Ιστορία
Πώς η προσφυγιά του ’22 έχτισε “κάστρα της Αριστεράς”
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής που έγινε τον Δεκέμβρη του 1920 στο «Βασίλειο της Ελλάδος» κατοικούσαν περίπου 5,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Στην απογραφή που έγινε τον Μάη του 1928 οι κάτοικοι έφταναν τα 6,2 εκατομμύρια, δηλαδή 780 χιλιάδες περισσότεροι. Η πληθυσμιακή αλλαγή ήταν ακόμα μεγαλύτερη απ’ ότι δείχνουν αυτοί οι αριθμοί.
Ανάμεσα στο 1922 και το 1924, στο ελληνικό κράτος έφτασαν 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες η μεγάλη τους πλειοψηφία από την Μικρά Ασία και τον Πόντο, ενώ περίπου 430 χιλιάδες την «εγκατέλειψαν». Στην πραγματικότητα διώχτηκαν στα πλαίσια της βάρβαρης «ανταλλαγής πληθυσμών» που πρόβλεπε η Συμφωνία της Λοζάνης το 1923. Για όσους αναρωτιούνται καλόπιστα ή υποκριτικά «πόσους πρόσφυγες μπορεί να αντέξει η χώρα» η απάντηση είναι: πολύ περισσότερους από το 1,2 εκατομμύρια που μπορούσε η Ελλάδα του 1922.
Η «μητέρα-πατρίδα» βέβαια δεν αγκάλιασε τα «παιδιά» της. Καταρχήν δεν τα ήθελε. Το καλοκαίρι του 1922 πέρασε ο νόμος «Περί παρανόμου μεταφοράς προσώπων, ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Πρόβλεπε ποινές για όσους ερχόταν χωρίς διαβατήρια «νομίμως τεθεωρημένων». Όταν κατέρρευσε το μέτωπο στη Μικρά Ασία το 1922 οι εντολές της «διοίκησης» ήταν σαφείς: προτεραιότητα στα τρένα και τα καράβια είχαν οι ανώτεροι υπάλληλοι, οι αξιωματικοί, τα αρχεία και τα μπαούλα τους.
«Αποφύγετε τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος» τηλεγραφούσε ο πρωθυπουργός Γούναρης τον Σεπτέμβρη του 1922. Βέβαια κανείς δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό, το κράτος κατέρρεε κάτω από το βάρος της στρατιωτικής ήττας και έτσι κι αλλιώς είναι αμφίβολο αν μπορούσε να σταματήσει ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Πολλοί θα έχαναν τη ζωή τους πριν πατήσουν καλά-καλά το πόδι τους στη «μητέρα-πατρίδα»: στο «λοιμοκαθαρτήριο» της Μακρονήσου για παράδειγμα, το hot spot της εποχής, άφησαν τα κόκκαλά τους χιλιάδες (κυρίως Πόντιοι) πρόσφυγες.
Μέσα σε λίγους μήνες οι «Έλληνες αδελφοί» μόλις πέρασαν τα σύνορα βαφτίστηκαν «τουρκόσποροι» που «ήρθαν να πάρουν τα σπίτια». Απομονώθηκαν στα γκέτο-συνοικίες στις παρυφές των πόλεων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και στην Βόρεια Ελλάδα προκειμένου να αυξηθεί το ελληνικό ποσοστό του πληθυσμού που την κατοικούσε. Η άρχουσα τάξη και το κράτος της τους αντιμετώπισαν με το χειρότερο ρατσισμό.
«Εφθάσαμεν ούτω να γίνομεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος και ενώ μια τοιαύτη κατάστασις δεν είναι αρεστή» έγραφε η Βραδυνή τον Δεκέμβρη του 1923. Η συνέχεια του άρθρου θα μπορούσε να είναι γραμμένη σήμερα από καμιά φυλλάδα αν εξαιρέσει κανείς τη γλώσσα: «Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό του ψιλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια. Ταυτοχρόνως διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων...».
Το μίσος της μοναρχικής δεξιάς για τους μικρασιάτες πρόσφυγες είχε παρελθόν και πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία (το πρώτο μεγάλο κύμα είχε έρθει ανάμεσα στο 1914-1916). Τους θεωρούσαν ως τη βασική δύναμη υποστήριξης του Βενιζέλου. Πράγματι, σε όλη τη δεκαετία του 1920, οι πρόσφυγες ψήφιζαν σχεδόν «μονοκούκι» τα βενιζελικά κόμματα. Και οι πολιτευτές αυτών των κομμάτων τους θεωρούσαν την καλύτερη εκλογική πελατεία.
