Πολιτισμός
Κινηματογράφος: O νόμος της αγοράς
Μετά από 25 χρόνια δουλειάς ως χειριστής μηχανήματος, ο Τιερί απολύεται σε ένα κύμα μαζικών απολύσεων στο εργοστάσιο που δούλευε. Οι 20 μήνες με επίδομα ανεργίας και φιλότιμες προσπάθειες «επανειδίκευσης» θα περάσουν γοργά. Ο Τιερί έχει στεγαστικό δάνειο, οικογένεια, έφηβο γιο με αναπηρία, προσωπική ζωή με τα καλά και τα κακά της, όλα κινδυνεύουν να διαλυθούν.
Οι απόπειρες να βρει άλλη δουλειά σαν ειδικευμένος εργάτης δεν έχουν επιτυχία. Στο γραφείο εύρεσης εργασίας του κάνουν διαρκώς παρατηρήσεις για το πώς ντύνεται, πώς μιλάει, πώς κοιτάζει, ατέλειωτες «πολιτικά ορθές» δικαιολογίες που συγκαλύπτουν την ωμή πραγματικότητα: Είναι μεσήλικας χειριστής μηχανήματος, βασική παράπλευρη απώλεια σε μια Γαλλία που βουλιάζει στην κρίση και την ανεργία.
Όμως ο Τιερί αρνείται να βουλιάξει. Δεν θα πουλήσει το διαμέρισμα για να αποπληρώσει το στεγαστικό δάνειο όπως προτείνει η τραπεζίτισα, δεν θα πουλήσει το οικογενειακό λυόμενο σπιτάκι για ένα κομμάτι ψωμί. Δεν θα δεχτεί ο γιός του «να μάθει μια τέχνη αντί να σπουδάσει βιολογία», όπως ο ίδιος επιθυμεί (και φαίνεται ότι μπορεί με στοιχειώδη δημόσια υποστήριξη).
Σε αντίθεση με τους συναδέλφους του που διεκδικούν στα δικαστήρια τις δουλειές τους πίσω, ο Τιερί κουρασμένος και προκειμένου για να υπερασπίσει τα κεκτημένα της ζωής του, παρατάει τον αγώνα και πιάνει δουλειά στο τμήμα ασφαλείας ενός πολυκαταστήματος. Αυτό υπαγορεύει ο νόμος της αγοράς. Έτσι ξεκινά ένα ταξίδι στην κόλαση σαν σεκιουριτάς που θα πρέπει να βρει και να πιάσει τον κλέφτη. Είναι συνταξιούχος με απλήρωτες μπριζόλες στην τσέπη του παλτού; Είναι ταμίας που έκρυψε τα εκπτωτικά κουπόνια για να ψωνίσει;
Δεν έχει σημασία, αυτή είναι η δουλειά.
Η ταινία του Στεφάν Μπριζέ φέρνει έντονα στο νου τους αδελφούς Νταρντέν (ειδικά το περυσινό «Δυο μέρες, μια νύχτα»). Ρεαλιστική καταγραφή της ζωής των ταπεινής καταγωγής ηρώων με μεγάλα σε διάρκεια πλάνα καθημερινότητας: Φασίνα στο σπίτι, φροντίδα των παιδιών, ευχάριστα μαθήματα χορού. Οι πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τις αρετές, τις αδυναμίες, τα διλήμματά τους. Ο Τιερί κρύβει επιμελώς τις εσωτερικές εντάσεις, τις καταπίνει υπομονετικά, ελπίζοντας ότι το ποτήρι δεν θα ξεχειλίσει, πράγμα αρκετά δύσκολο. Ο Βενσάν Λιντόν που τον υποδύεται βραβεύτηκε δίκαια στις Κάννες και πλαισιώνεται από μη επαγγελματίες (ταμίες σουπερμάρκετ, τραπεζικοί υπάλληλοι, σεκιουριτάδες), που υποδύονται τον εαυτό τους και όλοι μαζί δίνουν έντονες στιγμές συνείδησης της εποχής που βιώνουμε. Το «σινεμά της κρίσης», στα καλύτερά του.