Ιστορία
145 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα
Στις 18 Μάρτη 1871 η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο πέρασε στα χέρια των εργατών και των εργατριών της. Εκείνη τη μέρα η εργατική τάξη του Παρισιού ξεκίνησε την «έφοδο στον ουρανό» που κράτησε δυο μήνες (72 μέρες). Η Παρισινή Κομμούνα ήταν το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία τι σημαίνει εργατική τάξη στην εξουσία.
Όπως έγραψε ο Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στην Γαλλία, την εισήγηση στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς: «Το πραγματικό της μυστικό ήταν ότι αποτελούσε ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, την ανοιχτή, τελικά, πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας…»
Πόλεμος
Τον Ιούλη του 1870 ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’, αποφάσισε να λύσει τα εσωτερικά του προβλήματα εξαπολύοντας έναν «ένδοξο σύντομο πόλεμο» ενάντια στην Πρωσία. O πόλεμος για την Γαλλία ήταν ένα φιάσκο. Ολόκληρες γαλλικές στρατιές κι ο ίδιος ο αυτοκράτορας-καραγκιόζης περικυκλώθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν. Στις 4 Σεπτέμβρη 1870 ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία και σχηματίστηκε μια κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας». Ο πρωσικός στρατός πολιόρκησε το Παρίσι κι από τον Γενάρη άρχισε να το βομβαρδίζει συστηματικά.
Στα τέλη του καλοκαιριού, όταν ο πόλεμος είχε αρχίσει να παίρνει άσχημη τροπή, κάθε κριτική στο καθεστώς του Ναπολέοντα του Γ’ έμοιαζε να πνίγεται σε μια θάλασσα πατριωτισμού. Ακόμα και οι οπαδοί του Αυγούστου Μπλανκί, που είχε περάσει δεκαετίες στις φυλακές και είχε μιλήσει πρώτος για «ταξικό πόλεμο», έγραφαν στην εφημερίδα τους ότι προέχει η πατρίδα όχι το «κοινωνικό ζήτημα». Η ανακήρυξη της Τρίτης Δημοκρατίας έκανε πιο έντονη αυτή την κατάσταση.
Όμως, οι εμπειρίες του πολέμου και της πολιορκίας του Παρισιού ήταν ένα έμπρακτο σχολείο για το ότι οι αστοί και οι εργάτες δεν έχουν τίποτα κοινό. Το Παρίσι των αστών καλοπερνούσε και των εργατών πεινούσε. Οι αστοί πολιτικοί (δημοκράτες και μοναρχικοί) νοιάζονταν για την «συνέχεια του κράτους». Και η εργατική τάξη όλο και περισσότερο ένιωθε την αυτοπεποίθηση να συγκρουστεί μαζί του και με όλη την παλιά κοινωνία.
Η ενσάρκωση αυτής της αυτοπεποίθησης και της δύναμης ήταν η Εθνοφρουρά. Την είχε συγκροτήσει η κυβέρνηση, ως ένα βαθμό για να απορροφήσει τον τεράστιο αριθμό ανέργων που είχε προξενήσει ο πόλεμος. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων κατατάχτηκαν στα τάγματά της ήταν εργάτες: κάθε πρωί πήγαιναν για ασκήσεις και καθήκοντα φρουράς και μετά επέστρεφαν σπίτια τους, με τα όπλα τους. Οι αξιωματικοί των ταγμάτων εκλέγονταν κι ήταν οι περισσότεροι εργάτες. Στα τέλη Φλεβάρη οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των μονάδων συγκρότησαν την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς και σύντομα η πλειοψηφία της επηρεαζόταν από τα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς της εποχής.
Η ύπαρξη αυτού του αντίπαλου δέους ήταν κάτι ανυπόφορο για την κυβέρνηση «εθνικής άμυνας». Στις 18 Μάρτη –και ενώ είχε υπογράψει ανακωχή με τους Πρώσους- διέταξε τον στρατό να κατασχέσει καμιά διακοσαριά κανόνια που είχε μεταφέρει η Εθνοφρουρά στο λόφο της Μονμάρτης.
Οι στρατιώτες βρήκαν απέναντι τους ένα πλήθος από γυναίκες και παιδιά. Μετά κατέφτασαν οι Εθνοφρουροί. Οι στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους στους αξιωματικούς. Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ανέλαβε την εξουσία και η κυβέρνηση με επικεφαλής τον Θιέρσο κατέφυγε στις Βερσαλλίες και μαζί της έφυγε όλη η «καλή κοινωνία».
