Ιστορία
Απρίλης 1941: Πώς το “ΟΧΙ” έγινε “ΝΑΙ”

Η 6 Απρίλη του 1941, η γερμανική εισβολή και αυτά που την ακολούθησαν, συνήθως στριμώχνεται σε έναν αμήχανο επίλογο στους ύμνους για το «Έπος του ‘40». Κι όμως, εκείνες οι μέρες καθόρισαν την πορεία των εξελίξεων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το ελληνικό κράτος βρέθηκε με δυο κυβερνήσεις, και ο συνδυασμός της πολιτικής κρίσης με την κοινωνική θα γεννούσε την επανάσταση με τη μορφή της Αντίστασης.  
 
Τυπικά η Ελλάδα ήταν ουδέτερη στον παγκόσμιο πόλεμο που είχε ξεκινήσει τον Σεπτέμβρη του 1939. Στην πραγματικότητα, όμως, η δικτατορία του Μεταξά και του βασιλιά είχε προσδεθεί στην πολεμική μηχανή της Βρετανίας και της Γαλλίας, με οικονομικές συμφωνίες και στρατιωτικές διευκολύνσεις απ’ την αρχή του πολέμου. Ένα καθεστώς με στενές ιδεολογικές (αλλά και οικονομικές) σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία, βρέθηκε στο πλευρό των «Δημοκρατιών» της Δύσης. Ήταν μια από τις πολλές ειρωνείες του ιμπεριαλιστικού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
 
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο τον Οκτώβρη του 1940, όταν ο Μουσολίνι αποφάσισε να κάνει ένα «σύντομο, ένδοξο» πόλεμο εναντίον της. Ήθελε να δείξει στον Χίτλερ ότι είναι ένας υπολογίσιμος σύμμαχος και να ανακόψει την γερμανική επέκταση στα Βαλκάνια που ο ιταλικός καπιταλισμός θεωρούσε δική του «σφαίρα επιρροής».  
 
Φιλοδοξίες
Το «εγχείρημα» του ιταλικού στρατού στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία. Η εκστρατεία ήταν κακά οργανωμένη, με ελλειπείς δυνάμεις και οι προσδοκίες των σχεδιαστών της δεν πατούσαν στην πραγματικότητα. Από τα μέσα Νοέμβρη ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεσή του που τον έφερε βαθιά στο αλβανικό έδαφος. 
 
Κι όπως γράφει ο Θ. Χατζής, που θα γινόταν ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ: «Σε όλες τις εκδηλώσεις διαφαίνονταν η προσπάθεια να δοθεί χρώμα ελληνικό, εθνικό, με έντονη αντιαλβανική αιχμή. Θα νόμιζε κανείς ότι η Ελλάδα δεν πολεμούσε την Ιταλία αλλά την σκλαβωμένη Αλβανία».  Τον Δεκέμβρη του 1940 ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών εξηγούσε στον Αμερικάνο πρέσβη ότι η μόνη περίπτωση να υπογράψει ανακωχή η κυβέρνησή του ήταν με «όρους νικητή»: μεγάλη αποζημίωση και «νέες εδαφικές ρυθμίσεις» δηλαδή προσαρτήσεις. 
 
Εκτός από την προφανή προπαγανδιστική αξία τους, οι νίκες του ελληνικού στρατού άνοιξαν την όρεξη στον Τσόρτσιλ και τους επιτελείς του για τη δημιουργία ενός βαλκανικού μετώπου, όπως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τις αρχές του 1941 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τον Μεταξά για την αποστολή ενός βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα. 
 
Αυτή ήταν μια εξέλιξη που δεν μπορούσε να ανεχθεί ο Χίτλερ. Όχι μόνο γιατί ήθελε να συνδράμει τον σύμμαχό του Μουσολίνι αλλά κυρίως γιατί βρετανικό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια θα απειλούσε τις πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι της Ρουμανίας οι οποίες ήταν απολύτως απαραίτητες για την γερμανική οικονομία και στρατό. Έτσι άρχισαν τα σχέδια για πολεμική εμπλοκή στα Βαλκάνια. 
 
Οι εξελίξεις δικαίωναν τον Τρότσκι που ήδη το 1934 έγραφε ότι:
 
«Βλέπουμε πόσο φυσικά η τυπική ουδετερότητα αντικαθίσταται από ένα σύστημα ιμπεριαλιστικών συμφωνιών και πόσο αναπόφευκτα ο πόλεμος ‘για την υπεράσπιση της πατρίδας’ οδηγεί σε μια ειρήνη με προσαρτήσεις. Ο χαρακτήρας του πολέμου καθορίζεται όχι από το αρχικό επεισόδιο καθεαυτό (‘παραβίαση της ουδετερότητας’, ‘εχθρική επιβολή’ κλπ) αλλά από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις του πολέμου, από την συνολική τους ανάπτυξη και από τις συνέπειες που τελικά οδηγεί». 
 
Ρήξη και χάος
Όσο γινόταν πιο φανερή η προοπτική της γερμανικής επέμβασης, τόσο μεγάλωναν τα διλήμματα, οι δισταγμοί και οι καυγάδες στο καθεστώς. Πόσο στρατό θα στείλει η Βρετανία στην Ελλάδα; Και πότε; Μήπως κάτι τέτοιο επισπεύσει την Γερμανική εισβολή; Και πως να την αντιμετωπίσουμε;
 
Οι δισταγμοί έγιναν αιτία κωμικών καταστάσεων μόλις άρχισαν να καταφτάνουν τα πρώτα βρετανικά τμήματα. Ο επικεφαλής τους, αντιστράτηγος Γουίλσον, εξαναγκάστηκε να κυκλοφορεί με πολιτικά και ψευδώνυμο –«κύριος Βατ». Την ίδια στιγμή το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα η παρουσία του οποίου υποτίθεται θα έμενε «κρυφή», έστηνε το αρχηγείο στο …ξενοδοχείο Ακροπόλ και οι Γερμανοί διπλωμάτες φωτογράφιζαν την βρετανική αποβίβαση στον Πειραιά. 
 
Όμως, τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά για την άρχουσα τάξη. Από νικήτρια κινδύνευε να βρεθεί ηττημένη. Αντί να κερδίσει τη νότια Αλβανία (Βόρειο Ήπειρο) κινδύνευε να χάσει τη Μακεδονία και τη Θράκη στον «προαιώνιο» εχθρό, τη Βουλγαρία (από την 1 Μάρτη η 12η γερμανική στρατιά είχε αρχίσει να στήνει βάσεις στο έδαφός της). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, τμήματα του «πολιτικού προσωπικού» του καθεστώτος και των στρατηγών άρχισαν να καλοβλέπουν μια «συνεννόηση» με την Γερμανία. 
 
Στα μέσα Μάρτη ο Γερμανός πρόξενος της Θεσσαλονίκης ανέφερε στους ανωτέρους του ότι τον πλησίασε «κάποιος συνταγματάρχης Πετινής» που ζητούσε την γερμανική συνδρομή στο τερματισμό του πολέμου στην Αλβανία. Ο πρόξενος σημείωνε ότι πίσω από τον συνταγματάρχη «βρισκόταν ένας στρατηγός ονόματι Τσολάκογλου». 
 
Ο Τσολάκογλου ήταν διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που βρισκόταν στην Αλβανία. Και δεν ήταν μόνος του. Οι στρατηγοί Μπάκος και Δεμέστιχας διοικητές του Α’ και Β’ Σώματος του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ) μοιράζονταν τις απόψεις του. Δηλαδή επρόκειτο για τους στρατηγούς που έλεγχαν περισσότερο από τα 2/3 του στρατού. 
 
Συνήθως οι περιγραφές για την Γερμανική εισβολή στέκονται στην αντίσταση των οχυρών της «γραμμής Μεταξά» ανάμεσα στις 6 με 9 Απρίλη και μετά θεωρούν ότι η γερμανική συντριπτική υπεροχή σε αεροπλάνα και τανκς έκρινε το αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, ο ελληνικός στρατός έμεινε στην Αλβανία για πολιτικούς λόγους και ο γερμανικός στρατός νίκησε το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, αλλά όχι γιατί έριξε στη μάχη υπέρτερες δυνάμεις. 
 
Ο αρχιστράτηγος Παπάγος επέμενε ότι το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα με όσες ελληνικές δυνάμεις ήταν διαθέσιμες θα έπρεπε να δώσει τη μάχη του στην κεντρική Μακεδονία με στόχο την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης κι ότι ο στρατός που βρισκόταν στην Αλβανία έπρεπε να μείνει στις θέσεις του. Το «σχέδιο» στηριζόταν στην είσοδο της Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο. Όχι μόνο για να αποκρουστεί η γερμανική εισβολή, αλλά και για να προελάσει ο ελληνικός στρατός με τον γιουγκοσλαβικό στην Αλβανία (και να τη διαμελίσουν στη συνέχεια). 
 
Όμως, η άρχουσα τάξη στην Γιουγκοσλαβία ήταν ακόμα πιο βαθιά διαιρεμένη από την ελληνική. Αντί για συμμαχία, στις 25 Μάρτη η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπό τον πρίγκιπα Παύλο υπέγραψε προσχώρηση στο φασιστικό Άξονα. Όμως, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες φρόντισαν να οργανώσουν ένα πραξικόπημα που εγκατέστησε μια φιλοαγγλική κυβέρνηση. Αν οι Γερμανοί είχαν «καπαρώσει» τον πρίγκιπα Παύλο, οι Εγγλέζοι διέθεταν τον πρίγκιπα Πέτρο…
 
Κουίσλιγκ 
Στις 9 Απρίλη η Θεσσαλονίκη και τα στρατεύματα στο μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Ελλάδας συνθηκολόγησαν ύστερα από την έγκριση του Παπάγου. Ταυτόχρονα, ο γερμανικός στρατός καταλάμβανε σχεδόν χωρίς αντίσταση τη νότια Γιουγκοσλαβία και πέρασε τα ελληνικά σύνορα. Όλη η «συμμαχική διάταξη» βρέθηκε στον αέρα. 
 
Για την ηγεσία του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος σήμανε η ώρα του φευγιού. Ο Γουίλσον αποφάσιζε διαδοχικές υποχωρήσεις ενημερώνοντας τον Παπάγο μέρες αργότερα.  Όπως σημείωνε σαρκαστικά ένας Γερμανός αξιωματικός της 2ης μεραρχίας θωρακισμένων: «από τους εχθρούς μας, μόνο ο Βρετανός γνωρίζει πως να κάνει μια τόσο μεθοδική και αδίστακτη υποχώρηση». 
Στις 18 Απρίλη ο πρωθυπουργός Κορυζής (πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας) αυτοκτόνησε -σε τέτοιο σημείο είχε φτάσει η ενδοκυβερνητική κρίση. Το βράδυ της ίδιας μέρας, όπως γράφει ο Σπ. Γασπαρινάτος στο πρόσφατο βιβλίο του για τις κατοχικές κυβερνήσεις, οι στρατηγοί: 
 
«Έστειλαν στην κυβέρνηση ένα είδος τελεσιγράφου 12 ωρών να αποφασίσει την συνθηκολόγηση. Διαφορετικά προειδοποιούσαν ότι οι σωματάρχες αυτοί θα σχημάτιζαν κυβέρνηση στα Ιωάννινα, με πρωθυπουργό τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα (που συμφωνούσε με τις αποφάσεις τους) μέλη τους ίδιους και σκοπό τη σύναψη συνθηκολόγησης της Στρατιάς Ηπείρου». 
 
Δυο μέρες μετά προχώρησαν από τα τελεσίγραφα στις πράξεις. Ο Τσολάκογλου, με την παρότρυνση των άλλων σωματαρχών, καθαίρεσε ουσιαστικά τον διοικητή του ΤΣΗ, στρατηγό Πιτσίκα, και ανέλαβε τη διοίκηση. Αμέσως συναντήθηκε με τους Γερμανούς αξιωματικούς και υπέγραψε την συνθηκολόγηση (το τελικό κείμενο υπογράφτηκε στις 23 Απρίλη). 
 
Ουσιαστικά, ο Τσολάκογλου και οι «νικητές της Αλβανίας» στρατηγοί οργάνωσαν στάση εν καιρώ πολέμου, πράξη που κανονικά επέσυρε την ποινή του θανάτου. Την ίδια στιγμή έδιναν διαταγές να εκτελεστούν ως «δειλοί» λιποτάκτες εξαντλημένοι φαντάροι που απλά ξεκινούσαν να γυρίσουν σπίτι τους. 
 
Ο Τσολάκογλου και οι μετέπειτα απολογητές του υποστήριζαν ότι η συνθηκολόγηση έγινε για να «σωθεί η τιμή του στρατεύματος» (να μη παραδοθεί στους Ιταλούς) και να σωθεί η χώρα από την καταστροφή. Η αλήθεια είναι ότι αυτός, οι άλλοι στρατηγοί και όσοι τους υποστήριξαν πόνταραν στην γερμανική νίκη στον πόλεμο με τα ανάλογα οφέλη  που θα έφερνε αυτό το ποντάρισμα για τα «εθνικά δίκαια» δηλαδή την άρχουσα τάξη. 
 
Άλλωστε δεν υπέγραψαν μια συνθηκολόγηση. Στις 25 Απρίλη ο Τσολάκογλου έστειλε επιστολή στον Χίτλερ στην οποία δήλωνε ότι «η στρατιά Ηπείρου Μακεδονίας» ήταν έτοιμη να «προσφέρει τας υπηρεσίας της διά να σχηματισθή μια Κυβέρνησις εις την Αθήνα. Υποσχόμεθα εις την Α.Ε Φύρερ του γερμανικού λαού να υπηρετήσωμε κατά τον τρόπον που θα υπεδείκνυε ο ίδιος».  Αργότερα, ο Μπάκος που θα γινόταν υπουργός Άμυνας της δοσιλογικής κυβέρνησης θα προσπαθούσε να σχηματίσει μια «Κυανόλευκη Μεραρχία» για να πολεμήσει στο ρωσικό μέτωπο. 
 
Ο  βασιλιάς και η κυβέρνηση είχαν φύγει από την Αθήνα το βράδυ της 22 Απρίλη. Πρωθυπουργός είχε ορκιστεί ο Τσουδερός, ακόμα ένας πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Στο ημερολόγιό του έγραφε ότι βδομάδες πριν είχε «συνομιλήσει» με το «πνεύμα» του Ελ. Βενιζέλου και του πατέρα του με τη βοήθεια μέντιουμ σε μια «πνευματιστικήν συνεδρίαν». Πέρασαν σε σίγουρα χέρια, δηλαδή, οι «τύχες του έθνους». Μαζί τους έφυγε  και το πραγματικό στήριγμα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου -ο διαβόητος Μανιαδάκης, υφυπουργός Ασφαλείας. 
 
Η «συνέχεια του κράτους» είχε θρυμματιστεί. Καμιά από τις δυο κυβερνήσεις δεν είχε τη δύναμη και τη νομιμοποίηση στα μάτια των «από κάτω» να παίξει το ρόλο που επεδίωκε.