Αντιφασιστικό κίνημα
Η δίκη της Χ.Α.: Αστυνομία συνένοχη

Η ΚΕΕΡΦΑ έξω από τα δικαστήρια την Πέμπτή 17/12

Μία σημαντική προϋπόθεση κάτω από την οποία έγινε δυνατή η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής, βρέθηκε στο επίκεντρο της δίκης της ναζιστικής συμμορίας στις 16 και 17 Δεκέμβρη, 39η και 40η ημέρα της διαδικασίας αντίστοιχα. Δεν είναι άλλη από την πλήρη αδράνεια της αστυνομικής δύναμης που ήταν παρούσα σε όλη τη διάρκεια της δολοφονικής επίθεσης, όπως αναδείχτηκε μέσα από την κατάθεση της αστυνομικού της ΔΙΑΣ Αγγελικής Λεγάτου.
 
Οι απεγνωσμένες προσπάθειες της μάρτυρα να καλύψει τις ευθύνες της ομάδας της, είχαν το αντίθετο τελικά αποτέλεσμα. Ήταν τόσο έκδηλο το άγχος της να διαφυλάξει το κύρος της υπηρεσίας της που κάθε απάντησή της πρόδιδε το διακοσμητικό ρόλο της ΔΙΑΣ εκείνο το βράδυ.
 
Η μάρτυρας μίλησε για το σήμα (“πενήντα άτομα με ρόπαλα κατευθύνονται στη καφετέρια Κοράλι”) που πήρε η ομάδα της (η ίδια ήταν συνοδηγός του Τσολακίδη και στη δεύτερη μηχανή βρίσκονταν οι Μπαγιός και Μπιάγκης), για τα σαράντα με πενήντα άτομα που είδε όταν έφτασαν στο σημείο, για τα κράνη που φορούσαν δύο από αυτούς και τα “αντικείμενα, πιθανώς ρόπαλα” που κρατούσαν κάποιοι. Επίσης για το άτομο (Χατζησταμάτης) που βγήκε μέσα από τους συγκεντρωμένους και τους συστήθηκε ως συνάδελφος ενημερώνοντάς τους για μία λεκτική παρεξήγηση μεταξύ χρυσαυγιτών και αναρχικών. “Αναρχικούς δεν είδαμε” είπε η μάρτυρας στη σχετική ερώτηση της προέδρου, ενώ ανέφερε ότι μόλις τότε είδαν τη δεύτερη ομάδα ΔΙΑΣ (στην οποία ήταν οι
Δεληγιάννης και Ρώτας που έχουν ήδη καταθέσει στο δικαστήριο) πίσω τους.
 
Αφού παραδέχτηκε ότι οι συγκεντρωμένοι τους αγνόησαν παντελώς, περιέγραψε πώς μόλις η ίδια με το Δεληγιάννη επιχείρησαν να τους πλησιάσουν, “δέκα με δεκαπέντε από αυτούς άρχισαν να τρέχουν προς Τσαλδάρη φωνάζοντας «νάτοι, πιάστε τους, ελάτε εδώ ρε μαλάκες». Τους ακολουθήσαμε, τους φωνάξαμε «αστυνομία, σταματήστε» αλλά δεν μας έδωσαν σημασία”.
 
“Ο Τσολακίδης έγραφε τα στοιχεία του Χατζησταμάτη” απάντησε στην ερώτηση της προέδρου για το τι έκανε ο συνάδελφός της εκείνη τη στιγμή για να ακολουθήσει δικαιολογημένα η ερώτηση “Εσείς το βρίσκετε σωστό αυτό; Να τρέχουν δεκαπέντε και να βρίζουν και ο Τσολακίδης να γράφει ονόματα;”. “Όχι δεν είναι σωστό” απάντησε διστακτικά η μάρτυρας. Ενώ στην ερώτηση γιατί δεν έπιασαν κανέναν από τους δεκαπέντε, η απάντηση ήταν “δεν κυνηγούσαμε για να πιάσουμε κάποιον αλλά για να δούμε που πάνε... να συλλάβουμε κάποιον επειδή τρέχει;”(!).
 
Συνεχίζοντας την περιγραφή, η μάρτυρας ανέφερε ότι στρίβοντας αριστερά στην Τσαλδάρη “μία κοπέλα μου τράβηξε το χέρι και μου είπε «πήγαινε, βαράνε την παρέα μου»”. Οχλαγωγία και άτομα που τρέχανε δεξιά και αριστερά από όλες τις κατευθύνσεις ήταν, είπε, το σκηνικό στη Τσαλδάρη πριν δει στον αριθμό 62 “τέσσερα-πέντε άτομα να τσακώνονται. Ήταν όλοι μαζί ένα κουβάρι.
 
Χτυπιόντουσαν, κλωτσιές, μπουνιές. Φωνάξαμε ξανά. Φτάνοντας έμειναν μόνο ο Φύσσας με το Ρουπακιά”. Όπως είπε, το μαχαίρωμα είχε ήδη γίνει. 
 
