Ιστορία
Η εξέγερση της Κρονστάνδης
Στις 2 Μάρτη 1921 οι ναύτες της Κρονστάνδης στασίασαν και πήραν υπό τον έλεγχό τους το νησί-φρούριο που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Πετρούπολη. Εκλέξανε μια Προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή και ενέκριναν μια λίστα αιτημάτων.
Ζητούσαν ελεύθερες εκλογές με μυστική ψηφοφορία για τα σοβιέτ, τέλος στις έκτακτες εξουσίες που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του το κόμμα των Μπολσεβίκων, απελευθέρωση εσέρων και μενσεβίκων πολιτικών κρατούμενων, κατάργηση των αποσπασμάτων επίταξης σταριού και ζώων από τα χωριά και γενικά άρση των περιορισμών στις δραστηριότητες των μικρεμπόρων και μικροπαραγωγών.
Στις 6 Μάρτη απέρριψαν την πρόταση του Σοβιέτ της Πετρούπολης να στείλει μια αντιπροσωπεία στο νησί. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η πρώτη -πρόχειρα οργανωμένη - επίθεση αποκρούστηκε. Η τελική επίθεση ξεκίνησε στις 16 Μάρτη. Το νησί καταλήφθηκε, η ηγεσία της εξέγερσης διέφυγε στην Φινλανδία.
Τα θύματα ήταν χιλιάδες κι από τις δυο πλευρές. Οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού και των εθελοντών κομμουνιστών έφτασαν τις δέκα χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και πνιγμένους· οι έφοδοι γίνονταν πάνω στο πάγο που έσπαγε από τις οβίδες. Εκατοντάδες ήταν οι νεκροί των εξεγερμένων κατά τη διάρκεια της μάχης και ένας άγνωστος αριθμός εκτελέστηκε στην συνέχεια (παρόλο που οι αριθμοί που δίνονται είναι αμφισβητήσιμοι).
Από τότε μέχρι σήμερα η εξέγερση της Κρονστάνδης έχει γίνει το σύμβολο όσων υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ενώνει τον Λένιν (και τον Τρότσκι) με τον Στάλιν. Για τους φιλελεύθερους αστούς η Κρονστάνδη είναι η απόδειξη ότι κάθε επανάσταση οδηγεί σε «ολοκληρωτισμό». Για τους αναρχικούς είναι η έκφραση της γνήσιας ρωσικής επανάστασης που έπνιξαν οι δικτατορικοί και αυταρχικοί μπολσεβίκοι: τα «ελεύθερα σοβιέτ» απέναντι στη «δικτατορία του κόμματος».
Αυτή είναι μια απλουστευτική και παραπλανητική εικόνα. Δεν παίρνει υπόψη τις συνθήκες στις οποίες εκδηλώθηκε η εξέγερση και τα πραγματικά διλήμματα των μπολσεβίκων.
Στις αρχές του 1921 ο εμφύλιος πόλεμος -και η στρατιωτική επέμβαση των ιμπεριαλιστών- είχε τελειώσει. Στα μέσα του 1920 το τελευταίο οχυρό των Λευκών (της αντεπανάστασης) στην Κριμαία είχε πέσει. Ο πόλεμος με την Πολωνία είχε τελειώσει. Όμως, ακόμα δεν είχε υπογραφεί συνθήκη ειρήνης. Επίσης, ο στρατηγός Βράγγελ, που είχε ηττηθεί στην Κριμαία, διατηρούσε ακόμα ογδόντα χιλιάδες στρατό στα σύνορα της επαναστατικής Ρωσίας. Παράλληλα συνεχιζόταν ο οικονομικός πόλεμος. Οι Σύμμαχοι είχαν επιβάλλει οικονομικό αποκλεισμό στην Ρωσία των Σοβιέτ -η πρώτη μικρή ρωγμή ήρθε μόλις τον Μάρτη του 1921.
Το χειρότερο, όμως, ήταν η κοινωνική και οικονομική καταστροφή που είχαν φέρει οχτώ χρόνια άγριου πολέμου. Το 1921-22 ήταν χρονιά λιμού και τύφου που κόστισε έξι εκατομμύρια ζωές. Στα τέλη του 1920 η βιομηχανική παραγωγή ήταν στο 1/5 του επιπέδου του 1913. Οι πόλεις, ιδιαίτερα η Πετρούπολη και η Μόσχα τα λίκνα της επανάστασης το 1917, ερήμωναν· αργοπέθαιναν είναι η ακριβέστερη περιγραφή. Το 1917 η πρώτη είχε 2,5 εκατομμύρια κατοίκους και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση βιομηχανικών εργατών στον κόσμο. Στις αρχές του 1921 είχε μόλις 750 χιλιάδες και εκείνον τον Φλεβάρη η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κλείσει εξήντα από τα εργοστάσια που υπολειτουργούσαν λόγω έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων. Ακόμα και το σιδηροδρομικό δίκτυο είχε διαλυθεί.