Όλοι αυτοί πίστευαν ότι χωρίς τους γραφειοκράτες του κρατικού μηχανισμού, χωρίς τους χαφιέδες και τους μπάτσους, χωρίς αφεντικά, η πόλη θα κατέρρεε από την πείνα, τη βρωμιά, τις αρρώστιες, τις ληστείες και τις λεηλασίες. Άλλωστε φρόντισαν γι’ αυτό οργανώνοντας το πιο συστηματικό σαμποτάζ: ακόμα και τις σφραγίδες και τα γραμματόσημα σήκωσαν από το κεντρικό ταχυδρομείο. Διαψεύστηκαν. Μέσα σε δυο μέρες όλα λειτουργούσαν ρολόι.
Στις 26 Μάρτη οι πολίτες του Παρισιού από τα είκοσι διαμερίσματα της πόλης εκλέξανε την Κομμούνα, ένα όργανο αυτοδιοίκησης που είχε γνωρίσει δόξες στην πιο ριζοσπαστική φάση της Γαλλικής Επανάστασης. Όμως, η Κομμούνα δεν ήταν συνέχεια εκείνης της επανάστασης. Ήταν η ενσάρκωση μιας νέας, της εργατικής.
Ο Μαρξ τονίζει ότι οι εργάτες του Παρισιού: «Κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό καθήκον τους και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία. Μα η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει απλώς στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή, και να την βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς».
Η Κομμούνα συγκροτούνταν από αντιπροσώπους που εκλέγανε τα διαμερίσματα. Το σημαντικό δεν ήταν μόνο ότι ήταν εργάτες. Πληρώνονταν σαν εργάτες -15 φράγκα τη μέρα, 6.000 το χρόνο οι ίδιοι κι όσοι κατείχαν θέσεις στις υπηρεσίες της. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν ότι οι αντιπρόσωποι της Κομμούνας ήταν άμεσα ανακλητοί από τους εκλογείς τους.
Η Κομμούνα ήταν και νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα. Δεν ψήφιζε φιλεργατικούς νόμους που έπρεπε να τους εφαρμόσει ένας μηχανισμός που είχε στηθεί για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εκμεταλλευτικής μειοψηφίας. Οι εργάτες αποφάσιζαν μέσω των αντιπροσώπων τους και υλοποιούσαν τις αποφάσεις τους. Ένα πολύβουο ποτάμι συνελεύσεων, διαδηλώσεων, συζητήσεων σε εκατοντάδες λέσχες και ενώσεις εξασφάλιζε τη συνεχή ροή αυτής της διαδικασίας.
Οι αρτεργάτες διαδήλωσαν ενάντια στη νυχτερινή εργασία που τους σακάτευε. Η Κομμούνα κατάργησε την νυχτερινή εργασία. Χιλιάδες ήταν οι άστεγοι. Η Κομμούνα φρόντισε να στεγαστούν όλοι, στα παλάτια και τα μέγαρα των πλουσίων που επίταξε. Αμέτρητοι άλλοι είχαν αναγκαστεί να βάλουν στα ενεχυροδανειστήρια εργαλεία, ακόμα και τα στρώματα και τις κουβέρτες τους. Η Κομμούνα αποφάσισε ένα απλό και γρήγορο τρόπο να τα πάρουν πίσω.
Τα μέτρα της Κομμούνας ήταν απλά και μονόπλευρα ταξικά. Δεκαεννιά στους είκοσι κατοίκους του Παρισιού ζούσαν στο νοίκι. Εκατοντάδες χιλιάδες χρωστούσαν μέχρι το λαιμό γιατί είχαν μείνει άνεργοι στη διάρκεια του πολέμου. Με ένα απλό διάταγμα η Κομμούνα έσβησε τα παλιά χρέη και έβαλε μορατόριουμ στα νέα. Η απόφαση πάρθηκε ύστερα από συζήτηση που διήρκεσε λιγότερο από μια ώρα. Το ίδιο το κείμενο του διατάγματος ήταν τρεις γραμμές.
Πανηγύρι
Η Κομμούνα ήταν ένα πανηγύρι των καταπιεσμένων. Μια νέα κοινωνία γεννιόταν και μέσα σε αυτή οι άνθρωποι έβρισκαν ξανά την ατομικότητά τους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ένα τραγούδι που ταυτίστηκε με την Κομμούνα αν κι είχε γραφεί νωρίτερα ήταν «ερωτικό» κι είχε τίτλο η Εποχή των Κερασιών.
Οι γυναίκες ήταν στην πρώτη γραμμή. Ο ανταποκριτής μιας αστικής εφημερίδας εχθρικής στη Κομμούνα έγραφε: «Έχω δει τρεις επαναστάσεις, αλλά σε καμιά οι γυναίκες δεν είχαν συμμετάσχει με τόση αποφασιστικότητα… Φαίνεται ότι θεωρούν αυτή την επανάσταση δικιά τους και την υπερασπίζουν σαν να υπερασπίζουν το δικό τους μέλλον».