Μαρτύριο
Αυτό δεν σήμαινε, βέβαια, ότι η υποστήριξή τους στον βενιζελισμό έκανε τη ζωή εύκολη για τους πρόσφυγες. Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν από μαρτύριο μέχρι κόλαση: πολλές φορές χωρίς βασικές υποδομές, μεροκάματα χαμηλά ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής και δουλειές του ποδαριού για να επιβιώνουν όπως-όπως.
Επόμενο, τα «κοινωνικά» των εφημερίδων να γεμίζουν με ιστορίες τρόμου για την εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά, την πορνεία και όλα τα συναφή στους «συνοικισμούς». Συχνά οι εργοδότες προσλάμβαναν πρόσφυγες για να σπάσουν τη δύναμη των συνδικάτων. Και πολλές φορές σωματεία με δεξιές ηγεσίες έβαζαν στα αιτήματά τους την απαγόρευση πρόσληψης προσφύγων εργατών (μια πρακτική που επίσης είχε μεγάλο παρελθόν).
Για πολλά χρόνια αυτός ο κόσμος έμοιαζε να είναι άγονο έδαφος για τις ιδέες της Αριστεράς. Όχι ότι αυτή δεν προσπαθούσε. Το ΚΚΕ κατέβαινε από το 1926 στις εκλογές με τον τίτλο Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών και Προσφύγων (ΕΜΕΑΠ) για να τονίσει την αλληλεγγύη με τους πρόσφυγες αλλά και για να παρέμβει με στόχο να τους αποσπάσει από τους «φιλοπρόσφυγες» (ή και πλούσιους πρόσφυγες) πολιτικάντηδες.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν η εργατική τάξη -προσφυγική και «γηγενής»- άρχισε να μπαίνει σε κίνηση. Το 1932 είναι η χρονιά που η κυβέρνηση του Βενιζέλου χάνει τη «μάχη της δραχμής» κάτω από τα χτυπήματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Την επόμενη χρονιά θα χάσει τις εκλογές. Το 1932-33 όμως είναι και η χρονιά που το εργατικό κίνημα αρχίζει να περνάει στην αντεπίθεση.
Το ΚΚΕ άρπαξε αυτή την ευκαιρία για να ρίξει νέες ρίζες μέσα στην εργατική τάξη και να ζωντανέψει ξανά την παλιά του επιρροή. Και σ’ αυτή την προσπάθεια συναντήθηκε με μια νέα γενιά προσφύγων εργατών. Το εντυπωσιακό στοιχείο των εκλογών του Σεπτέμβρη του 1933 ήταν η άνοδος του ΚΚΕ. Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν η εκτόξευση των ποσοστών του στις προσφυγικές συνοικίες. Στην περιοχή της πρωτεύουσας κάποια ενδεικτικά αποτελέσματα ήταν: 12,4% στη Ν. Ιωνία, 12% στην Καισαριανή, 11,2% στη Ν. Κοκκινιά, 10,5% στο Βύρωνα.
Μια εξήγηση που δίνεται για την πολιτική μεταστροφή των προσφύγων προς τ’ αριστερά ήταν η υπογραφή το 1930 της Συνθήκης Φιλίας ανάμεσα στην κυβέρνηση του Βενιζέλου και του Κεμάλ Ατατούρκ της Τουρκίας. Όμως, αυτό δεν εξηγεί γιατί οι πρόσφυγες άρχισαν να στρέφονται στο ΚΚΕ, ένα κόμμα που ανάμεσα σε πολλά άλλα κουβαλούσε το στίγμα της «εθνοπροδοσίας» για τη διεθνιστική στάση του στη Μικρασιατική Εκστρατεία ή τις θέσεις του για το Μακεδονικό.
Ο Βασίλης Νεφελούδης, νεαρός πρόσφυγας και υπάλληλος της «Πάουερ», των τραμ, ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της «νέας εργατικής τάξης». Έγινε ηγέτης των «τραμβαγέρηδων» και στις εκλογές του 1932 βγήκε «αττικάρχης», πρώτος σε σταυρούς βουλευτής όλων των κομμάτων. Μια διήγησή του για ένα μικρό επεισόδιο εκείνων των χρόνων, δείχνει τη μαχητικότητα αυτών των εργατών:
«Ανεβήκαμε λοιπόν πάνω στα γραφεία της εταιρίας και οι 42 που ήμασταν και είπαμε στον Διευθυντή της εταιρίας, Σχοινά τον λέγανε, ο οποίος ήτανε υπάλληλος του Υπουργείου Μεταφορών και διολίσθησε, του είπαμε ότι εδώ ήρθαμε αποφασισμένοι να λύσουμε το πρόβλημα αυτό. Δεν πρόκειται να φύγουμε από τα γραφεία εάν δεν λυθεί το πρόβλημα αυτό. Και μην τολμήσεις να πάρεις το τηλέφωνο και να καλέσεις την αστυνομία, θα σε πετάξουμε από το παράθυρο και θα πούμε ότι αυτοκτόνησες. Λοιπόν, «τι θέλετε από μένα» μας λέει. Θέλουμε τώρα να πάρεις το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και να εισηγηθείς να αναστείλει τις απολύσεις. Να ακυρώσει τις απολύσεις. Αυτό είναι δουλειά που πρέπει να την κάνεις εσύ. Τα χρειάστηκε ο άνθρωπος πήρε το τηλέφωνο, τους είπε δεν βγαίνουν τα δρομολόγια αν πραγματοποιηθούν οι απολύσεις, εισηγούμαι να ανασταλούν. Και έτσι σταμάτησαν οι απολύσεις».