Επίμονες ερωτήσεις
“Δεν πιάνετε κανέναν όλη αυτή την ώρα, με τι ρυθμούς κινείστε;”. “Εσείς θεωρείτε ότι οι κινήσεις που κάνατε ήταν αυτές που έπρεπε να κάνει ένας αστυνομικός, πώς αυτό που έγινε θα μπορούσε να αποτραπεί;” ήταν οι επίμονες ερωτήσεις της προέδρου, με την αστυνομικό να απαντά συνεχώς “κάναμε ό, τι καλύτερο μπορούσαμε” και την πρόεδρο να ανταπαντά: “Πώς το εννοείτε το ό, τι καλύτερο; Χάνει ένας άνθρωπος τη ζωή του και καμία σύλληψη δεν γίνεται από αυτούς που τρέχουν, ούτε από σας ούτε από τους αστυνομικούς που ακολουθούν”. “Αν δεν ήμασταν εκεί, δε θα γινόταν η σύλληψη του Ρουπακιά” επιχείρησε να δικαιολογηθεί η αστυνομικός για να ερωτηθεί από την πρόεδρο αν το εκτιμά αυτό ως πιο σημαντικό από τη ζωή ενός ανθρώπου.
 
Ούτε το επιχείρημα της μάρτυρα ότι “δεν είμαστε εκπαιδευμένοι για πενήντα άτομα” μπόρεσε να σταθεί. “Αν δεν είστε εκπαιδευμένοι, γιατί τότε το κέντρο εκτιμά ότι είστε και καλεί εσάς; Κάποιος έκανε λάθος, ή το κέντρο ή εσείς” της είπε η πρόεδρος. Ενώ ανίκανη να απαντήσει πειστικά ήταν η μάρτυρας και στο γιατί δεν χρησιμοποίησε έστω για εκφοβισμό το όπλο της (όλοι οι αστυνομικοί ήταν εξοπλισμένοι με αλεξίσφαιρα, επιγονατίδες, κράνη, κλομπ, όπλα, ενώ ένας κρατούσε υποπολυβόλο) ή γιατί δεν έβγαλε το κλομπ της παρά μόνο όταν κάποιος προσπάθησε να αποσπάσει από το Δεληγιάννη άτομο που ο συνάδελφός της επιχείρησε να πιάσει. Στην απάντησή της ότι δεν ένιωσε απειλή πιο πριν, ακολούθησε η ερώτηση “Δηλαδή μόνο για όταν απειλείστε εσείς προσωπικά το έχετε;”
 
Το αποκορύφωμα ήταν όταν ρωτήθηκε που είναι όλο αυτό το διάστημα οι άλλοι τέσσερις αστυνομικοί, με τη μάρτυρα να απαντά: “Ήρθαν μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Ένας έμεινε πίσω να φυλάει τις μηχανές, γιατί έχουμε ευθύνη και για αυτές”. “Και για άλλα έχετε ευθύνη, για την προστασία των πολιτών”, της είπε τότε η πρόεδρος. “Οι συνάδελφοί σας δεν υπάρχουν πουθενά, μένουν στα μετόπισθεν, αμέτοχοι”. Ενώ όταν αργότερα τη ρώτησε πιο επιτακτικά “Αυτοί οι τέσσερις αστυνομικοί είχαν ρόλο ενεργό ή παρατηρητή;” και η μάρτυρας απάντησε προκλητικά ότι “είχαν ενεργό ρόλο, ήρθαν να διασφαλίσουμε το χώρο, να καταγράψουμε μάρτυρες”, η πρόεδρος συνέχισε: “Πριν φτάσουμε σε αυτά, έκαναν κάτι για να αποτρέψουν κάτι;”
 
“Τι να σας πω...” ήταν η απάντηση της αστυνομικού. “Τι να μου πείτε...” της είπε απορημένη η πρόεδρος.
 
Είναι, το λιγότερο, απορίας άξιο πώς τα ΜΜΕ είχαν παρουσιάσει τη συγκεκριμένη αστυνομικό λίγο-πολύ ως την... ηρωίδα που έκανε τη σύλληψη του Ρουπακιά και μάλιστα είχε βραβευτεί γι’ αυτό από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια. Η μάρτυρας αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι αυτή έκανε τη σύλληψη του Ρουπακιά αλλά και ότι είπε τη φράση “ε, όχι και μαχαίρια”, που της είχαν αποδώσει. Εξάλλου, το αντίθετο θα ήταν ανοιχτή παραδοχή της ανοχής των αστυνομικών στο ξύλο που έριχναν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι χρυσαυγίτες μπροστά στα μάτια τους χωρίς να επεμβαίνουν.
 