Θα περίμενε κανείς μια πόλη που είχε υποφέρει από την πολιορκία των Πρώσων να πάλλεται από το εθνικιστικό μίσος. Κι όμως, η Κομμούνα ήταν η αποθέωση του διεθνισμού. Στις 12 Απρίλη αποφασίζει να γκρεμίσει τη Στήλη της Βαντόμ, ένα άγαλμα του Ναπολέοντα (του «Μεγάλου») με βάση από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο γαλλικός στρατός. Όπως έλεγε το διάταγμά της: «Είναι σύμβολο ψεύτικης δόξας, ωμής βίας, μιλιταρισμού, μια προσβολή στη μνήμη νικητών και ηττημένων…»
Ο Λέο Φράνκελ ήταν ο Επίτροπος Εργασίας και Ανταλλαγών της Κομμούνας. Πιο πριν ήταν στην ηγεσία της Πρώτης Διεθνούς. Ήταν δηλαδή ένας από τους «ξένους υποκινητές της ανταρσίας» κατά τον αστικό τύπο και την κυβέρνηση των αστών. Ήταν επίσης Γερμανοεβραίος. Αλλά για την Κομμούνα: «Θεωρώντας ότι η σημαία της Κομμούνας είναι η σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας… ο πολίτης Λέο Φράνκελ γίνεται δεκτός στο Συμβούλιο της Κομμούνας».
Η Κομμούνα δεν ήταν ένα απολίτικο σώμα. Στις γραμμές της υπήρχαν οργανωμένες τάσεις και ρεύματα –κόμματα θα λέγαμε σήμερα. Οι αδυναμίες τους ήταν κι οι αδυναμίες της Κομμούνας. Δεν άγγιξε για παράδειγμα το χρυσό της Κρατικής Τράπεζας, δεν οργάνωσε έγκαιρα επίθεση στις Βερσαλλίες και άφησε την πρωτοβουλία στην αντίπαλη πλευρά.
Όμως, έτσι κι αλλιώς ο χρόνος έτρεχε εις βάρος της Κομμούνας. Το Παρίσι έμεινε μόνο του. Οι Πρώσοι απελευθέρωσαν 100.000 αιχμάλωτους για να αποκτήσει η κυβέρνηση των Βερσαλλιών επαρκή στρατεύματα. Στις 21 Μάη οι δυνάμεις «του νόμου και της τάξης» άρχισαν την επίθεση στο Παρίσι.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η Ματωμένη Βδομάδα καθώς οι Κομμουνάροι έδιναν το αίμα τους κάτω από την κόκκινη σημαία τους. Οι εργατογειτονιές του Παρισιού μεταβλήθηκαν σε σωρούς ερειπίων από τα κανόνια. Διάφοροι υπολογισμοί μιλάνε για τρεις με δέκα χιλιάδες Κομμουνάρους πεσόντες στις μάχες εκείνης της βδομάδας (χίλιοι περίπου από την απέναντι μεριά).
Οι δολοφονημένοι και οι εκτελεσμένοι στο μήνα που ακολούθησαν ήταν πέντε φορές περισσότεροι. Την επόμενη φορά που έγιναν εκλογές στο Παρίσι «έλειπαν» 100.000 ψηφοφόροι. Ο όχλος της αστικής κοινής γνώμης, οι καλοντυμένες κυρίες και κύριοι επευφημούσαν αποκτηνωμένοι το όργιο του αίματος. Αλλά η καταστολή είχε μια ψυχρή λογική. Στις 26 Ιούνη ο στρατηγός Γκαλιφέ πήγε σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων και διέταξε όσους είχαν άσπρα μαλλιά να κάνουν ένα βήμα μπροστά. «Εσείς ήσασταν στα οδοφράγματα και τον Ιούνη 1848, είστε ακόμα πιο ένοχοι». Εκατόν δέκα οχτώ «ασπρομάλληδες» εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους πετάχτηκαν στο ποτάμι.
Η άρχουσα τάξη ήθελε να σβήσει τη ζωντανή μνήμη του «κόκκινου» Ιούνη και της ίδιας της Κομμούνας. Στο λόφο της Μονμάρτης όπου εκτυλίχτηκε η πρώτη πράξη της Κομμούνας και όπου έπεσαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της, χτίστηκε ένας τεράστιος καθεδρικός ναός. Όμως η Κομμούνα δεν ξεχάστηκε. Θα ξαναζούσε στις εργατικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα.