Ιστορία
1926 - Γενική Απεργία στη Βρετανία

“Ούτε μία πένα περικοπή στους μισθούς, ούτε μία πένα φόρο στα τρόφιμα”, γράφει το πλακάτ των διαδηλωτών

H Γενική Απεργία τον Μάη του 1926 είναι η μεγαλύτερη ταξική αναμέτρηση στη Βρετανία τον 20ο αιώνα και μια από τις μεγαλύτερες και πιο ξεχασμένες, στην ιστορία του εργατικού κινήματος διεθνώς. 
 
Στο υπόβαθρό της είχε δυο παράγοντες. Την προσπάθεια της άρχουσας τάξης της Βρετανίας να διατηρήσει τη θέση της στη κορυφή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είχε βγει λαβωμένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και καταχρεωμένη στις ΗΠΑ. Κομμάτι του σχεδίου ήταν η ενίσχυση της λίρας και ο «εξορθολογισμός» της οικονομίας. 
 
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η άνοδος του εργατικού κινήματος. Το 1919 ήταν μια επαναστατική χρονιά για την Βρετανία. Το 1921 το κίνημα είχε υποστεί μια προσωρινή ήττα και από το 1924 είχε αρχίσει την αντεπίθεσή του. 
 
Ο άξονας που περιστρεφόταν αυτή η αναμέτρηση ήταν τα ανθρακωρυχεία. Εκείνη την εποχή ο άνθρακας έπαιζε τον κύριο ρόλο στην οικονομία. Επίσης, το 1,2 εκατομμύριο των ανθρακωρύχων, ήταν το πιο έμπειρο, καλοπληρωμένο και οργανωμένο τμήμα του εργατικού κινήματος. Οι επιθέσεις της άρχουσας τάξης ξεκινάνε πάντα από τις «ναυαρχίδες» του κινήματος. 
 
Η «Κόκκινη Παρασκευή»
«Όλοι οι εργάτες της χώρας πρέπει να αποδεχτούν μείωση των μισθών τους για να ορθοποδήσει η οικονομία». Αυτά ήταν τα λόγια του Βρετανού πρωθυπουργού Μπάλντουιν στην αντιπροσωπεία της Ομοσπονδίας των Ανθρακωρύχων τον Ιούλη του 1925. Οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων είχαν απαιτήσει μείωση των μισθών των ανθρακωρύχων και επέκταση του ωραρίου στις διαπραγματεύσεις με την Ομοσπονδία. 
 
Η ηγεσία του TUC (της βρετανικής ΓΣΕΕ) ήταν αναγκασμένη να κάνει μια κίνηση. Αυτό που κρινόταν ήταν η δυνατότητά της να διαπραγματεύεται με τους εργοδότες και το κράτος. Επίσης, το κλίμα στη βάση των συνδικάτων ήταν μαχητικό και πίεζε προς την κατεύθυνση της σύγκρουσης. Σε μια συνάντηση της κεντρικής ηγεσίας με την ηγεσία των συνδικάτων στις μεταφορές αποφασίστηκε ότι αν οι εργοδότες προχωρούσαν σε λοκ-αουτ, τότε οι εργαζόμενοι στις μεταφορές δεν θα μετέφεραν άνθρακα. 
 
Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει πίσω στις 31 Ιούλη 1925, μέρα Παρασκευή -η «κόκκινη Παρασκευή» όπως ονομάστηκε πανηγυρικά. Δέχτηκε να δώσει επιχορηγήσεις στα αφεντικά των ανθρακωρυχείων για να κρατηθούν οι μισθοί στο επίπεδο της συμφωνίας του 1924. Ανακοίνωσε την συγκρότηση μιας «ανεξάρτητης» επιτροπής, που θα εξέταζε συνολικά την κατάσταση του κλάδου και θα έκανε προτάσεις. Ο αστικός τύπος άστραψε και βρόντηξε για την υποτιθέμενη συνθηκολόγηση στους «εκβιασμούς» και τη «βία» των συνδικάτων. 
 
Μεθοδικά
Η κυβέρνηση έκανε αυτό το βήμα πίσω γιατί όπως δήλωσε αργότερα ο Μπάλντουιν «δεν ήμασταν έτοιμοι». Τα αποθέματα του άνθρακα ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, για παράδειγμα και η οικονομία θα παρέλυε σε λίγες μέρες. Όμως, από την επόμενη μέρα της υποχώρησης, ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να ετοιμάζεται μεθοδικά για την σύγκρουση. 
 
Οι προετοιμασίες για την εφαρμογή των σχεδίων ξεκίνησαν από την επόμενη μέρα της Κόκκινης Παρασκευής. Η χώρα χωρίστηκε σε δέκα περιφέρειες, με επικεφαλής έναν επίτροπο που περιβαλλόταν από επιτροπές για τις συγκοινωνίες, την ενέργεια, το συντονισμό με την αστυνομία, τη στρατολόγηση απεργοσπαστών. Μια «ανεπίσημη» οργάνωση, ο Οργανισμός Διατήρησης Μεταφορών (OMS) στρατολόγησε εκατό χιλιάδες «νομοταγείς πολίτες» που θα κρατούσαν εν λειτουργία βασικές υπηρεσίες. 
 
