Ιστορία
Συνέντευξη: O Mιχάλης Λυμπεράτος μιλάει για την Απελευθέρωση της Αθήνας

Ένα από τα τελευταία αυτοκίνητα των Ναζί φεύγει και ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας

Μιλήστε μας για την απελευθέρωση της Αθήνας. 
 
Η απελευθέρωση δεν ήταν μια απλή αποχώρηση των κατακτητών από το ελληνικό έδαφος. Επρόκειτο στην ουσία για την εκδίωξη τους μέσα σε κλίμα ήττας. Αυτή το κλίμα οφειλόταν τόσο στις γενικότερες ήττες του στα ευρωπαϊκά μέτωπα, αλλά και στην αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ.
 
Οι γερμανικές επιτελικές εκθέσεις από το καλοκαίρι του 1944 και μετά, διαπίστωναν ότι ο ΕΛΑΣ δεν αντιμετωπιζόταν, αλλά απειλούσε με σφαγή τον γερμανικό στρατό. Ο Α. Σπέερ, υπουργός Εξοπλισμών του Ράιχ έγραφε ότι «απελπισία έχει καταλάβει την ανώτατη ηγεσία της Βέρμαχτ», ειδικά μετά από τις συνεχείς αποτυχημένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πίνδο, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που αναζητούσαν συμφωνία με το ΕΑΜ ώστε να μην πληγούν από τους αντάρτες κατά την αποχώρηση τους. Ο φόβος τους ήταν μήπως επαναληφθεί στην Αθήνα το φαινόμενο με την εξέγερση στη Βαρσοβία, την 1η Αυγούστου 1944, που απείλησε με διάλυση το γερμανικό στρατό στην Πολωνία.
 
Οι εκθέσεις των γερμανικού στρατού περιγράφουν το φόβο των αξιωματικών για την κατάρρευση του ηθικού των στρατιωτών. Απειθαρχία, αντιδράσεις φαντάρων στα αντίποινα, αλλά και ανεξέλεγκτα δολοφονική συμπεριφορά όταν ένιωθαν τρομοκρατημένοι, όπως στην Πελοπόννησο.
 
Τι ήταν το «Σχέδιο Χάος» των SS και πως εξελίχθηκε;
 
Ήταν το σχέδιο των αξιωματικών Σιμάνα και Μπλούμε που ήταν επικεφαλής των SS στην Ελλάδα και αφορούσε στην υπονόμευση και διάλυση των υποδομών της χώρας ώστε να αποχωρήσουν ασφαλείς. 
 
Συγκεκριμένα υπονόμευσαν όλα τα λιμάνια της χώρας και τελικά ανατίναξαν λιμενικές εγκαταστάσεις. Υπονόμευσαν με εκρηκτικά το φράγμα του Μαραθώνα, για να καταστρέψουν την ύδρευση της Αθήνας, ενώ έστησαν πυροβόλα στο Λυκαβηττό και τον Υμηττό για να ισοπεδώσουν το Παγκράτι και την Καισαριανή, αν δέχονταν επίθεση μέσα στην Αθήνα. Είχαν σπείρει εκρηκτικά σε όλη την Αθήνα, στις στρατιωτικές αποθήκες του Ρουφ, στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και στα τούνελ του Λυκαβηττού. Αντίστοιχα ήταν τα σχέδια και για τα εργοστάσια ηλεκτρισμού στην Αθήνα και τον Πειραιά ώστε να μην υπάρχει καθόλου φως στις νυχτερινές ώρες. 
 
Το σχέδιο δεν τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή γιατί κατάφεραν να φτάσουν σε συμβιβασμό με τον ΕΛΑΣ. Ο Γερμανός ανθυπασπιστής της Αμπβερ Ρόλαντ Χάμπε ανέλαβε τις συνεννοήσεις και κατάφερε να αποσπάσει την έγκριση του στρατηγού Σαράφη. Ο ΕΛΑΣ με προκηρύξεις του πληροφόρησε όλη την Αθήνα ότι δεν θα προέβαινε σε επίθεση κατά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων.
 
Παρά τη συμφωνία, στον Πειραιά οι Γερμανοί που είχαν αναλάβει την ανατίναξη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι, όταν είδαν να πέφτουν βρετανοί αλεξιπτωτιστές στα Μέγαρα πανικοβλήθηκαν και επιχείρησαν να το ανατινάξουν, τότε συγκρούστηκαν με τον ΕΛΑΣ και η επιχείρηση ματαιώθηκε με πολύ μικρές καταστροφές. 
 
