Ιδέες
Συνέντευξη με τον Χρήστο Λάσκο- “Να μιλάμε για την καθολική χειραφέτηση”

Ο Χρήστος Λάσκος, οικονομολόγος, εκπαιδευτικός και ένα από τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν μετά τη μνημονιακή στροφή, ήταν πρόσφατα ομιλητής στην ΑΣΟΕΕ στην εκδήλωση της Πρωτοβουλίας για την Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. 
Στη σελίδα αυτή, μιλάει στον Γιώργο Πίττα για την Πρωτοβουλία αλλά και για τη σημερινή εικόνα της κρίσης και της Αριστεράς.
 
Τι είναι η Πρωτοβουλία για τη Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς; Πώς αποφασίσατε να ξεκινήσετε αυτήν την πρωτοβουλία και ποιοι οι στόχοι;
 
Η Πρωτοβουλία για την Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι μια πρώτη προσπάθεια ανθρώπων που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και από την νεολαία του, μαζί με άλλους που για πολύ διάστημα και με πολύ δραστήριο τρόπο ενεργοποιούνται στα κοινωνικά κινήματα και στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης να διαμορφωθεί ένας χώρος ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Μέσα στο συγκείμενο της διαρκώς επιδεινούμενης καπιταλιστικής κρίσης και της άγριας επίθεσης του κεφαλαίου, που επιχειρεί την υπέρβασή της προς αποκλειστικό όφελός του –με στόχους, μάλιστα, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα «άμεσα» και επιχειρούν να διαμορφώσουν στρατηγικά δεδομένα για πολλές δεκαετίες μπροστά.
 
Είναι δεδομένο πως ο καπιταλισμός μέσα στην κρίση –η οποία, ίσως αποδειχτεί η μεγαλύτερη στην ιστορία- ψάχνει τη δυνατότητα να «τελειώνει  μια και καλή» με τις κατώτερες τάξεις, τα δικαιώματα και τις προσδοκίες τους. Επιδιώκει, δηλαδή, ένα ξεκαθάρισμα ιστορικών λογαριασμών, ώστε να «αποικιοποιήσει» συνολικά τον πλανήτη και τον ανθρώπινο βιόκοσμο. 
 
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πεδίο του ταξικού πολέμου. Αν η Χιλή ήταν πριν από 40 χρόνια ο χώρος, όπου παίχτηκε η πρώτη πράξη κατίσχυσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, η Ελλάδα, αντίστοιχα αποτελεί το πρώτο πεδίο για την επικράτηση της «τελικής καπιταλιστικής αγριότητας».
 
Τα γεγονότα εδώ αποκτούν, λοιπόν, μια διεθνή ιστορική σημασία. 
 
Και είναι γι’ αυτό που η πολιτική της κυβέρνησης δεν μπορούσε παρά να βρει αντίθετο ένα μεγάλο τμήμα όσων έφτιαξαν και μεγάλωσαν το ΣΥΡΙΖΑ, κάνοντάς τον πραγματική ελπίδα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Από τον Ιούλιο, δε, κι έπειτα δεν υπήρχε άλλος δρόμος από τον πλήρη διαχωρισμό και την ανοιχτή αντιπαράθεση. 
 
Αυτά που παίζονται αφορούν κάτι πολύ περισσότερο από μιαν υπαναχώρηση στο πλαίσιο ενός «λελογισμένου ρεαλισμού» ένεκα των συσχετισμών. Πρόκειται αντικειμενικά για προσχώρηση στη λογική του αντιπάλου –και, όπως είναι φυσικό, και στην πρακτική.
 