Τον Σεπτέμβρη του 1925 το TUC έκανε το συνέδριό του. Οι αποφάσεις ήταν γεμάτες φλογερές φράσεις για την ανατροπή του «συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς». Στο τέλος η ηγεσία, από τις πιο δεξιές μέχρι τις πιο αριστερές τάσεις, τραγούδησαν αγκαλιασμένοι τη «Κόκκινη Σημαία», τον ύμνο του εργατικού κινήματος στη Βρετανία. Δάκρυσαν, έσφιξαν τις γροθιές και μετά αποσύρθηκαν στη ρουτίνα τους χωρίς να κάνουν τίποτα για να προετοιμάσουν την σύγκρουση που όλοι γνωρίζανε ότι θα ’ρθει στα τέλη του Απρίλη του 1926. Τότε θα τέλειωνε η «ανακωχή».
 
Οι εννιά μέρες 
Το Γενικό Συμβούλιο της TUC αναγκάστηκε τελικά να κηρύξει την απεργία για τις 4 Μάη του 1926. Μέχρι τελευταία στιγμή αναζητούσε μια συμβιβαστική φόρμουλα. Ακόμα και ο τρόπος που οργάνωσε την απεργία έδειχνε αυτή τη διάθεση: οι οδηγίες της πρόβλεπαν ότι η απεργία θα εκτυλισσόταν σε τρεις φάσεις, κάθε φορά η ηγεσία θα καλούσε αυτή τους κλάδους που έπρεπε να απεργήσουν. Αλλά η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να δώσει ένα «μάθημα» στην εργατική τάξη. 
 
Όμως, η ανταπόκριση των εργατών στο κάλεσμα για την απεργία αιφνιδίασε και την κυβέρνηση και την συνδικαλιστική ηγεσία. Από την πρώτη μέρα η συμμετοχή στην απεργία ήταν απόλυτη. Όταν ξεκίνησε η απεργία συμμετείχαν 1,5 εκατομμύριο απεργοί, πέρα από το 1 εκατομμύριο των ανθρακωρύχων που οι εργοδότες τους είχαν κηρύξει λοκ-αουτ. Τις επόμενες μέρες προστέθηκαν ακόμα 1 εκατομμύριο απεργοί. Και όσο περνούσαν οι μέρες, ο αριθμός μεγάλωνε, και η απεργία δεν έσπαγε πουθενά. 
 
Το «πρόβλημα» που είχε να αντιμετωπίσει η ηγεσία δεν ήταν να πείσει τους εργάτες και τις εργάτριες να απεργήσουν, αλλά να συγκρατήσει τα τμήματα που έβγαιναν σε απεργία χωρίς «εξουσιοδότηση». 
 
Ένα από τα πιο ελπιδοφόρα χαρακτηριστικά ήταν η συμμετοχή των ασυνδικάλιστων εργατών στην απεργία. Εκείνη την εποχή τα 2/3 των εργαζόμενων στην Βρετανία δεν ανήκαν στα συνδικάτα. Κι όμως, αυτή η μεγάλη ταξική αναμέτρηση τους ενέπνευσε. Καταλάβαιναν πολύ καλά ότι αν χάσουν οι «προνομιούχοι», αυτοί θα ήταν ακόμα πιο αδύναμοι. Σε πολλά σημεία πρώτα κατέβαιναν στην απεργία και μετά γράφονταν στο συνδικάτο για να είναι «καλυμμένοι». 
 
Στις περιφέρειες τα Trade Councils (παρόμοια με τα Εργατικά Κέντρα) ήταν υπεύθυνα για την εφαρμογή των οδηγιών του Γενικού Συμβουλίου του TUC από τα τοπικά παραρτήματα των συνδικάτων. Πολλά από αυτά συγκρότησαν Συμβούλια Δράσης που τα αποτελούσαν αντιπρόσωποι από τα βασικά συνδικάτα και άλλες εργατικές οργανώσεις. Όσο πιο «χαμηλά» κατέβαινε η οργάνωση της απεργίας, τόσο πιο μαχητική γινόταν. Οργανώνονταν μαζικές συγκεντρώσεις, εκδίδονταν απεργιακά δελτία ενημέρωσης, συγκροτούνταν καλά οργανωμένες απεργιακές φρουρές που σε κάποια σημεία πήραν μεγάλες διαστάσεις, όπως στο Φάιφ στη Σκοτία, όπου το Σώμα Εργατικής Άμυνας είχε επιβάλλει την εξαφάνιση της αστυνομίας από τους δρόμους. 
 