Στην πραγματικότητα ούτε στη σύλληψη του Ρουπακιά θα είχαν προχωρήσει οι αστυνομικοί αν δεν τους τον είχε υποδείξει ο ίδιος ο μαχαιρωμένος Παύλος Φύσσας, όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί και η μάρτυρας, αφού αυτόν προσπάθησαν να πιάσουν πρώτο επειδή ήταν “πιο νευριασμένος” (!) σύμφωνα με τα λεγόμενά της. Την ίδια στιγμή, κι ενώ ο Παύλος σήκωνε τη μπλούζα του και τους έδειχνε τα τραύματά του, ο Ρουπακιάς βάδιζε “ήρεμος”, όπως είπε η αστυνομικός, προς το αυτοκίνητό του.
 
Η κατάθεσή της, όπως και οι τρεις προανακριτικές της, έβριθε ανακριβειών και αντιφάσεων τόσο για τις διαβιβάσεις που έδιναν οι αστυνομικοί στο κέντρο όσο και για τη χρονική διάρκεια των γεγονότων και τις κινήσεις που έκαναν. Οι διαφορετικές απαντήσεις σε παρόμοιες ερωτήσεις ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της, κάτι που αναδείχτηκε ακόμα πιο έντονα στις ερωτήσεις της πολιτικής αγωγής. Όταν κάποια στιγμή η μάρτυρας τόλμησε να πει ότι δέχεται επίθεση, η πρόεδρος της απάντησε “Έχουμε δικαίωμα να σας ρωτάμε για όλα αυτά, είστε αστυνομικός, δε σας έχουμε για τις ήρεμες καταστάσεις”.
 
Η δίκη συνεχίζεται στις 22 και 23 Δεκέμβρη.
 

Καλύπτουν τις ευθύνες τους

Όπως φαίνεται από τις μέχρι τώρα καταθέσεις των αστυνομικών της ΔΙΑΣ, η κάλυψη των ευθυνών τους το βράδυ της δολοφονίας Φύσσα περνά αναγκαστικά μέσα από την κάλυψη των χρυσαυγιτών. Σε αυτό το μήκος κύματος ήταν η κατάθεση της αστυνομικού Αγγελικής Λεγάτου που επιχείρησε να αποσυνδέσει το τάγμα εφόδου έξω από το Κοράλι από τη δολοφονία του Φύσσα στην Τσαλδάρη. 
 
Για να δικαιολογήσει ότι οι αστυνομικοί δεν έκαναν τίποτα για να παρεμποδίσουν εγκαίρως το τάγμα εφόδου που ξεκίνησε από το Κοράλι, ισχυρίστηκε ότι στον Παύλο Φύσσα, στην Π.Τσαλδάρη επιτέθηκε δεύτερη διαφορετική ομάδα- γι’ αυτό και «δεν πρόλαβαν». Αυτή η εκδοχή είναι βέβαια η καλύτερη εξυπηρέτηση για αρκετούς από τους κατηγορούμενους του τάγματος εφόδου.
 
Δεν ήταν η μόνη βοήθεια που τους προσέφερε. Χρειάστηκε ιδιαίτερη πίεση ακόμα και για να παραδεχτεί η μάρτυρας ότι οι συγκεντρωμένοι έξω από το Κοράλι ήταν, κατά τη δική της προσωπική εκτίμηση με βάση όσα έβλεπε και όχι με βάση την ενημέρωση που είχε από τον Χατζησταμάτη, χρυσαυγίτες. Με απροθυμία μίλησε για το φόβο που προκαλούσε το τάγμα εφόδου, ενώ μέχρι να της επιδειχτεί από την πολιτική αγωγή φωτογραφία του μαχαιριού του Ρουπακιά δεν σταμάτησε να το αποκαλεί “μικρό μαχαιράκι”.
 
Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν είδε το τάγμα εφόδου να παρακολουθεί τη δολοφονία Φύσσα από το απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ σε ερώτηση της πολιτικής αγωγής πώς χαρακτηρίζει το γεγονός ένας άνθρωπος να δέχεται επίθεση τεσσάρων με πέντε, απάντησε… “διαπληκτισμό”. Και βέβαια αρνήθηκε οποιαδήποτε ουσιαστική γνώση για τη Χρυσή Αυγή ή τις σχέσεις της με την αστυνομία.
 
Η στάση της εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συνηγόρους υπεράσπισης όπως φάνηκε και στις πολύ περιορισμένες ερωτήσεις τους. Μάλιστα ένας εξ αυτών ανέλαβε απροκάλυπτα να ανταποδώσει, λέγοντας ότι “εδώ δεν δικάζονται οι αστυνομικοί” και συνέχισε ρωτώντας πχ τη μάρτυρα: “Έπρεπε ο συνάδελφός σας να προστατέψει το υποπολυβόλο; Αν του το αποσπούσαν, δεν θα τον κυνηγούσαν μια ζωή;”. 
“Εσείς ποιον υπερασπίζεστε;” τον ρώτησε τότε η πρόεδρος.