Πώς θα σχολίαζες τις προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ότι τουλάχιστον με αυτόν στην κυβέρνηση είναι δυνατόν τα μνημόνια να έχουν «κοινωνικό πρόσημο»; Πιστεύεις ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο σήμερα, είτε αφορά αλλαγές στην οικονομική πολιτική είτε ευρύτερα κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα, παιδεία κλπ; 
 
Θέλω να το πω με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Η φιλολογία περί «λείανσης» της βαρβαρότητας και αξιοποίησης των «ρωγμών και διακένων» αποτελεί κλασική περίπτωση αυταπατών, που οδηγούν μετά βεβαιότητας στην εγκαθίδρυση μιας μορφής new speak και του σύστοιχου κυνισμού. Το έχουμε δει να συμβαίνει στην ιστορία και στις «καλύτερες οικογένειες». 
 
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση άσκησης στοιχειωδώς φιλολαϊκής πολιτικής σε ένα πλαίσιο μνημονιακού ζουρλομανδύα. Καμία περίπτωση.
 
Ο άγριος καπιταλισμός της εποχής μας όχι μόνο κατασπαράζει κάθε χώρο που είχε διατηρήσει βαθμούς αυτονομίας από το αγοραίο κύκλωμα, αλλά σιγά σιγά κανιβαλίζει τον ίδιο του τον εαυτό, τις ίδιες τις συστημικές συνθήκες της ύπαρξης και της αναπαραγωγής του. 
 
Επί του συγκεκριμένου, τα μνημόνια δεν είναι μια οικονομικοπολιτική συνθήκη, μεταξύ άλλων, που θα μπορούσαν να μείνουν, σε ένα βαθμό έστω, ανέγγιχτες. 
 
Τα μνημόνια είναι η συγκεφαλαίωση της ταξικής σύγκρουσης στην χώρα μας σήμερα. Είναι μηχανή ολοκληρωτικής κοινωνικής εκθεμελίωσης, ένα κολοσσιαίο πείραμα κοινωνικής μηχανικής, που επιχειρεί –και προσώρας, πολύ πετυχημένα- να καταστρέψει όλες τις βιοτικές σταθερές και «διασφαλίσεις» της κοινωνικής πλειοψηφίας.
 
Τα μνημόνια δεν λειαίνονται. Ή καταργούνται ή επιβάλλονται ολοκληρωτικά.
 
Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ το είχε με πολύ εμβρίθεια και αναλυτική επάρκεια αποδείξει χρόνια πριν γίνει κυβέρνηση. Δεν χρειάζεται, για να πειστούμε πως πολύ κακώς πολιτεύεται η σημερινή κυβέρνηση, παρά μόνο να ανατρέξουμε σε αυτές τις αναλύσεις.
 
Ποια είναι συνολικότερα, η κριτική σου στο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα;
 
Η πρακτική της ελληνικής κυβέρνησης νομιμοποιεί μέσω της αποδοχής των μνημονίων την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική. Γίνεται το πιο βασικό μέρος μιας Μεγάλης Συναίνεσης, σαφώς και επιθετικά εχθρικής απέναντι στα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων. 
 
Ό,τι κι αν λέγεται, αυτό είναι που συμβαίνει –και ανεξαρτήτως προθέσεων, τις οποίες για κάποιους ακόμη δεν αμφισβητώ. Μόνο που δεν μπορεί, ως προς το πολιτικό αποτέλεσμα, παρά να μας αφήνουν παγερά αδιάφορους –για να μην επισημάνω τη σχέση μεταξύ καλών προθέσεων και κόλασης.
 
Θυμίζω τους 4 πυλώνες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ: κατάργηση των μνημονίων –διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, δημόσιος έλεγχος και ιδιοκτησία των τραπεζών, ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, παραγωγικός μετασχηματισμός με ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. 
 
Με πρώτο βήμα, όπως με σαφήνεια προσδιόριζε το εκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, την επαναφορά της εργατικής νομοθεσίας και του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίων επίπεδα.
 
Το 99% του προγράμματος δεν επιχειρήθηκε καν να εφαρμοστεί.
 
Σε ό,τι αφορά δε την διαπραγμάτευση, τίποτε από ό,τι συνεδριακά είχε αποφασιστεί δεν υλοποιήθηκε: στάση πληρωμών, έλεγχος κεφαλαίων, επιλογή εναλλακτικής χρηματοδότησης και παράλληλου νομίσματος. Τίποτε απολύτως. 
 
