Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Ο “Αστακός” ή αλλιώς αγώνες επιβίωσης

Nέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου

 
Μετά τον «Κυνόδοντα» (Βραβείο «Ένα Κάποιο Βλέμμα», Φεστιβάλ Καννών και Υποψηφιότητα Ξενόγλωσσου Όσκαρ) και τις «Άλπεις», ο Γιώργος Λάνθιμος συνεχίζει την κινηματογραφική του αφήγηση με μία πρωτότυπη, προκλητική, σκοτεινή και σαρκαστικά χιουμοριστική ταινία (The Lobster) με την οποία κατάφερε να κερδίσει φέτος το «Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής» στο 68ο Φεστιβάλ των Καννών.
 
Ο «Αστακός» είναι όμως ταυτόχρονα και το αγγλόφωνο ντεμπούτο του σκηνοθέτη, με το σενάριο να συνυπογράφεται και πάλι από τον σταθερό του συνεργάτη, Ευθύμη Φιλίππου. Ως έλληνο-αγγλικό-ίρλανδο-ολλανδική συμπαραγωγή, η ταινία συγκεντρώνει διεθνές καστ με πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φάρελ και τους Ρέιτσελ Βάις, Λέα Σεντού, Τζον Σ. Ράιλι, Ολίβια Κόλμαν, Αγγελική Παπούλια και την Αριάν Λαμπέντ.
 
Πολύς κόσμος και καλός που συμμετέχει στην απόδοση ενός μέλλοντος που τουλάχιστον έχει τις ρίζες του στο παρόν και που διαδραματίζεται σε τρεις χώρους. Το «Ξενοδοχείο», την «Πόλη» και το «Δάσος». Σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης λοιπόν, όσοι χηρεύουν, χωρίζουν και γενικότερα μένουν μόνοι στη ζωή, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται πάραυτα στο Ξενοδοχείο. Εκεί, μέσα σε 45 μέρες είναι υποχρεωμένοι να βρουν ένα σύντροφο. Αν αποτύχουν, μεταμορφώνονται σε κάποιο ζώο της επιλογής τους και αφήνονται ελεύθεροι στο φυσικό τους περιβάλλον/Δάσος. Εξ ου και ο τίτλος.
 
Ένα από τα πιο συνηθισμένα σεναριακά παιχνίδια στον κινηματογράφο, είναι στο ξεκίνημα της ταινίας να παρουσιάζεται με επιγραμματικό τρόπο στον θεατή η κεντρική ιδέα της υπόθεσης. Χωρίς όμως ο ίδιος να έχει τη δυνατότητα (αφού δεν έχει ακόμη δει την ταινία) να το καταλάβει, αυτό γίνεται συνήθως κατανοητό μόνο στο τέλος. Έτσι κι εδώ λοιπόν, η ταινία ξεκινά παρακολουθώντας μια γυναίκα να οδηγεί εμφανώς συγχυσμένη το αυτοκίνητο της μια βροχερή ημέρα στην ιρλανδική ενδοχώρα.
 
Κάποια στιγμή σταματά στο πουθενά, βγαίνει έξω από το αμάξι, πλησιάζει δύο γαϊδούρια που βόσκουν ανέμελα και σκοτώνοντας με πυροβολισμό το ένα από αυτά, φεύγει.
 
Ο Λάνθιμος συνεχίζει την προσωπική του αφήγηση, προσπαθώντας να φωτίσει από διαφορετικές πλευρές τα θέματα που τον απασχολούν. Ταυτόχρονα κρατώντας τον πυρήνα της οπτικής του αμετάβλητο, πειραματίζεται με την κινηματογραφική φόρμα.
 
Τώρα, σε τί βαθμό κάθε φορά, αυτό αφορά τον ίδιο. Σίγουρα περισσότερο στον «Κυνόδοντα», λιγότερο στις «Άλπεις» και άνισα στον «Αστακό». Άνισα ως προς τα δύο μέρη του, με το πρώτο (εκείνο των όσων διαδραματίζονται στο Ξενοδοχείο), να είναι σαφώς πιο σφιχτό.
 
Η ιδέα δηλαδή, ξεκινά κάθε φορά από μια πτυχή θεμάτων που τον απασχολούν. Η επαφή στην «Κινέττα» η οικογένεια στον «Κυνόδοντα», η αλληλεγγύη στις «Άλπεις» και τέλος, οι σχέσεις στον «Αστακό». Αλλά πάντα καταλήγουν στον ίδιο πυρήνα: Το πολύπλοκο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η πλειοψηφία των ανθρώπων του σήμερα και αν αυτό εν τέλει μπορεί ή και πρέπει ακόμα να ανατραπεί. 
 
Από την άλλη, ηθελημένα στις ταινίες του έτσι και στον «Αστακό», ο Λάνθιμος αφήνει χώρο, ώστε οι θεατές να βλέπουν εκεί δικά τους πράγματα. Πιθανόν δε, να βλέπουν πτυχές και ιδέες που ο ίδιος δεν είχε πρόθεση να δείξει. Αφού ποτέ δεν γίνεται να φτιάξεις με ακρίβεια μια ιστορία σε μια ταινία, προσπαθώντας να εξερευνήσεις ή να υπαινιχθείς όλες τις προεκτάσεις της.
 
Έτσι, συγκεντρώνεται στην ιστορία και στους λαμπερούς πρωταγωνιστές της, που εκφραστικοί μέσα στην ανεκφραστικότητά που τους επιβάλλει, αφήνουν τους θεατές να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, με βάση τις προσωπικές τους εμπειρίες, τα πιστεύω τους, ακόμη και τη διάθεσή τους την ώρα που βλέπουν την ταινία.
 
Τροφή για σκέψη, την ίδια ώρα που ο έρωτας κάπου πίσω βγάζει τα μάτια του.
Πάνος Κατσαχνιάς