Αντίθετα στο Λιμάνι του Πειραιά, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν την καταστροφή. Από το μεσημέρι της 12ης Οκτωβρίου μέχρι τα μεσάνυχτα οι συνεχείς ανατινάξεις προκάλεσαν πολλούς νεκρούς και πυρκαγιές στην πόλη.
 
Τέλος, συστηματικά προκάλεσαν εκατόμβες θυμάτων και σειρά ολοκαυτωμάτων από το καλοκαίρι του 1944 σε όλες τις περιοχές που προορίζονταν ως οδοί διαφυγής. Τέτοιες περιοχές ήταν η Κορινθία, η Αττική και η Ανατολική Στερεά. Οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ειδικά στην Κόρινθο, τη Ρόδο και το Ρέθυμνο είχαν ζητήσει να καθαρίσουν οι δρόμοι διαφυγής και να αποφευχθούν τα σαμποτάζ και oi επιθέσεις ανταρτών σε σιδηροδρομικούς συρμούς φοβούμενοι ότι θα κατασφαγούν από τους αντάρτες.
 
Κάτω από τι συνθήκες έγιναν όλα αυτά;
 
Ο ΕΛΑΣ ήταν εκβιαζόμενος. Η Βέρμαχτ απειλούσε να εκτελέσει χιλιάδες κρατούμενους, ιδίως στο Χαϊδάρι, ανάμεσα τους το Θ. Σοφούλη και τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Για να δελεάσουν το ΕΑΜ ώστε να συμβιβαστεί ο Φέλμυ ματαίωσε τις εκτελέσεις, κυρίως επειδή ήθελε να χρησιμοποιήσει το Δαμασκηνό για να συνεννοηθεί με τους Βρετανούς.
 
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής προφανώς και ανησυχούσαν, αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές από τις εντατικές και επανειλημμένες προσπάθειες τους να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βρετανούς το καλοκαίρι του 1944 ώστε να μην βρεθούν εκτεθειμένοι αν δεχόταν επίθεση από τον ΕΛΑΣ.
 
Η ιστορία της επιδίωξης μιας τέτοιας συνεργασίας είχε ξεκινήσει στις 17 Οκτωβρίου 1943 με το βρετανό λοχαγό του μηχανικού Μακίντρι Την συνεννόηση ανέλαβε ο λοχαγός Ντοτ Στοτ στις 4 Νοεμβρίου 1943 με τον συνταγματάρχη Λος της Βέρμαχτ. Έγινε και δεύτερη συνάντηση, όμως το Κάιρο, φοβούμενο τις επιπτώσεις απαγόρευσε τελικά στον Στοτ να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις.
 
Οι Γερμανοί έφτασαν να προσφέρουν στους Βρετανούς ως εξυπηρέτηση να παραμείνουν 1000 στρατιώτες τους στο κέντρο της Αθήνας μέχρι να φτάσουν οι Βρετανοί στρατιώτες από τον Πειραιά, την ημέρα της γερμανικής αποχώρησης, έτσι ώστε ο ΕΛΑΣ να μην μπορέσει αιφνιδιαστικά να καταλάβει την εξουσία.
 
Οι συνεννοήσεις αυτές ματαιώθηκαν όταν απειλήθηκε και από τους Σοβιετικούς να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο των συνεννοήσεων αυτών. Αν και οι Βρετανοί δεν ολοκλήρωσαν τις συνεννοήσεις με την άλλη πλευρά οι Γερμανοί αξιωματικοί διαπίστωναν ότι οι βρετανικές δυνάμεις είχαν παθητική στάση εναντίον τους. Δεν έπλητταν τις αποχωρούσες γερμανικές δυνάμεις με βομβαρδισμούς και μόνο στις 20 Σεπτεμβρίου προέβησαν στο βομβαρδισμό των αεροδρομίων του Τατοίου και της Ελευσίνας.
 