Γι’ αυτό δεν πρέπει να επιτρέψουμε να περάσει η άποψη πως έγιναν όλα όσα ήταν δυνατόν και «χάσαμε». Τίποτε από όσα ήταν δημοκρατικά προαποφασισμένο πως θα γίνουν δεν επιχειρήθηκε καν. Τόσο που έφτασε να μας «τη λένε» ακόμη και μετριοπαθείς νεοκεϋνσιανοί, όπως ο Κρούγκμαν, ο Στίγκλιτζ ή ο Μινχάου. 
 
Πώς βλέπεις, συνοπτικά, το ευρύτερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η κυβέρνηση καλείται να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο με την ελπίδα όπως υποστηρίζει, έτσι να οδηγηθεί στην «ανάκαμψη»;
 
Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στην ασφαλή πρόγνωση πως όχι μόνο δεν θα έχουμε σύντομα υπέρβαση της παγκόσμιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, αλλά μάλλον πάμε για ένα δεύτερο ισχυρό επεισόδιο τύπου 2008. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε πως η επικρατούσα καπιταλιστική στρατηγική είναι η «σταθεροποίηση μέσα από επαναλαμβανόμενες νέες χρηματοπιστωτικές φούσκες». Η καταστροφή κεφαλαίου όχι μόνο δεν επέρχεται, αλλά οι συνθήκες υπερσυσσώρευσης διαρκώς επιδεινώνονται. Το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί στα χρόνια της κρίσης κατά 50 τρισεκατομμύρια, ένα ολόκληρο παγκόσμιο ΑΕΠ. 
 
Όποιος, λοιπόν, επενδύει στην «ανάκαμψη» βαυκαλίζεται. Αν και δεν νομίζω πως ούτε οι ίδιοι της κυβέρνησης το πιστεύουν.
 
Ξέρουν πως το μνημόνιο δεν βγαίνει –ξέρουν πως τα πράγματα δεν θα βελτιωθούν. Τότε, θα μου πείτε, τι κάνουν; Αμφιβάλλω αν μπορούν και οι ίδιοι να απαντήσουν.
 
Υπάρχει τελικά ζωή «μετά το 3ο μνημόνιο»; Υπάρχουν προοπτικές για την αριστερά μέσα στις νέες συνθήκες, τι πρωτοβουλίες μπορεί να πάρει σε κινηματικό, πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο και σε ποια κατεύθυνση;
 
Τα πράγματα σίγουρα έχουν δυσκολέψει μετά από τα γεγονότα του καλοκαιριού. Η ελπίδα δεν ήρθε, η απελπισία επεκτείνεται. Και μαζί η αντιπολιτική και η απόσυρση.
 
Θέλει μεγάλη προσπάθεια. Κυρίως πρέπει να επικρατήσει ανάμεσα σε όσες δυνάμεις κατανοούν την ανάγκη για μετωπική σύγκρουση με την πολιτική των μνημονίων η ανοιχτή διάθεση «να χτυπάμε μαζί» έστω κι αν βαδίζουμε χωριστά.
 
Επιπλέον, τα περιθώρια έχουν στενέψει δραματικά. Η αντικαπιταλιστική διάσταση της παρέμβασης πρέπει να είναι όλο και περισσότερο εμφανής, όλο και περισσότερο αποφασιστική –με όλα τα ταξικά και διεθνιστικά παρεπόμενα.
 
Αν δεν μιλήσουμε για καπιταλισμό και κομμουνισμό σήμερα πότε θα το κάνουμε;
 
Να μιλάμε πολύ για καπιταλισμό, να μιλάμε πολύ για τον κομμουνισμό και την καθολική χειραφέτηση. Και αυτό είναι πρώτιστο καθήκον.
 
Έτσι μπορεί να υπάρξει ζωή ξανά. Αλλιώς…