Πολιτισμός
Κινηματογράφος: il posto του Ερμάνο Όλμι

Η διαχρονική ταινία του Ερμάνο Όλμι προβάλλεται από τις 24 Σεπτέμβρη στην Αλκυονίδα, στο πλαίσιο της αξιέπαινης προσπάθειας της εταιρίας New Star να ξαναφέρει στο κοινό τις καλύτερες στιγμές του σινεμά. Η «Θέση» γυρίστηκε το 1961 και πραγματεύεται την πορεία ενός νεαρού παιδιού από τα χωριά της Λομβαρδίας στην καρδιά του καπιταλιστικού Μιλάνο.
 
Ο ήρωας, Ντομένικο είναι 18 χρονών και πρόκειται να διαγωνιστεί για μια θέση, ένα πόστο στα κεντρικά γραφεία μιας μεγάλης εταιρίας, με μικρό αλλά «σίγουρο μισθό», όπως του επισημαίνει ο εργάτης πατέρας του. Ταξιδεύει με το τρένο από το χωριό του προς τη μητρόπολη, αναστέλλοντας προσωρινά τα όνειρα για σπουδές τοπογραφίας, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Το Μιλάνο γι’ αυτόν είναι ένας άλλος κόσμος: Τα σύγχρονα μεγάλα κτήρια, οι βιτρίνες με τα μοντέρνα ρούχα, τα καφέ όπου συνωστίζονται οι «χαρτογιακάδες», το ανερχόμενο κομμάτι της εργατικής τάξης εκείνης της περιόδου. Εκεί θα βολτάρει στο διάλειμμα με την Αντονιέτα, την κομψή συνδιαγωνιζόμενη για την οποία του γεννιέται ιδιαίτερη έλξη. 
 
Εβδομάδες μετά μαθαίνει ότι έχει επιτύχει, όμως λόγω έλλειψης κενής θέσης ξεκινά την καριέρα του σαν κλητήρας. «Σημασία έχει ότι μπήκες», θα του πουν. Η ταινία παρακολουθεί την πορεία του από την δημιουργική αναζήτηση προς τη συμβατικότητα, προς τη μετατροπή του σε γρανάζι μιας πελώριας μηχανής, σε μια δουλειά άχαρη, επαναλαμβανόμενη και εξατομικοποιημένη. Κι αυτό δεν περιορίζεται μόνο στο χρόνο που δουλεύει στο γραφείο, περνάει στον ελεύθερο χρόνο, στις κοινωνικές σχέσεις που κάνει ή (τελικά) δεν κάνει, στο πώς διασκεδάζει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
 
Θαυμασμός
 
Ο Ερμάνο Όλμι σαφώς επηρεάστηκε από το ρεύμα του Ιταλικού νεορεαλισμού, φαίνεται από την ασπρόμαυρη λήψη και τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, όμως διάλεξε μια διαφορετική οπτική. Αντί για τα πάθη των απόκληρων της κοινωνίας, ο Όλμι δουλεύει πάνω στα καθημερινά, ταπεινά θέματα της εργατικής τάξης, όχι με οίκτο αλλά ουσιαστικά με θαυμασμό. 
 
Η κάμερά του «βλέπει» με γλυκύτητα τη φυσική συστολή του νεαρού ήρωα, την κοινωνικότητα της Αντονιέτας, την αφόρητη βαρεμάρα των χαρτογιακάδων που στοιχίζονται στα απρόσωπα γραφεία, δεν λοιδωρεί την κοινοτυπία τους, καταγράφει σαν ντοκιμαντέρ τον πρωταρχικό και αιώνιο ρόλο τους σαν γρανάζια της καπιταλιστικής μηχανής. 
 
Είχε δουλέψει επαγγελματικά για 7 χρόνια στην εταιρία «Έντισον- Βόλτα» του Μιλάνο γυρίζοντας κατά παραγγελία ταινίες για τη βιομηχανία θεάματος. Υπήρξε γρανάζι του μηχανισμού που τόσο εύστοχα περιγράφει, μέχρι που κατάφερε να ξεφύγει και να γυρίσει τις «δικές του» ταινίες, που αγαπήθηκαν από την εργατική τάξη και την αριστερά.