόλλια, ο οποίος οργάνωσε την πρώτη περίοδο λειτουργίας του ΕΔΔ Αθηνών και υπήρξε από τους πρώτους που απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες για δοσιλογισμό, για να αναρριχηθεί κατόπιν με μεγάλη ταχύτητα, από τα μέσα κιόλας του 1946, ως την κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας.
Ο ίδιος άνθρωπος ανέλαβε, επί θητείας του ως Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να κάνει ‘διάσημο’ αυτό τον τρόπο δικαστικής διαχείρισης, κατά τη διάρκεια των ερευνών για τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, δυο δεκαετίες αργότερα».
Ο Κόλλιας είχε προσπαθήσει να διαχωρίσει τις δικογραφίες των ηθικών αυτουργών του εγκλήματος (όπως του στρατηγού Μήτσου της Χωροφυλακής) από εκείνες των ακροδεξιών δολοφόνων του Λαμπράκη. Η θυσία κάποιων «στρατιωτών» για να πέσουν στα μαλακά οι αρχηγοί και οργανωτές των φασιστικών εγκλημάτων είναι και σήμερα στην καρδιά της τακτικής της ναζιστικής συμμορίας στη δίκη της.
Γι’ αυτές του τις υπηρεσίες ο Κόλλιας ανταμείφθηκε από τη χούντα το 1967 με τη θέση του «πρωθυπουργού» (διατηρώντας τη θέση του στον Άρειο Πάγο). Η «συνέχεια του κράτους» σε όλο το «μεγαλείο» της, ή μάλλον τη βρομιά της.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό και από τα προκλητικότερα, παράδειγμα ήταν η δίκη της Ειδικής Ασφάλειας. Αυτή η υπηρεσία που είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως υπηρεσία διώξεως του κομμουνισμού, είχε γνωρίσει δόξες επί δικτατορίας Μεταξά, και στην Κατοχή ήταν άμεσα δεμένη με τις μυστικές υπηρεσίες των ναζί. Τα θύματά της περιλάμβαναν και μέλη φιλοβρετανικών ομάδων και δικτύων κατασκοπίας, ενώ το αρχηγείο της στην οδό Ελπίδας (στη πλατεία Βικτωρίας) ήταν διαβόητο σε όλη την Αθήνα για τα φρικτά βασανιστήρια και εκτελέσεις. Στους μάρτυρες «κατηγορίας» που είχαν κληθεί αυτεπαγγέλτως, γράφει ο Κουσουρής:
«Συναντάμε πάλι κρατικούς αξιωματούχους που ενσάρκωναν τη συνέχεια του κράτους και οι οποίοι μετατράπηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης. Δοσίλογοι αξιωματικοί που παρέμεναν σε υπηρεσία, μέλη του ΕΔΕΣ Αθήνας, ο διευθυντής των φυλακών Χατζηκώστα και ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής ήρθαν να υποστηρίξουν, κατά τα ειωθότα, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν απλώς καταδιώξει τους κομμουνιστές –όπως πρόβλεπε η κείμενη νομοθεσία-και ότι κάθε ‘υπέρβαση καθήκοντος’ έπρεπε να αποδοθεί στην ιδιαιτερότητα της κατάστασης μάλλον, παρά σε προδοσία εκ προθέσεως».
Ο Λάμπου, διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά σχεδόν το σύνολο των μελών της, περίπου 1.300 απαλλάχτηκαν ή δε διώχτηκαν ποτέ. Είχαν αναλάβει να προσφέρουν τις πολύτιμες γνώσεις τους στη δίωξη της αριστεράς.