Τα Τάγματα Ασφαλείας, η Ελληνική Αστυνομία και η Χωροφυλακή τι ρόλο έπαιξαν;
 
Ο ίδιος ο Χίμλερ, απέστειλε ειδικές οδηγίες στο Σίμανα, τον Αύγουστο του 1944 που παρακινούσε στην ενεργοποίηση των δυνάμεων αυτών ώστε να συνδράμουν στην αποχώρηση. Ο Χίμλερ ζήτησε από τον στρατηγό Βίντερ, επιτελάρχη της Στρατιάς Ελλάδας να βελτιώσει τον οπλισμό τους με αποτελεσματικότερα όπλα. Ο Φέλμυ δέχθηκε να δώσει όπλα και αντιαρματικά στο στρατηγό Γ. Ντάκο, επικεφαλής της Χωροφυλακής ώστε μαζί με εθνικιστικές οργανώσεις (όπως ο ΕΔΕΣ) να παρεμποδίσουν τη σφαγή των Γερμανών από τον ΕΛΑΣ κατά την αποχώριση των πρώτων. 400 τουφέκια, πέντε αντιαρματικά πυροβόλα και ένα τανκ δόθηκαν και στάλθηκαν στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, τα οποία η Χωροφυλακή χρησιμοποίησε κατά τα Δεκεμβριανά. 
 
Εκτός από τα γεγονότα του Δεκέμβρη που είναι σχετικά γνωστά είχαν προηγηθεί και άλλες σφαγές λιγότερο γνωστές. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και τα γεγονότα του Κορωπίου. Στις 9 Οκτωβρίου 1944 σκοτώθηκαν 47 άνθρωποι και κάηκαν 400 σπίτια. Η επίσημη κρατική εκδοχή κατέγραψε τα αποτελέσματα μιας μάχης μεταξύ του ΕΛΑΣ και των αποχωρούντων Γερμανών. Όμως ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας εκείνα που πραγματοποίησαν τη σφαγή για να διευκολύνουν τις μυστικές εφοδιοπομπές όπλων προς την Αθήνα.
 
Υπήρχαν σχέδια για πραξικόπημα μετά την αποχώριση των δυνάμεων κατοχής;
 
Η Αθήνα κινδύνευε και από το πραξικόπημα των φιλομοναρχικών οργανώσεων, ανδρών των ταγμάτων Ασφαλείας, της αστυνομίας και της χωροφυλακής. Αυτές είχαν εξοπλιστεί όλο τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1944 με μυστικές εφοδιοπομπές όπλων μέσω των όρμων της Ανατολικής Αττικής, αλλά και αγοράζοντας όπλα από τη μαύρη αγορά. 
 
Δεν υλοποίησαν το σχέδιο γιατί τα τρία Συντάγματα που επρόκειτο να συγκροτήσουν δεν εξασφάλισαν επαρκείς προσχωρήσεις, αν και μετέτρεψαν τα περισσότερα ξενοδοχεία και τις ταράτσες των δημοσίων κτιρίων του κέντρου της Αθήνας σε φρουραρχεία. Από τέτοια φρουραρχεία επλήγη μια διαδήλωση του ΕΑΜ στις 14 Οκτωβρίου 1944 στην Πανεπιστημίου με νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Το ΕΑΜ δεν απάντησε στην πρόκληση και οι υπαίτιοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
 
Υπήρχαν και άλλοι μηχανισμοί που προσπαθούσαν να στήσουν πραξικοπήματα, τόσο μέσα στο στρατό και στην αστυνομία (Γ. Ντάκος και  Π. Σπηλιωτόπουλος Πάγκαλος, Γονατάς κ.α.) αλλά και εκείνοι που παρέδωσαν τον ελληνικό στρατό αλλά και λαό στις διαθέσεις των δυνάμεων Κατοχής, όπως ο στρατηγός Βεντήρης απέτυχαν γιατί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν οι αξιωματικοί στους οποίους απευθύνθηκαν. 
 
Από αυτούς που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής τιμωρήθηκε κανένας;
 
Ελάχιστοι ειδεχθείς συνεργάτες τιμωρήθηκαν όπως ο εθνικοσοσιαλιστής συνταγματάρχης Πούλος που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στα 1949, ενώ άλλοι, διαπιστωμένα σφαγείς του ελληνικού λαού, όπως για παράδειγμα ο Ξ. Γιοσμάς απαλλάχθηκαν με βασιλική χάρη, ή αθωώθηκαν σε νέες δίκες μετά από ολιγόχρονη δίωξη για να εμπλακούν στα 1963 στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.