Συνέντευξη
Συνέντευξη με τον Νίκο Στραβελάκη: Η εναλλακτική του αντικαπιταλισμού

Ο Νίκος Στραβελάκης (όρθιος) και ο Σωτήρης Κοντογιάννης ήταν ομιλητές στο μονοήμερο του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω στη συζήτηση με θέμα “Μέσα ή έξω από την ΕΕ”

Θα ήθελα ένα σύντομο σχόλιο για την υπερψήφιση χθες του προϋπολογισμού από τη Βουλή. Στη συζήτηση ο Τσίπρας παρουσίασε το δικό του success story. Έχουν κάποια βάση αυτά που είπε; 

 
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η ομοιότητα της προπαγάνδας της παρούσας κυβέρνησης με εκείνη της κυβέρνησης Σαμαράς - Βενιζέλου. Θυμίζει την Κινέζικη παροιμία "όταν η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα". Ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις δικές της εκτιμήσεις, είναι ένας υφεσιακός προϋπολογισμός, αφού παραδέχεται ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,6% και το 2016. Για την ελληνική οικονομία αυτό σημαίνει ένα απαράμιλλο ρεκόρ: είναι η πρώτη οικονομία στην ιστορία του καπιταλισμού που σε καιρό ειρήνης έχει επτά συνεχόμενα χρόνια συρρίκνωσης. 
 
Επιπλέον, πριν ξεκινήσει η εκτέλεση του προϋπολογισμού και παρά το μαγείρεμα των στοιχείων έχει γίνει σαφές ότι η αφετηριακή εκτίμηση για μηδενική ύφεση το 2015 έχει αποδειχθεί λανθασμένη και οι ρυθμοί μεγέθυνσης τη χρονιά που κλείνει θα είναι αρνητικοί. Το τελευταίο είναι και ένδειξη της αξιοπιστίας των προβλέψεων Τσίπρα για μελλοντική ανάκαμψη, αφού αδυνατεί να εκτιμήσει την πορεία του ΑΕΠ του 2015 το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Εκτός από την οικονομική μεγέθυνση η καπιταλιστική κρίση έχει ακυρώσει και τα οικονομικά υποδείγματα των ορθόδοξων οικονομολόγων και ιδιαίτερα τις προβλέψεις των υποδειγμάτων αυτών. 
 
Το βασικό τους συμπέρασμα συνοψίζεται στην παραδοχή ότι εάν τα κράτη πληρώσουν τις ζημιές των καπιταλιστών τότε τα χρήματα αυτά θα χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, μέσω των τραπεζών, με θετική επίπτωση στην παραγωγή και την απασχόληση. Αυτό περιμένει και ο Τσίπρας όπως ο Σαμαράς και ο Παπανδρέου πριν από αυτόν. Όπως και οι αστοί οικονομολόγοι δεν μπορεί να καταλάβει ότι οι καπιταλιστές επενδύουν όταν αποκατασταθεί η κερδοφορία  και αυτό προϋποθέτει, εκτός από τη μείωση των μισθών και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την καταστροφή κεφαλαίου, νέες ζημιές για τις τράπεζες και νέα κρατικά λεφτά για την αποπληρωμή τους. 
 
Γι’ αυτό το λόγο η αντιμετώπιση της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης είναι μια αργή αντιφατική διαδικασία που θα τραβήξει για καιρό. Τελευταίο επεισόδιο σε αυτή την πορεία είναι η οριστική αναγνώριση ζημιών του ελληνικού δημοσίου της τάξης των 50 δις ή 25% του ΑΕΠ στο πλαίσιο της πρόσφατης ανακεφαλαίωσης των τραπεζών. Η κατακλείδα αυτής πολιτικής θα είναι η θυσία μιας γενιάς στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας εάν το εργατικό κίνημα δεν επιβάλλει διαφορετικές λύσεις.
 