Στις περιοχές που τα συμβούλια δράσης ερμήνευσαν μαχητικά την οδηγία να μην δίνονται άδειες μετακίνησης προϊόντων, παρά μόνο σε απόλυτη ανάγκη, διαδραματίστηκαν απολαυστικές σκηνές. Ένας απεργός περιέγραφε πως τα αφεντικά κατέφταναν στο αρχηγείο της απεργιακής επιτροπής, και ζητούσαν με τεμενάδες από τους «κυρίους» ή τους «τζέντλεμαν» απεργούς να επιτρέψουν τη μια ή την άλλη μετακίνηση. «Είχαν μια ταπεινωτική εμπειρία» θυμάται ένας απεργός «τους δώσαμε να καταλάβουν ότι εμείς είμαστε το ‘αλάτι της γης’ κι όχι αυτοί». 
 
Προδοσία
Όσες τυχόν ελπίδες είχε η κυβέρνηση ότι οι «νομοταγείς πολίτες» θα έσπαγαν την απεργία με την κινητοποίησή τους έγιναν καπνός από τις πρώτες ώρες. Ο OMS ήταν καλός ως προπαγάνδα, αλλά η «χρυσή νεολαία» και οι καθώς πρέπει μεσοαστοί που τον επάνδρωναν δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ούτε τα λιμάνια, ούτε τα τρένα. Ούτε λόγος βέβαια για το «αξιόμαχό» τους απέναντι σε μια απεργιακή φρουρά εργατών. 
 
Η απεργία δεν τσακίστηκε από την υπέρτερη δύναμη των καπιταλιστών και του κράτους τους. Προδόθηκε από την ηγεσία της. Στις 12 Μάη το Γενικό Συμβούλιο του TUC πήγε στην πρωθυπουργική κατοικία για να ανακοινώσει ότι αποδέχεται τις προτάσεις της «ανεξάρτητης» επιτροπής, τερματίζει την απεργία, με την παράκληση να μην υπάρχουν αντίποινα, δηλαδή απολύσεις για τους απεργούς. 
 
Φυσικά, ούτε η κυβέρνηση ούτε οι εργοδότες είχαν καμιά διάθεση να φερθούν μεγαλόψυχα. Από την επόμενη μέρα, ξεκίνησαν οι μαζικές απολύσεις. Οι ανθρακωρύχοι πάλεψαν για ένα μήνα ακόμα μόνοι, και τελικά γύρισαν ηττημένοι στις στοές. 
Η δικαιολογία της ηγεσίας ήταν ότι η Απεργία έχανε σε ορμή και κινδύνευε να σπάσει. Ας κάνουμε οικονομία δυνάμεων έλεγαν. Στην πραγματικότητα, αυτό που φοβόταν ήταν ότι θα χάσει τον έλεγχο. Ο Τόμας, ο πρόεδρος του TUC το είπε ξεκάθαρα: «Αυτό που φοβόμουν με αυτή την απεργία ήταν τούτο: Ότι ίσως ξέφευγε από τον έλεγχο εκείνων που ήξεραν να ασκούν κάποιον έλεγχο…». Και ένας άλλος γραφειοκράτης δήλωσε: «Κάθε μέρα που διαρκούσε η απεργία, ο έλεγχος και το κύρος περνούσε από τα χέρια των υπεύθυνων διοικήσεων στα χέρια ανεύθυνων ανθρώπων». 
 
Αυτά τα «ανεύθυνα στοιχεία» είχαν ονοματεπώνυμο. Ήταν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήταν μια πολύ μικρή οργάνωση σε σχέση με τα εκατομμύρια των απεργών, το 1926 το κόμμα είχε μόλις πέντε χιλιάδες μέλη. Βρέθηκαν στη πρώτη γραμμή της μάχης. Ανάμεσα στο 1922 και το 1926 τα μέλη του πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια να ξαναστηθούνε τα συνδικάτα στα πόδια τους, να αποκτήσουν ρίζες μέσα από το «Εθνικό Κίνημα Μειοψηφίας» που συσπείρωνε σε μια αριστερή πλατφόρμα συνδικαλιστές και αγωνιστές της βάσης. 
 
Όμως, σε αυτή την προσπάθεια υπήρχε μια Αχίλλειος πτέρνα. Η αυταπάτη ότι η κατάκτηση των υψηλών αξιωμάτων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από αριστερούς συνδικαλιστές αρκούσε για να εξασφαλίσει την συνεπή στάση στις αναμετρήσεις που έρχονταν. 
 
Οι προσανατολισμοί της σταλινικής πολιτικής έπαιξαν επίσης το ρόλο τους: Οι «αριστεροί» γραφειοκράτες συμμετείχαν στην «Αγγλο-Ρωσική Επιτροπή Ενότητας» με τα ρώσικα συνδικάτα. Για τον Στάλιν αυτή η επιτροπή ήταν το κανάλι για την εξομάλυνση των σχέσεων με την Βρετανία. Κάθε κριτική στις συνδικαλιστικές ηγεσίες έπρεπε να μπει κάτω από το τραπέζι. Το ΚΚ μπήκε στην Γενική Απεργία με το σύνθημα «Όλη η εξουσία στο Γενικό Συμβούλιο», δηλαδή το όργανο που ξεπούλησε τον αγώνα.