Σε αυτές τις συνθήκες τα σοβιέτ γινόταν η σκιά του παλιού εαυτού τους. Οι εργάτες και οι εργάτριες που τα είχαν δημιουργήσει είχαν πάει στο μέτωπο, αναλάμβαναν θέσεις στο μηχανισμό του κράτους και του κόμματος ή απλά διέρρεαν στα χωριά για να επιβιώσουν.
Δυσαρέσκεια
Για να θρέψουν τις πόλεις και να κρατήσουν τον Κόκκινο Στρατό - έφτασε τα πέντε εκατομμύρια το 1920 - οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα μέτρα του λεγόμενου «Πολεμικού Κομμουνισμού» στη διάρκεια του εμφύλιου. Οι εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά μπήκαν κάτω από αυστηρό έλεγχο. Ειδικά αποσπάσματα επιτάσσανε το λιγοστό στάρι που περίσσευε από τους αγρότες. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος: οι πόλεις δεν είχαν να δώσουν τίποτα στην ύπαιθρο σε αντάλλαγμα. Το μέτρο δεν είχε τίποτα το κομμουνιστικό: είχε πρωτοεφαρμοστεί από το τσαρικό καθεστώς το 1916, το συνέχισε η κυβέρνηση Κερένσκι. Για τους μπολσεβίκους ήταν ένα μέτρο απελπισίας, αλλά απαραίτητο.
Η εργατική τάξη πήρε την εξουσία στην Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917 στηριγμένη και στην εξέγερση των αγροτών -η συντριπτική πλειοψηφία των φαντάρων ήταν αγρότες με στολή. Όμως, τα συμφέροντα των δυο τάξεων δεν ταυτίζονταν. Οι μπολσεβίκοι έλπιζαν ότι η ένταση ανάμεσα σε μια μικροσκοπική εργατική τάξη που θέλει να οργανώσει συλλογικά την παραγωγή και μια μάζα αγροτών που είχε ορίζοντα την ελεύθερη αγορά του μικροϊδιοκτήτη θα απαλύνονταν με τη βοήθεια της νικηφόρας επανάστασης στην Γερμανία. Όμως, η επανάσταση στην Γερμανία άργησε και κατόπιν ηττήθηκε.
Παρόλα αυτά, οι αγρότες υποστηρίξανε βαρυγκωμώντας τους μπολσεβίκους στον εμφύλιο. Ξέρανε πολύ καλά ότι η εναλλακτική ήταν η επιστροφή των ευγενών και των γαιοκτημόνων - με τις κρεμάλες και τα μαστίγιά τους. Αλλά στις αρχές του 1921 ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι αγρότες δεν είχαν άλλη υπομονή.
Από αυτή την άποψη η Κρονστάνδη δεν διέφερε από τις δεκάδες αγροτικές εξεγέρσεις που σάρωναν την Ρωσία την ίδια περίοδο. Η πιο σημαντική εξελισσόταν στην περιφέρεια του Ταμπόφ, νοτιοανατολικά της Μόσχας, με επικεφαλής τον πρώην εσέρο Αλεξάντρ Αντόνοφ. Στη κορύφωσή της ο στρατός του Αντόνοφ είχε φτάσει τις 70 χιλιάδες. Όσο για το πολιτικό του πρόγραμμα ζητούσε την επαναφορά της Συντακτικής Συνέλευσης.
«Ελεύθερα σοβιέτ»;
Οι μπολσεβίκοι κατήγγειλαν την Κρονστάνδη ως αντεπαναστατικό κίνημα. Από τότε μέχρι σήμερα οι υποστηρικτές της απορρίπτουν ως συκοφαντία αυτή την καταγγελία. Επαναλαμβάνουν την απάντηση της Προσωρινής Επαναστατικής Επιτροπής όπως διατυπώθηκε στην εφημερίδα της Κρονστάνδης: «οι ηγέτες της Τρίτης Επανάστασης υπερασπίζονται την πραγματική εξουσία των σοβιέτ ενάντια στις αισχρότητες των κομισάριων» δηλαδή του κόμματος των Μπολσεβίκων.