Η πολιτική των μνημονίων έχει αποτύχει. Γιατί επιμένει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτή την αδιέξοδη πολιτική;
 
Για αρκετούς η επιμονή της ευρωπαϊκής ένωσης και ιδιαίτερα της Γερμανίας σε πολιτικές λιτότητας είναι ανεξήγητη δεδομένης της αποτυχίας τους στο να αποκαταστήσουν την καπιταλιστική συσσώρευση. Οι απόψεις αυτές δεν αντιλαμβάνονται την κρίση ως καπιταλιστική κρίση αλλά ως αποτέλεσμα της λιτότητας αυτής καθαυτής. Αυτό είναι και το λάθος. Όπως είχε γράψει ο Μάρξ εδώ και 150 χρόνια η μερική αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους είναι η προϋπόθεση για την επιστροφή σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης και η συμπίεση των μισθών ο γνωστότερος τρόπος επίτευξής της. 
 
Αυτή ήταν η στρατηγική του κεφαλαίου στην προηγούμενη μεγάλη κρίση εκείνη του 1970 και δείχνει να συνεχίζει και στην τρέχουσα μεγάλη ύφεση. Στην Ευρώπη αυτή η πολιτική συνδυάζεται με τη δημιουργία μιας δεξαμενής φθηνής εργασίας στον Ευρωπαϊκό νότο. Αδύναμες οικονομίες που δεν κατόρθωσαν να εγγυηθούν τις ζημιές των εγχώριων καπιταλιστών με δικά τους μέσα προορίζονται ως χώροι ανάπτυξης βιομηχανικής παραγωγής σε «ελεύθερες ζώνες» εργασιακού μεσαίωνα όταν θα έχουν απωλέσει τον ορυκτό πλούτο και τα όποια μέσα παραγωγής διαθέτουν. Αυτός είναι και ο ρόλος των μνημονίων, από τη μια η εξασφάλιση της διάθεσης των παραγωγικών δυνάμεων σύμφωνα με τις επιθυμίες των δανειστών μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και από την άλλη η ισοπέδωση των μισθών και των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων. 
 
Γι’ αυτό και λέμε ότι η όποια δυνατότητα αυτόκεντρης ανάπτυξης με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας είναι απατηλό όνειρο στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ένωσης και η αποδέσμευση από αυτήν είναι προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κρίσης σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού.        
 
Η κυβέρνηση επέλεξε το περασμένο καλοκαίρι τον δρόμο του νέου μνημονίου ισχυριζόμενη ότι κάθε άλλη προοπτική (έξοδος από την Ευρωζώνη κλπ) θα ήταν καταστροφική. Θα ήταν; Και αν ναι, για ποιους; Θα χρειαζόταν η Ελλάδα πράγματι ανθρωπιστική βοήθεια, όπως απειλούσε ο Σόιμπλε;
 
Η ελληνική αστική τάξη, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος, της έχει ταυτίσει την επιβίωσή της με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή την επιλογή δεν έχει άδικο αφού οι ευρωπαίοι «εταίροι» εγγυήθηκαν τα χρέη του Ελληνικού Δημοσίου και χρηματοδότησαν τις ζημίες των ελληνικών επιχειρήσεων κυρίως μέσα από την ανακεφαλαίωση  του τραπεζικού  συστήματος. Βέβαια αυτά τα χρήματα ήταν δανεικά και το λογαριασμό πληρώνει ο λαός μέσα από την πολιτική των μνημονίων. Για το αστικό σύστημα όμως ήταν μια παράταση ζωής μπροστά στο φάσμα της ολοσχερούς κατάρρευσης. 
 
Με αυτή τη λογική, ακολουθώντας την γνωστή πρακτική της ταύτισης των συμφερόντων της με τα συμφέροντα της κοινωνίας, η αστική τάξη και οι μηχανισμοί προπαγάνδας παρουσίασαν το ενεχόμενο της εξόδου ως άλμα στη άβυσσο. Είναι καθαρή κινδυνολογία, στην πραγματικότητα έχουμε επαρκή αποθεματικά για τη μετάβαση σε νέο νόμισμα και αυτά δεν είναι άλλα από τη νομισματική βάση σε ευρώ και τα αποθεματικά σε χρυσό της κεντρικής τράπεζας. Στο σύνολό τους τα αποθεματικά ανέρχονται περίπου σε 75 δις ευρώ ή 40% του ΑΕΠ όταν το σύνολο των εισαγωγών (χωρίς να υπολογίζουμε τις εξαγωγές) είναι 42 δις ευρώ. 
 