Καβάλα
Η Καβάλα ήταν κέντρο του κινήματος των καπνεργατών και πριν τον πόλεμο. Μετά το 1922 η σύνθεση της πόλης και του νομού άλλαξε. Οι «μουσουλμάνοι» έφυγαν και οι πρόσφυγες ήλθαν. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν περίπου 30 χιλιάδες. Από το 1926 ο κλάδος της κατεργασίας καπνών περνούσε κρίση. Η παγκόσμια κρίση την έκανε χειρότερη. Οι καπνέμποροι βρήκαν ευκαιρία να πάρουν πίσω πολλές από τις κατακτήσεις προηγούμενων χρόνων.
Τον Ιούλη του 1933 η εταιρεία Μπενβενίστε αποφάσισε να εφαρμόσει τη «τόγκα» -μια απλή και γρήγορη μέθοδο επεξεργασίας καπνών- και να προσλάβει μόνο γυναίκες με μεροκάματα το μισό των ανδρών συναδέλφων τους. Η απάντηση ήταν μια εξαήμερη κατάληψη όλων των καπναποθηκών από 5 χιλιάδες καπνεργάτες και καπνεργάτριες. Κρέμασαν μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και έγραφαν σε χαρτόνια «κι οι άνδρες στη τόγκα – ψωμί –νερό». Η κυβέρνηση των Λαϊκών έστειλε στρατό και απειλούσε με σφαγή.
Τελικά, κι αφού ολόκληρη η πόλη είχε ταχθεί στο πλευρό των καπνεργατών, ο αγώνας νίκησε.
Η συνέχεια ήρθε στις δημοτικές εκλογές που έγιναν το Φλεβάρη του 1934. Απέναντι στον 29χρονο καπνεργάτη και πρόσφυγα (από τον Καύκασο) Μήτσο Παρτσαλίδη του ΕΜΕΑΠ συνασπίστηκαν όλα τα αστικά κόμματα. Όμως, τελικά ο Μ. Παρτσαλίδης νίκησε και έγινε ο πρώτος «κόκκινος» δήμαρχος στην Ελλάδα επικεφαλής ενός ψηφοδελτίου που το αποτελούσαν καπνεργάτες, σχεδόν όλοι τους πρόσφυγες.
Η Κοκκινιά ήταν συνοικία προσφύγων. Το καλοκαίρι του 1933 οι εργάτριες που δούλευαν στην κλωστοϋφαντουργία κατέβηκαν σε μια απεργία 27 ημερών και κέρδισαν παρά τις προσπάθειες απεργοσπασίας και την αστυνομική καταστολή. Η Παμπροσφυγική Ένωση που είχαν οργανώσει αγωνιστές του ΚΚΕ έστησε επιτροπές τετραγώνων που ματαίωσαν δεκάδες εξώσεων, υιοθέτησαν ορφανά, απέσπασαν βοήθειες για άρρωστες οικογένειες, υποστήριξαν χήρες, διεκδίκησαν από το υπουργείο την ύδρευση της Κοκκινιάς.
Δεν ήταν δεδομένο ότι οι πρόσφυγες εγκαταλείποντας το βενιζελισμό θα κατευθύνονταν στα αριστερά. Η φασιστική ΕΕΕ στήθηκε στην Θεσσαλονίκη και στρατολογούσε πρόσφυγες με σημαία τον αντισημιτισμό. Οι συμμορίες της έκαψαν τον εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ το 1933. Προσπάθησαν να ρίξουν ρίζες και στις προσφυγογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά –όπως στην Κοκκινιά. Και χρειάστηκαν σκληρές συγκρούσεις και υπομονετική δουλειά για να τους κοπεί ο δρόμος (κυριολεκτικά, πολλές φορές).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 η εργατική τάξη έμοιαζε οριστικά διαιρεμένη και το κίνημά της ανίσχυρο. Οι αγώνες την ένωσαν και τα «γκέτο των προσφύγων» έγιναν κάστρα της Αριστεράς.