Όμως, στις συγκεκριμένες συνθήκες του 1921 το σύνθημα για «ελεύθερα σοβιέτ» σήμαινε ανατροπή των μπολσεβίκων. Και από αυτή την ανατροπή δεν θα αναγεννιόταν η σοβιετική δημοκρατία, αλλά θα ξεπρόβαλε η πιο εκδικητική αντεπανάσταση. Ο Βίκτορ Σερζ, που ήταν στην Πετρούπολη εκείνη την εποχή και δεκαπέντε χρόνια μετά συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Τρότσκι για το ζήτημα της Κρονστάνδης γράφει παρόλα αυτά στην αυτοβιογραφία του: «Μετά από πολλούς δισταγμούς και με μεγάλη οδύνη ταχτήκαμε στο πλευρό του Κόμματος… Αν έπεφτε η μπολσεβίκικη δικτατορία θα ακολουθούσε το χάος…η επιστροφή των εμιγκρέδων και στο τέλος, κάτω από την πίεση των αντικειμενικών συνθηκών, θα είχαμε μια άλλη δικτατορία, αυτή τη φορά ενάντια στο προλεταριάτο».
Αυτό δεν το καταλάβαιναν μόνο οι μπολσεβίκοι αλλά και οι Λευκοί αντεπαναστάτες. Ο αναρχικός ιστορικός Πολ Αβριτς που έχει γράψει ένα πολύ καλό βιβλίο για την Κρονστάνδη καταθέτει σε αυτό ντοκουμέντα που δείχνουν ότι ένα μήνα πριν την εξέγερση, αντεπαναστατικές οργανώσεις στο εξωτερικό προέβλεπαν κάποιου τύπου επεισόδιο στο φρούριο. Πρόβλεπαν ότι οι εξεγερμένοι θα αναγκάζονταν να στραφούν σε αυτούς για βοήθεια σε εφόδια και τρόφιμα. Δεν είχε σημασία αν οι εξεγερμένοι δήλωναν (και πίστευαν) την αντίθεσή τους στο παλιό καθεστώς.
Η ηγεσία της εξέγερσης αρχικά προτιμούσε να αγνοεί αυτή την πραγματικότητα. Ψήφισαν όντως κατά πλειοψηφία να απορρίψουν την πρόταση βοήθειας που τους έκανε ο Τσερνόφ, ο πρόεδρος της διαλυμένης Συντακτικής Συνέλευσης που είχε συνταχθεί με τους Λευκούς. Αλλά παρόλα αυτά εξέφρασαν «βαθιά ευγνωμοσύνη σε όλα τα αδέλφια μας για την συμπάθειά τους». Δεκατρείς μέρες μετά, με τα εφόδια να εξαντλούνται, ο Πετριτσένκο, ο πρόεδρος της Προσωρινής Επαναστατικής Επιτροπής, έστελνε τηλεγράφημα ζητώντας βοήθεια στον Γκριμ, τον εκπρόσωπο της τσαρικής «Ρωσικής Ένωσης» στην Φινλανδία.
Όταν θα έλιωναν οι πάγοι, το φρούριο θα γινόταν ουσιαστικά απόρθητο. Και οι στόλοι των Δυτικών θα μπορούσαν να το ενισχύσουν ανενόχλητοι. Οι προετοιμασίες γίνονταν και όλες οι εφημερίδες των αντεπαναστατών στο εξωτερικό περίμεναν με ανυπομονησία τα «καλά νέα». Οι μπολσεβίκοι έπρεπε να πάρουν μια απόφαση και να την πάρουν γρήγορα. Και στην απόφαση συμφώνησαν όλοι, όχι μόνο οι «κακοί» Λένιν και Τρότσκι. Τη μέρα που ξεκίνησε η τελική επίθεση, το 10ο συνέδριο των μπολσεβίκων διέκοψε τις εργασίες του (και τις έντονες αντιπαραθέσεις του) και τριακόσιοι σύνεδροι δήλωσαν εθελοντές για την επιχείρηση. Πρώτοι-πρώτοι ήταν οι σύνεδροι της Εργατικής Αντιπολίτευσης, της τάσης που κατηγορούσε την κομματική ηγεσία για γραφειοκρατικό πνίξιμο της εργατικής δημοκρατίας.
Ο Πολ Άβριτς στην εισαγωγή του βιβλίου του γράφει ότι η Κρονστάνδη: «αποτελεί μια περίπτωση όπου ο ιστορικός μπορεί να αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους εξεγερμένους και παρόλο αυτά να παραδεχτεί ότι οι μπολσεβίκοι δικαιολογούνταν να τους καταστείλουν».