Σκοπός αυτής της πολιτικής είναι μέσα από την κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών κλάδων της οικονομίας με εργατικό έλεγχο η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια διαφορετικού τύπου οικονομική ανάπτυξη. Για τις εκτιμήσεις του κ. Σόιμπλε θα σταθούμε στη συνέχεια, προς το παρόν θέλω να επισημάνω ότι για εμάς η μετάβαση σε νέο νόμισμα συνοδεύεται από άμεση στάση πληρωμών στην προοπτική μονομερούς άρνησης του χρέους. Στόχος είναι το σύνολο των παραγωγικών πόρων να διοχετευθούν στην κάλυψη λαϊκών αναγκών από τη πρώτη στιγμή.   
 
Η Ρώσικη Επανάσταση μας έδωσε ένα σημαντικό παράδειγμα ρήξης με την οικονομική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων. Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια για τη νομισματική πολιτική της επανάστασης;
 
Στη μετασοβιετική Ρωσία, αλλά και στη Δύση ένας σημαντικός αριθμός οικονομολόγων έχει ασχοληθεί με τη σύγκριση δύο μεταβατικών περιόδων στην ιστορία της χώρας. Η πρώτη αφορά την αποκατάσταση της παραγωγής μετά τη λήξη του εμφυλίου και ιδιαίτερα στο διάστημα 1922-1926 και στην κατάρρευση της παραγωγής στο διάστημα 1991-1999 που αναστράφηκε αποκλειστικά λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών του πετρελαίου. 
 
Στην πρώτη περίπτωση σε μια ρημαγμένη χώρα η άρνηση του χρέους, η εφαρμογή διπλού νομίσματος, ο έλεγχος του εμπορικού ισοζυγίου και η εφαρμογή φόρου σε είδος στα σιτηρά οδήγησε σε άνοδο της παραγωγής κατά 70% σε διάστημα τριών ετών και σταθεροποίηση των τιμών. Αντίθετα στη δεύτερη περίπτωση η απελευθέρωση των τιμών παρά την εφαρμογή νομισματικών ελέγχων και ισοσκελισμένων προϋπολογισμών οδήγησε σε υπερπληθωρισμό και απώλειες σε επίπεδο εθνικού εισοδήματος της τάξης του 65%. Τα δύο παραδείγματα είναι διδακτικά και για τη μετάβαση σε νέο νόμισμα. 
 
Στη πρώτη περίπτωση οι μπολσεβίκοι για να εξασφαλίσουν και ελλειμματικούς προϋπολογισμούς που θα χρηματοδοτούσαν την εκβιομηχάνιση της χώρας και σταθεροποίηση των τιμών προχώρησαν στην κυκλοφορία παράλληλου νομίσματος. Το ένα νόμισμα ήταν σε εγγυημένη αναλογία με τα διαθέσιμα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα ενώ το δεύτερο χρηματοδοτούσε αποκλειστικά τον προϋπολογισμό και δεν είχε κάλυψη. Σε σύντομο χρόνο ο υπερπληθωρισμός που κυριαρχούσε υποχώρησε και όταν το δεύτερο (μη καλυμμένο) νόμισμα αποσύρθηκε το 1924 οι τιμές παρέμειναν σταθερές για δύο χρόνια. Ο λόγος ήταν οι επενδύσεις που ενίσχυαν την παραγωγή και ο έλεγχος του ισοζυγίου. 
 
Τη δεκαετία του 90, αντίθετα, παρόλο που διέλυσαν την «ένωση του ρουβλίου» για να περιορίσουν υποτίθεται την προσφορά χρήματος και είχαν πρόσβαση στις αγορές, ο περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης μέσω ισοσκελισμένων προϋπολογισμών οδήγησε σε κατάρρευση της παραγωγής και του νομίσματος, εκτίναξη των τιμών των εισαγομένων και τελικά τη «δολαριοποίηση» της οικονομίας. Τη δεύτερη περίπτωση έχει στο μυαλό του ο κ. Σόιμπλε όταν μιλά για ανθρωπιστική βοήθεια σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ και την πρώτη οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όταν μιλούν για ρήξη και αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ.

Ο Νίκος Στραβελάκης, οικονομολόγος, λέκτορας ΕΚΠΑ μίλησε στο Σωτήρη Κοντογιάννη